Η κούραση, κείμενο του Jean Baudrillard

Ο Iean Baudrillard ήταν μια εξέχουσα φυσιογνωμία στον χώρο των Ανθρωπιστικών Σπουδών και της Φιλοσοφίας γενικότερα. Πολλές φορές τον εντάσσουμε στη χορεία διανοητών, όπως ο Lacan, ο Lyotard, o Fouceault, o Derrida, ακόμα και ο Deleuze.

Με λίγα λόγια και σε πρώτο επίπεδο, το έργο του συνδέεται με τον μεταδομισμό. Στην πραγματικότητα όμως ο Baudrillard είναι ένας στοχαστής πολύ πρωτότυπος και κάθε προσπάθεια κατηγοριοποίησης του έργου του αδικεί την ιδιαιτερότητά του. Πολυγραφότατος, αυτό που τον διακρίνει εκτός των άλλων είναι η οξυδερκής ανάλυση και κριτική της σύγχρονης κοινωνίας και σκέψης.

Στη συνέχεια παραθέτουμε το κείμενό του με τίτλο ” Η κούραση”, όπως δημοσιεύτηκε στη σελίδα: respublica.

 

Η κούραση, κείμενο του Jean Baudrillard: Επιλέξαμε ένα θραύσμα γυαλιού για να αποδώσουμε τη σκέψη που αναδύεται μέσα από το δοκίμιο.

Το κείμενο

Υπάρχει στο εξής ένα παγκόσμιο πρόβλημα της κούρασης, όπως υπάρχει ένα παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας. Παραδόξως, η ύπαρξη του ενός αποκλείει το άλλο: η ενδημική, ανεξέλεγκτη κούραση είναι, μαζί με την ανεξέλεγκτη βία […], χαρακτηριστικό των πλούσιων κοινωνιών, και απορρέει μεταξύ άλλων από το ξεπέρασμα της πείνας και της ενδημικής ένδειας, που παραμένει το μείζον πρόβλημα των προβιομηχανικών κοινωνιών. Η κούραση, ως συλλογικό σύνδρομο των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών, επιστρέφει έτσι στο πεδίο των βαθιών ανωμαλιών, των «δυσλειτουργιών» της ευημερίας. Χαρακτηρίστηκε «καινούριο δεινό του αιώνα» και πρέπει να αναλυθεί σε συνδυασμό με τα άλλα φαινόμενα ανομίας, που η αναζωπύρωσή τους σημαδεύει την εποχή μας, ενώ όλα θα έπρεπε να συντελούν στην κατάργησή τους.
Όπως η καινούρια βία είναι «χωρίς αντικείμενο», έτσι και αυτή η κούραση είναι «χωρίς αιτία». Δεν έχει καμία σχέση με την μυική και ενεργειακή κούραση. Δεν προέρχεται από σωματικό ξόδεμα. Μιλούνε βέβαια αυθόρμητα για «νευρικό ξόδεμα», για «κατάθλιψη» και για ψυχοσωματική μεταστροφή. Αυτού του τύπου η εξήγηση αποτελεί τώρα μέρος της μαζικής κουλτούρας: υπάρχει σε όλες τις εφημερίδες (και σε όλα τα συνέδρια). Ο καθένας μπορεί να οχυρωθεί πίσω της σαν πίσω από μια καινούρια προδηλότητα, με την κατηφή χαρά ότι τον πρόδωσαν τα νεύρα του. Βέβαια, αυτή η κούραση σημαίνει τουλάχιστον ένα πράγμα (ίδια λειτουργία αποκαλυπτική όπως η βία και η μη βία): ότι αυτή η κοινωνία που προβάλλεται και βλέπει τον εαυτό της πάντα σε συνεχή πρόοδο προς την κατάργηση της προσπάθειας, τη λύση των εντάσεων, προς μεγαλύτερη ευκολία και αυτοματισμό, είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία του stress, της έντασης, του doping, στην οποία ο συνολικός ισολογισμός ικανοποίησης δίνει ένα ολοένα μεγαλύτερο έλλειμμα, στην οποία η ατομική και συλλογική ισορροπία καταστρέφεται ολοένα περισσότερο όσο πολλαπλασιάζονται οι τεχνικές προϋποθέσεις της πραγματοποίησής της.
Οι ήρωες της κατανάλωσης είναι κουρασμένοι. Μπορούμε να προβάλλουμε διάφορες ερμηνείες στο ψυχο-κοινωνιολογικό επίπεδο. Αντί να εξισώνει τις ευκαιρίες και να ειρηνεύει τον κοινωνικό (οικονομικό, κύρους) ανταγωνισμό, η καταναλωτική διαδικασία κάνει πιο βίαιο, πιο οξύ τον ανταγωνισμό σε όλες του τις μορφές. Με την κατανάλωση, είμαστε επιτέλους μόνο μέσα σε μια κοινωνία γενικευμένου,ολοκληρωτικούανταγωνισμού, που παίζει σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, γνώση, πόθο, σώμα, σημεία και ενορμήσεις, και όλα τα πράγματα στο εξήςπαράγονταιως ανταλλακτική αξία σε μιαν ακατάπαυστη διαδικασία διαφοροποίησης και υπερ-διαφοροποίησης.
Μαζί με τον Chobart de Lawe, μπορούμε να δεχτούμε και ότι, αντί να συνταιριάζει, όπως προσποιείται πως κάνει, «τις βλέψεις, τις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις», η κοινωνία αυτή δημιουργεί ολοένα μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις, στα άτομα καθώς και στις κοινωνικές κατηγορίες, που διαφωνούν με την επιταγή του ανταγωνισμού και της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, και συγχρόνως με την στο εξής σφόδρα εσωτερικευμένη επιταγή να μεγιστοποιήσουν τις απολαύσεις. Με τόσους αντίθετους καταναγκασμούς, το άτομο διαλύεται. Η κοινωνική διαστρέβλωση των ανισοτήτων προστίθεται στην εσωτερική διαστρέβλωση ανάμεσα σε ανάγκες και βλέψεις, για να κάνει αυτήν την κοινωνία μια κοινωνία ολοένα περισσότερο ασυμφιλίωτη, αποσυντεθειμένη, σε κατάσταση «δυσφορίας». Η κούραση (ή «ασθένεια») θα ερμηνευτεί τότε σαν απάντηση, με μορφή παθητικής άρνησης, του σύγχρονου ανθρώπου σ’ αυτές τις συνθήκες ύπαρξης. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι αυτή η «παθητική άρνηση» είναι στην πραγματικότηταλανθάνουσα βία, και ως τέτοια, είναι μια μόνον από τις εφικτές απαντήσεις, που οι άλλες μορφές της είναι της ανοιχτής βίας. Και εδώ πάλι, πρέπει να ανασυστήσουμε την αρχή της αμφισημαντότητας. Κούραση, κατάθλιψη, νεύρωση μπορούν πάντα να μετατραπούν σε ανοιχτή βία, και αντιστρόφως. Η κούραση του πολίτη της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας δεν απέχει πολύ από την καλυμμένη απεργία, το φρενάρισμα, το «slowing down» των εργατών στα εργοστάσια, ούτε από την «ανία» του σχολείου. Όλα αυτά είναι μορφές παθητικής αντίστασης, «εσωστρεφούς» με την έννοια που μιλούμε για «εσωστρεφές νύχι», που αναπτύσσεται μέσα στην σάρκα, προς το εσωτερικό.
Πράγματι, θα πρέπει να αντιστρέψουμε όλους τους όρους της αυθόρμητης όρασης: η κούραση δεν είναι η παθητικότητα ως αντίθεση στην εξωτερική κοινωνική υπερκινητικότητα· είναι, απεναντίας,η μοναδική μορφή δραστηριότηταςπου μπορεί να εναντιωθεί, σε ορισμένες συνθήκες, στον καταναγκασμό της γενικής παθητικότητας που είναι ο καταναγκασμός των παρουσών κοινωνικών σχέσεων. Ο κουρασμένος μαθητής είναι εκείνος που υφίσταται παθητικά τον λόγο του καθηγητή. Ο κουρασμένος εργάτης, ο κουρασμένος γραφειοκράτης είναι εκείνοι που από τη δουλειά τους έχει αφαιρεθεί κάθε υπευθυνότητα. Η πολιτική «αδιαφορία», αυτή η κατατονία του σύγχρονου πολίτη, είναι η αδιαφορία του ανθρώπου που δεν λαμβάνει καμία απόφαση και διατηρεί μόνο την κοροϊδία του καθολικού δικαιώματος ψήφου. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό συμβαίνει σήμερα με την σωματική και ψυχική μονοτονία της δουλειάς στον ιμάντα μεταφοράς και στο γραφείο, με την μυική, αγγειακή, φυσιολογική καταληψία των επιβεβλημένων όρθιων ή καθιστών στάσεων, των στερεότυπων κινήσεων, όλης της χρόνιας αδράνειας και υποαπασχόλησης του σώματος στις κοινωνίες μας. Αλλά δεν είναι αυτό η ουσία, γι’ αυτό και ποτέ δεν θα γιατρέψουν την «παθολογική» κούραση με την άθληση και την μυική άσκηση, όπως λένε οι απλοϊκοί ειδήμονες (ούτε με τα ηρεμιστικά ή τα διεγερτικά). Γιατί η κούραση είναι μια καλυμμένη αμφισβήτηση, που στρέφεται εναντίον του εαυτού της και «εσωστρέφεται» στο σώμα της επειδή, σε ορισμένες συνθήκες, είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει το στερημένο άτομο. Όπως οι Μαύροι που εξεγείρονται στις πόλεις της Αμερικής ξεκινούν καίγοντας τις δικές τους συνοικίες.Η αληθινή παθητικότητα υπάρχει στη χαρούμενη συμμόρφωση στο σύστημα, στο «δυναμικό» στέλεχος, με το ζωηρό μάτι και τους φαρδιούς ώμους, που είναι τέλεια προσαρμοσμένο στην συνεχή του δραστηριότητα. Η κούραση είναι μια δραστηριότητα, μια λανθάνουσα, ενδημική, χωρίς αυτοσυνειδησία εξέγερση. Έτσι διασαφηνίζεται η λειτουργία της: το «slowing down» σε όλες του τις μορφές είναι (όπως η νεύρωση) η μοναδική διέξοδος για ν’ αποφύγουμε την πλήρη και γνήσια «break down». Και επειδή ακριβώς είναι μια (λανθάνουσα) δραστηριότητα μπορεί ξαφνικά να μετατραπεί σε ανοιχτή εξέγερση, όπως έδειξαν παντού τα γεγονότα του Μάη [του 1968]. Η αυθόρμητη, ολική μόλυνση, η «έκρηξη» του κινήματος του Μάη γίνεται κατανοητή μόνο με την ακόλουθη υπόθεση: αυτό που εκλαμβάναμε για ατονία, για απόλυτη αδράνεια, για γενικευμένη παθητικότητα ήταν στην πραγματικότητα ένα δυναμικό δυνάμεωνενεργώνως και μες στην παραίτησή τους, στην κούρασή τους, στην αμπωτίδα τους και άρα αμέσως διαθέσιμων δυνάμεων. Δεν έγινε θαύμα. Και η αμπωτίδα από τον Μάη και μετά δεν είναι, ούτε αυτή, μια ανεξήγητη «αντιστροφή» της διαδικασίας, είναι η μεταστροφή μιας μορφής ανοιχτής εξέγερσης σ’ έναν τρόπο λανθάνουσας αμφισβήτησης (και άλλωστε ο όρος «αμφισβήτηση» θα ίσχυε αυστηρά μόνο για τούτη την τελευταία μορφή: ορίζει τις πολλαπλές μορφές άρνησης που στιγμιαία διακόπτονται από μια πρακτική ριζικής αλλαγής).
Οπότε, για να συλλάβουμε το νόημα της κούρασης πρέπει, πέρα από τις ψυχο-κοινωνιολογικές ερμηνείες, να την ξανατοποθετήσουμε μέσα στη γενική δομή των καταθλιπτικών καταστάσεων. Αϋπνίες, ημικρανίες, κεφαλαλγίες, παθολογική βουλιμία ή ανορεξία, ατονία ή καταναγκαστική υπερδραστηριότητα: τυπικά διαφορετικά ή αντίθετα, τα συμπτώματα αυτά μπορούν στην πραγματικότητα να εναλλαγούν, να αντικαταστήσουν τα μεν τα δε –καθώς η σωματική «μεταστροφή» συνοδεύεται πάντα, και φτάνει μάλιστα να ορίζεται από την δυνητική «μετατρεψιμότητα» όλων των συμπτωμάτων. Ε λοιπόν –κι αυτό ακριβώς είναι το κεφαλαιώδες– αυτή η λογική της κατάθλιψης (δηλαδή, το ότι τα συμπτώματα «περιφέρονται», καθώς πια δεν συνδέονται με οργανικές βλάβες ή με πραγματικές δυσλειτουργίες) απηχεί τη λογική της κατανάλωσης (δηλαδή, το ότι, καθώς πια δεν συνδέονται με την αντικειμενική λειτουργία των αντικειμένων, ανάγκες και ικανοποιήσεις διαδέχονται άλληλες, παραπέμπουν οι μεν στις δε, αντικαθιστούν οι μεν τις δε σε συνάρτηση με μια θεμελιώδη ανικανοποίηση). Ο ίδιος ασύλληπτος, απεριόριστος χαρακτήρας, η ίδια συστηματική μετατρεψιμότητα διέπει την πλημμυρίδα των αναγκών και την «ρευστότητα» των συμπτωμάτων κατάθλιψης. Θα επανέλθουμε εδώ στην αρχή της αμφισημαντότητας, […], για να συνοψίσουμε την ολική, δομική εμπλοκή του συστήματος της κατανάλωσης και του συστήματος της σωματοποίησης (που μόνο μια πτυχή του αποτελεί η κούραση). Όλες οι διαδικασίες των κοινωνιών μας πηγαίνουν προς την κατεύθυνση μιας αποδόμησης, μιας διάλυσης της αμφισημαντότητας του πόθου. Καθώς ολοκληρώνεται στην ηδονή και στη συμβολική λειτουργία, η αμφισημαντότητα αυτή ξεφορτώνεται, αλλά με την ίδια λογική στις δυο έννοιες: όλη η θετικότητα του πόθου περνά μέσα στην αλυσίδα των αναγκών και των ικανοποιήσεων, όπου μεταβάλλεται σύμφωνα με έναν κατευθυνόμενο στόχο –όλη η αρνητικότητα του πόθου περνά στην ανεξέλεγκτη σωματοποίηση ή στην acting out της βίας. Έτσι φωτίζεται η βαθιά ενότητα όλης της διαδικασίας: καμία άλλη υπόθεση δεν μπορεί να εξηγήσει την πολλαπλότητα ξεκάρφωτων φαινομένων (αφθονία, βία, ευφορία, κατάθλιψη) που χαρακτηρίζουν όλα μαζί την «καταναλωτική κοινωνία» και που τα νιώθουμε πως όλα αναγκαστικά συνδέονται, αλλά που η λογική τους μένει ανεξήγητη στην οπτική μιας κλασικής ανθρωπολογίας.
Θα έπρεπε –αλλά δεν είναι εδώ το κατάλληλο μέρος– να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο την ανάλυση:

1.Της κατανάλωσης ως συνολικής διαδικασίας «μετατροπής», δηλαδή «συμβολικής» μεταβίβασης μιας έλλειψης σε μιαν ολόκληρη αλυσίδα σημαινόντων/αντικειμένων, που επενδύονται διαδοχικά ως επιμέρους αντικείμενα.
2.Να γενικεύσουμε τη θεωρία του επιμέρους αντικειμένου στις διαδικασίες σωματοποίησης –κι εδώ συμβολική μετατόπιση και επένδυση– πάνω στη βάση μιας θεωρίας του σώματος και της θέσης που αυτό κατέχει ως αντικείμενο στο σύστημα της νεοτερικότητας. Έχουμε δει ότι αυτή η θεωρία του σώματος είναι ουσιώδης για τη θεωρία της κατανάλωσης –αφού το σώμα είναι μια συνόψιση όλων αυτών των αμφισήμαντων διαδικασιών: επενδύεται ναρκισσιστικά ως αντικείμενο εξερωτισμένης μέριμνας και συγχρόνως επενδύεται «σωματικά» ως αντικείμενο ανησυχίας και επιθετικότητας.
«Είναι εντελώς κλασικό, σχολιάζει ένας ψυχο-σωματολόγος: βρίσκετε καταφύγιο στην κεφαλαλγία σας. Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο: λόγου χάρη μια κολίτιδα, αϋπνίες, διάφορα εξανθήματα ή εκζέματα, σεξουαλικές διαταραχές, βουλιμία, διαταραχές αναπνευστικές, πεπτικές, καρδιοαγγειακές…ή απλούστατα και το πιο συχνό: μια ακαταμάχητη κούραση».

Η κατάθλιψη ξεπροβάλλει, και έχει σημασία αυτό, εκεί που παύουν οι εργασιακοί καταναγκασμοί και αρχίζει (θα έπρεπε να αρχίζει) ο χρόνος της ικανοποίησης (ημικρανίες των γενικών διευθυντών από την Παρασκευή το βράδυ μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, αυτοκτονίες ή γρήγορος θάνατος «συνταξιούχων» κτλ.). Είναι διαβοήτο και ότι ο «χρόνος της σχόλης» βλέπει να αναπτύσσεται, πίσω από την θεσμική, τελετουργική σήμερα ζήτηση ελεύθερου χρόνου, μια αύξουσα ζήτηση για εργασία, για δραστηριότητα, μια καταναγκαστική ανάγκη να «κάνουμε», να «πράξουμε», πράγμα που έκαμε τους ευσεβείς ηθικολόγους μας να δουν σ’ αυτό μιαν απόδειξη ότι η εργασία είναι μια «φυσική τάση» του ανθρώπου. Πρέπει μάλλον να πιστέψουμε ότι σ’ αυτήν την μη οικονομική ζήτηση για εργασία εκφράζεται όλη η επιθετικότητα που μένει ανικανοποίητη στην ικανοποίηση και τη σχόλη. Αλλά δεν θα μπορούσε να λυθεί μ’ αυτό, αφού, καθώς έρχεται από το βάθος της αμφισημαντότητας του πόθου, αναδιατυπώνεται μ’ αυτό σε απαίτηση, σε «ανάγκη» για εργασία, και συνεπώς επανολοκληρώνει τον κύκλο των αναγκών, που ως γνωστόν είναι αδιέξοδος για τον πόθο.

Όπως η βία μπορεί να γίνει οικιακής χρήσεως, για να εξυμνήσει την ασφάλεια, έτσι και η κούραση καθώς και η νεύρωση μπορούν να ξαναγίνουν πολιτισμικό γνώρισμα διάκρισης. Κινητοποιείται τότε όλο το τελετουργικό της κούρασης και της ικανοποίησης, κατά προτίμηση στους καλλιεργημένους και τους προνομιούχους (μα η διάχυση αυτού του πολιτισμικού «άλλοθι» γίνεται πολύ γρήγορα). Στο στάδιο αυτό, η κούραση δεν είναι πια καθόλου ανομική, και τίποτε από τα όσα έχουμε πει δεν ισχύει γι’ αυτήν την «υποχρεωτική» κούραση: είναι κούραση «καταναλωνόμενη» και επιστρέφει στο κοινωνικό τελετουργικό ανταλλαγής ή standing.

 

* Μπωντρυγιάρ Ζαν, «Η κούραση»,Η καταναλωτική κοινωνία: οι μύθοι της, οι δομές της,Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 2005[2000], σσ. 225-230

Οι ιδεατοί τύποι στη σκέψη του Weber

Οι στοχαστές που θεμελίωσαν την επιστήμη της κοινωνιολογίας μας έδωσαν και κάποια εργαλεία με τα οποία επιχείρησαν να προσεγγίσουν και να ερμηνεύσουν τα σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα. Ένα από αυτά είναι και ο ιδεότυπος ή ιδεατός τύπος, ένα εργαλείο που κατασκεύασε ο Max Weber, ο σπουδαίος Γερμανός κοινωνιολόγος που εκτός των άλλων μας έδωσε τη θαυμάσια μελέτη του για τη σχέση του Προτενταστισμού με την καπιταλιστική κοινωνία.

 

Οι ιδεατοί τύποι στη σκέψη του Weber: Επιλέξαμε μια αφηρημένη σύνθεση για να δηλώσει την αφαιρετική διαδικασία που ακολούθησε ο κοινωνιολόγος.

Ο τρόπος που κατέληξε στην κατασκευή του ήταν μέσα από τη μελέτη που έκανε σε πραγματικές κοινωνικές δομές  είτε αυτές ήταν εργοστάσια είτε υπηρεσίες, συνήθως κρατικές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αποκρυσταλλώθηκαν τα κοινά χαρακτηριστικά που συνέλεξε. Στη συνέχεια, οδηγήθηκε σε μια αφηρημένη περιγραφή, η οποία τόνιζε τα κοινά και πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά τους.

Άρα, ο ιδεότυπος ως μεθοδολογικό εργαλείο προκύπτει μέσα από την αφαιρετική διαδικασία, η οποία τονίζει τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλες τις συγκεκριμένες κοινωνικές δομές.

Ένα παράδειγμα θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το τι είναι ο ιδεότυπος. Ο Weber μελέτησε, όπως είπαμε πολλά εργοστάσια αλλά και υπηρεσίες. Τα κοινά χαρακτηριστικά που διαπίστωσε ότι υπάρχουν σε όλα όσα μελέτησε ήταν:

  • ο καταμερισμός εργασίας,
  • η τήρηση αρχείων,
  • η ιεραρχική οργάνωση με ανώτερους και κατώτερους υπαλλήλους,
  • η ύπαρξη ωραρίου κ.ά.

Αυτά λοιπόν τα κοινά χαρακτηριστικά, θεωρώντας ότι λειτουργούν σωστά και στον υψηλότερο βαθμό εξορθολογισμού συγκροτούν τον ιδεατό τύπο της γραφειοκρατίας.  Ως εργαλείο έρευνας είναι σε πρώτο επίπεδο εξαιρετικά χρήσιμο, καθώς ο ερευνητής γνωρίζει ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει μια δομή για να χαρακτηριστεί για παράδειγμα γραφειοκρατική. Μάλιστα, μπορούμε να κάνουμε μια μεταφορά θεωρώντας τα ως εκμαγεία. Όσο πιο κοντά μια δομή βρίσκεται στον ιδεατό τύπο, στο εκμαγείο, τόσο πιο εξορθολογισμένη και λειτουργική είναι.

Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι ο όρος “γραφειοκρατία” δεν χρησιμοποιείται με την έννοια που της αποδίδουμε σήμερα, αλλά με την έννοια μιας διαδικασίας που αντανακλά τον εξορθολογισμό – βασικότατη έννοια στο έργο του Weber – στον οποίο έχουν φτάσει οι βιομηχανικές κοινωνίες.

Ο Μύθος της Γραφής στον Φαίδρο

Ένα από τα ζητήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο μελετητής του Πλατωνικού έργου είναι και η σχέση του φιλοσόφου με τον γραπτό λόγο. Συγκεκριμένα, αναφύεται εύλογο το ερώτημα πώς είναι δυνατόν ο Πλάτων να είναι τόσο πολυγραφότατος από τη μια και από την άλλη μέσα στους ίδιους τους διαλόγους να αποδοκιμάζει τον γραπτό λόγο. Ο μύθος της γραφής, όπως τον συναντάμε στον διάλογο “Φαίδρος”, ίσως μας δώσει κάποιες ενδείξεις για το ποια ήταν η πραγματική άποψη του Πλάτωνα για το ζήτημα. 

Παραθέτουμε το κείμενο. Η μετάφραση είναι του κυρίου Κάλφα. Ο σχολιασμός επίσης βασίζεται σε πολλά σημεία στις εξαιρετικές του παραδόσεις.

 

Ο Μύθος της Γραφής στον Φαίδρο: Για το κείμενό μας επιλέξαμε ένα πίνακαι του εγγονόπουλου βασισμένο στον ομώνυμο μύθο

Το κείμενο:

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Άκουσα μια ιστορία για έναν από τους παλιούς αιγυπτιακούς θεούς στην περιοχή της Ναύκρατης της Αιγύπτου. Πρόκειται γι’ αυτόν τον θεό που έχει ως ιερό πουλί την Ίβι και ο ίδιος ονομάζεται Θευθ. Είναι αυτός που πρώτος ανακάλυψε τον αριθμό και τους υπολογισμούς, τη γεωμετρία και την αστρονομία, ακόμη και τους πεσσούς και τους κύβους, και πάνω απ’ όλα τη γραφή. Βασιλιάς τότε όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς, και έδρα του είχε τη μεγάλη πόλη της Άνω Αιγύπτου που οι Έλληνες την αποκαλούν
Αιγυπτιακές Θήβες – τον Θαμού οι Έλληνες τον ονομάζουν Άμμωνα. Σ’ αυτόν λοιπόν ήρθε ο Θευθ, του επέδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι θα έπρεπε να διαδοθούν σε όλους τους άλλους Αιγυπτίους. Ο βασιλιάς τότε τον ρώτησε ποια είναι η ωφέλεια της καθεμιάς, και καθώς εκείνος του εξηγούσε, άλλες από τις εξηγήσεις τις επαινούσε και άλλες τις κατέκρινε
ανάλογα με ό,τι του φαινόταν σωστό ή λάθος. Λένε [ότι] πολλά καλά και πολλά κακά για
την καθεμιά τέχνη ειπώθηκαν – θα ήταν υπερβολικό να τα διηγηθούμε τώρα όλα. Κάποια στιγμή όμως έφτασαν και στη γραφή. «Αυτή η μάθηση, βασιλιά μου», είπε ο Θευθ, «θα κάνει τους Αιγύπτιους σοφότερους και θα αυξήσει τη μνήμη τους· γιατί βρέθηκε το φάρμακο της μνήμης και της σοφίας». Και ο Θαμούς του απάντησε: «Πολύτεχνε Θευθ, άλλος έχει την ικανότητα να γεννά τις τέχνες και άλλος να κρίνει αν οι τέχνες αυτές θα βλάψουν ή θα
ωφελήσουν όσους τις χρησιμοποιούν. Εσύ λοιπόν τώρα σαν πατέρας που είσαι της γραφής έδειξες εύνοια σ’ αυτήν και της προσέδωσες τις αντίθετες από τις πραγματικές της δυνατότητες. Γιατί η γραφή θα φέρει λήθη στις ψυχές όσων τη μάθουν, μια και αυτοί σίγουρα θα παραμελήσουν τη μνήμη τους· δείχνοντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν στη θύμισή τους κάτι όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά από κάποια ξένα εξωτερικά σημάδια. Αυτό που ανακάλυψες δεν είναι το φάρμακο της μνήμης
αλλά της υπόμνησης. Στους μαθητές σου δεν φέρνεις την αληθινή σοφία αλλά μόνο την επίφαση της σοφίας. Τους κάνεις να ακούν απλώς πολλά, χωρίς να τους διδάσκεις, και τελικά νομίζουν ότι γνωρίζουν και πολλά, ενώ κατά κανόνα δεν γνωρίζουν τίποτε· γίνονται μάλιστα φορτικοί σε κάθε συντροφιά αφού παριστάνουν τους σοφούς, χωρίς να είναι».

 

Οι επισημάνσεις του Σωκράτη

Ο μύθος ολοκληρώθηκε. Στη συνέχεια, ο Σωκράτης οδηγείται σε μια πρώτη ερμηνεία των όσων ειπώθηκαν.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αυτός λοιπόν που πιστεύει ότι θα αφήσει πίσω του κάποια τέχνη σε γραπτήμορφή [Μιλάμε για το σήμερα πια, το σήμερα του Πλάτωνα και του Σωκράτη, και όχι της Αιγύπτου.] όπως και ο αποδέκτης που θεωρεί ότι από τα γραπτά κείμενα θα προκύψει κάτι σαφές και βέβαιο, χαρακτηρίζονται από μεγάλη αφέλεια, αγνοούν πραγματικά αυτό που μάντεψε ο Άμμων, όταν θεωρούν ότι οι γραμμένοι λόγοι μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω από το να υπομνήσουν απλώς τον γνώστη το θέμα για το οποίο έχουν γραφεί.


ΦΑΙΔΡΟΣ. Πολύ σωστά.
[Απαντά ο Φαίδρος].


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Γιατί αυτό το κακό έχει η γραφή, Φαίδρε, και αληθινά μοιάζει με τη ζωγραφική. Τα γεννήματα της ζωγραφικής στέκονται μπροστά μας σαν να ’ναι ζωντανά. Αν όμως τα ρωτήσεις κάτι, σιωπούν μεγαλοπρεπώς. Το ίδιο κάνουν και οι γραμμένοι λόγοι· σου δίνουν την εντύπωση ότι σκέφτονται και σου μιλούν, αν όμως ρωτήσεις κάτι από αυτά που σου λένε, θέλοντας να το καταλάβεις, δηλώνουν ένα μόνο πράγμα, το ίδιο πάντοτε. Άπαξ και
γραφεί ο κάθε λόγος, σέρνεται από δω και από κει και φτάνει αδιακρίτως τόσο στα χέρια αυτών που τον καταλαβαίνουν όσο και στους εντελώς άσχετους, αφού ο ίδιος δεν ξέρει να πει σε ποιους πρέπει να πάει και σε ποιους όχι. Και όταν τον κακομεταχειρίζονται και άδικα τον κατηγορούν, πάντοτε χρειάζεται τη βοήθεια του πατέρα του, γιατί ο ίδιος ούτε
μπορεί να αμυνθεί ούτε να βοηθήσει τον εαυτό του.


ΦΑΙΔΡΟΣ. Και πάλι έχεις απόλυτο δίκιο.


Η θέση του Σωκράτη μοιάζει να είναι ξεκάθαρη: Ο γραπτός λόγος παρουσιάζει κάποια μειονεκτήματα τα οποία δεν μπορούμε να εξαλείψουμε, καθώς χαρακτηρίζουν την ίδια του τη φύση. Καταρχάς, ο γραπτός λόγος δεν επιδέχεται αλλαγής. Από τη στιγμή που θα γραφεί, παραμένει στην ίδια μορφή για πάντα. Δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι μπορεί να διαβαστεί, να πέσει σε μη επαρκή και καλοπροαίρετο αναγνώστη. Το τρίτο εγγενές μειονέκτημα είναι ότι ο γραπτός λόγος δεν κάνει διάλογο, δεν συνομιλεί. 

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε βέβαια ότι η σύγχρονη κειμενική θεωρία δεν δέχεται αυτή την άποψη. Σήμερα θεωρούμε πως ο κάθε αναγνώστης διαλέγεται με το κείμενο. Ποτέ το κείμενο δεν είναι το ίδιο, ακόμα και όταν αναφερόμαστε στο ίδιο άτομο, το οποίο το ξαναδιαβάζει.

Το εύλογο συμπέρασμα

Μέχρι αυτό το σημείο καταλαβαίνουμε ότι τα όσα λέει ο Σωκράτης ταιριάζουν απόλυτα και με όσα έπραξε ο ίδιος. Δεν έγραψε ποτέ τίποτα. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτό που διαβάζουμε είναι η γραφή του Πλάτωνα, ο οποίος στη συνέχεια της συζήτησης θα μας δώσει μια ερμηνεία για τον λόγο που κάποιος – άρα και ο ίδιος – μπορεί να χρησιμοποιήσει τον γραπτό λόγο ως έναν  βοηθό στην πραγματική άσκηση της φιλοσοφίας, που είναι φυσικά η διαλεκτική.

 

Η μικρή ανατροπή και το παίγνιον

Συνεχίζουμε, λοιπόν με τη συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Φαίδρο.

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Σκέψου όμως. Μπορείς να διακρίνεις κάποιο άλλο είδος λόγου συγγενή με τον προηγούμενο, αλλά αυθεντικό; Καταλαβαίνεις με ποιον τρόπο γεννιέται και πόσο καλύτερος και πιο αποτελεσματικός αυτός ο λόγος είναι;


ΦΑΙΔΡΟΣ. Ποιος είναι αυτός ο λόγος και πώς λες ότι δημιουργείται;


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αυτός ο λόγος που γράφεται με πραγματική γνώση στην ψυχή όποιου μαθαίνει. Αυτός που έχει τη δύναμη να υπερασπίσει τον εαυτό του· που γνωρίζει σε ποιους πρέπει να μιλά και σε ποιους πρέπει να σωπαίνει.


ΦΑΙΔΡΟΣ. Εννοείς βέβαια τον ζωντανό και έμψυχο λόγο του γνώστη. Και το σωστό θα ήταν να λέμε ότι ο γραπτός λόγος δεν είναι παρά είδωλο αυτού του λόγου.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ακριβώς έτσι. Πες μου όμως κι αυτό. Τι λες ότι θα έκανε ο συνετός γεωργός; Όσους σπόρους φροντίζει και θα ήθελε να του δώσουν καρπό, θα τους έσπερνε στα σοβαρά το καλοκαίρι στους κήπους του Άδωνη και θα χαιρόταν να τους βλέπει να βλαστάνουν ωραία μέσα σε οκτώ μέρες ή μήπως, όταν θα έκανε κάτι τέτοιο, θα το έκανε μόνο για παιχνίδι και για γιορτή; Όταν όμως θα είχε σοβαρό στόχο, δεν θα έκανε χρήση
της γεωργικής τέχνης και δεν θα έσπερνε στο κατάλληλο έδαφος ελπίζοντας ότι η σπορά θα ολοκληρωνόταν τον όγδοο μήνα;


ΦΑΙΔΡΟΣ. Έτσι είναι, Σωκράτη, άλλα πράγματα τα κάνει με σοβαρότητα και άλλα τα κάνει με άλλον τρόπο, όπως το λες.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τι θα πούμε τώρα όμως, ότι αυτός που γνωρίζει τα δίκαια, τα ωραία και τα καλά έχει λιγότερο μυαλό από τον γεωργό για την καλλιέργεια και των δικών του σπόρων;


ΦΑΙΔΡΟΣ. Όχι βέβαια.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Δεν θα σκεφτεί λοιπόν σοβαρά να «γράψει με μελάνι στο νερό» αρχίζοντας να σπέρνει με την πένα του
λέξεις που δεν έχουν τη δύναμη
ούτε να υπερασπίσουν με λόγια τον εαυτό τους ούτε να διδάξουν σωστά την αλήθεια.


ΦΑΙΔΡΟΣ. Μάλλον όχι. Έτσι φαίνεται.

 

Οι κήποι του Άδωνη

Οι κήποι του Άδωνη ήταν κάποιες γλάστρες στις οποίες τοποθετούσαν χώμα ενισχυμένο με κάποιο λίπασμα, που είχε την ιδιότητα να κάνει τα φυτά να ανθίζουν πολύ γρήγορα μέσα σε ελάχιστες μέρες, αλλά και να μαραίνονται σχεδόν αμέσως. Ήταν μια μορφή παιχνιδιού που εξυμνούσε με τον τρόπο της την ομορφιά του εφήμερου, κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι η φιλοσοφία που αναζητά τη μια και μοναδική αλήθεια κατά τον φιλόσοφό μας. 

Ο φιλόσοφος λοιπόν τους δικούς του σπόρους θα τους σπείρει στο κατάλληλο έδαφος και με τον σωστό τρόπο (διαλεκτική). Θα είναι υπομονετικός, ώστε ο καρπός που θα παραχθεί να μην είναι εφήμερος.

 

Ο ρόλος της γραφής

Ας παρακολουθήσουμε τη συνέχεια του διαλόγου:

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Όχι βέβαια. Τους κήπους της γραφής θα τους σπείρει μάλλον για να διασκεδάσει και όταν γράφει, θα γράψει συλλέγοντας υπομνήματα για τον εαυτό του –καθώς η λήθη έρχεται με τα γηρατειά– και για όποιον άλλο
ακολουθήσει τα ίδια ίχνη. Και θα χαρεί όταν θα δει τους κήπους του να ανθίζουν απαλά. Τον καιρό που οι άλλοι ρίχνονται σε άλλα παιχνίδια, και ποτίζουν τον εαυτό τους στα συμπόσια και σε άλλες παρόμοιες συναναστροφές, τότε εκείνος, όπως φαίνεται, θα προτιμήσει να περάσει τη ζωή του με τα παιχνίδια που μόλις περιέγραψε.

Άρα, αν και η γραφή είναι υποδεέστερη του προφορικού λόγου έχει μια θέση στο οπλοστάσιο του φιλοσόφου, ως φάρμακο για τα γηρατειά, ως μια ενασχόληση πιο ευγενής από το χάσιμο του χρόνου σε συμπόσια και ανώφελες διασκεδάσεις. Μοιάζει να λέει ο Σωκράτης ότι είναι χρήσιμο να κρατάς σημειώσεις για όσα ουσιώδη έχουν εξαχθεί με τη διαλεκτική. Αυτό θα σου δίνει τη δυνατότητα να ανατρέχεις καθώς θα εξασκείς την ουσιαστική φιλοσοφία που βασίζεται στην προφορικότητα. Χρησιμοποιώντας μια Αριστοτελική διατύπωση θα λέγαμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια τέχνη υπηρετική.

 

Η κατακλείδα

Ακολουθούμε τη συνομιλία:

ΦΑΙΔΡΟΣ. Ένα πανέμορφο παιχνίδι βάζεις δίπλα σε ένα τιποτένιο.
Έχουμε δύο παιχνίδια δηλαδή, το ένα είναι καλό και το άλλο τιποτένιο. Πόσο ωραιότερο είναι να μπορεί κανείς να διασκεδάζει με γραπτούς λόγους
φτιάχνοντας μύθους για τη δικαιοσύνη και για τα άλλα θέματα που εσύ συζητάς.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Έτσι είναι [το συμπέρασμα του Σωκράτη] αγαπητέ μου Φαίδρε. Πιστεύω όμως ότι πολύ ωραιότερη είναι η σοβαρή ενασχόληση με αυτά τα θέματα, όταν κάποιος χρησιμοποιεί τη διαλεκτική τέχνη και αφού βρει την κατάλληλη ψυχή φυτεύει και σπέρνει μέσα του λόγους με αληθινή γνώση· [γνώση πρέπει να έχεις για να διδάξεις] λόγους ικανούς να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και αυτόν που τους φύτεψε· λόγους όχι άκαρπους αλλά γόνιμους, απ’ όπου αναφύονται και νέοι λόγοι σε άλλες ψυχές, και έτσι διατηρούν πάντοτε μέσα τους αθάνατο το σπέρμα και φέρνουν στον κάτοχό τους την ευδαιμονία – όσο βέβαια αυτό είναι δυνατό στον άνθρωπο.
.

Πώς πρέπει τελικά να ασκείται η φιλοσοφία

Στο τελευταίο απόσπασμα ο Σωκράτης μας δίνει ανάγλυφα τη σκέψη του για τις τρεις προϋποθέσεις με τις οποίες πρέπει να ασκείται η φιλοσοφία. Καταρχάς, η φιλοσοφία είναι προφορική. Η μέθοδος εξάσκησής της είναι η διαλεκτική. Το δεύτερο προαπαιτούμενο εκ μέρους του δασκάλου, του οδηγού σ’αυτό το δρόμο είναι να είναι πραγματικός γνώστης. Και τρίτη προϋπόθεση είναι ο μαθητής να είναι ο κατάλληλος, όχι μόνο για να κατανοήσει ο ίδιος αλλά και για να σπείρει ο ίδιος με τη σειρά του στις κατάλληλες ψυχές.

Σε όλη αυτή την πορεία, να που η γραφή ως υπόμνηση μπορεί να σταθεί αρωγός.

 

Ο Πλάτων και ο Μύθος

 

Ο Πλάτων και ο Μύθος: Απεικόνιση της μορφής του Ανδρόγυνου, όπως παρουσιάζεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.

 

Ο Πλάτων – εκτός των άλλων –  εισάγει ένα ξεχωριστό είδος λόγου το οποίο θεωρεί κατάλληλο για τη φιλοσοφία. Μέχρι την εποχή που γράφονται τα έργα του, ο φιλοσοφικός λόγος είχε συχνά εκφορά στίχου ή ρητορικού λόγου. Άρα, από τη μια έχουμε εκφορά ποιητική και από την άλλη έναν λόγο που θυμίζει αγορεύσεις στα δικαστήρια ή σε δημόσιες συνελεύσεις. Παρατηρούμε ότι στους Πλατωνικούς διαλόγους υπάρχει συχνά συζήτηση σχετικά με τον ρόλο τόσο της ποίησης όσο και της ρητορικής. Εκείνη την εποχή οι εκπρόσωποι της κάθε μορφής λόγου διεκδικούσαν να επιβάλλουν το δικό τους είδος ως το καταλληλότερο για τη φιλοσοφία.

Ο Πλάτων ορίζει – και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά – τη φιλοσοφία ως ξεχωριστό πνευματικό κλάδο. Την αντιδιαστέλλει τόσο από τη ρητορική όσο και από την ποίηση. Θεωρεί ότι και οι δύο οδηγούν σε ψευδή γνώση , σε σοφιστεία. Αντίθετα, η φιλοσοφία ορίζεται ως εκείνη η πνευματική διαδικασία που οδηγεί στην αλήθεια. Μάλιστα, αυτό γίνεται με τρόπο διαλεκτικό, άρα με έναν τρόπο που επιτρέπει την αμφισβήτηση, την αντίθετη άποψη. Ο ποιητικός και ρητορικός λόγος είναι κατά τον Πλάτωνα μια μορφή μονολόγου. Δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση ή την απόρριψη θέσεων με στόχο να αναδυθεί η αλήθεια. Επομένως, αυτές οι δύο μορφές λόγου χαρακτηρίζονται ως ακατάλληλες για τη φιλοσοφική αναζήτηση.

 

Ένα νέο είδος γραφής

Συνδυάζοντας πολλά επιμέρους είδη λόγου ο Πλάτων οδηγείται να δημιουργήσει σταδιακά έναν εξαιρετικά γοητευτικό και προσωπικό λόγο. Πολλά είναι τα σημεία στο Πλατωνικό έργο, όπου αναμειγνύεται η ποίηση, η ρητορική αλλά και η λογική επιχειρηματολογία. Αναφύεται λοιπόν εύλογα το ερώτημα γιατί ο Πλάτων χρησιμοποιεί μύθους από τη στιγμή που φαίνεται να αντιμάχεται αυτούς που κατεξοχήν τους χρησιμοποιούν, δηλαδή τους ρήτορες και τους σοφιστές.

Μια πρώτη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι ο φιλόσοφος βρίσκει προβληματικές για τη φιλοσοφία ορισμένες απόψεις και κυρίως την αντίληψη σοφιστών και ποιητών ότι εκφέρουν αυθεντική γνώση. Δεν απορρίπτει ωστόσο, εξ αρχής κάποια είδη λόγου με το σκεπτικό ότι χρησιμοποιούνται από τις προαναφερθείσες ομάδες. Θεωρεί αντίθετα ότι με την κατάλληλη χρήση τους και την ενσωμάτωσή τους σε κείμενα που βασίζονται στη διαλεκτική τα είδη αυτά μπορούν να αποβούν ωφέλιμα. Άρα, τα συγκεκριμένα είδη λόγου είναι αναγκαίο να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο κειμενικό πλαίσιο.

 

Η θεατρική σκηνή και η διαλεκτική

Έχουμε ξαναπεί ότι, όταν διαβάζουμε ένα Πλατωνικό διάλογο αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεατρική σκηνή και ότι μια παράσταση εκτυλίσσεται μπροστά μας. Ο φιλόσοφος επιλέγει ως κυρίαρχο όχημα με το οποίο θα μεταδώσει τη σκέψη του το διάλογο. Η επιλογή δεν είναι φυσικά τυχαία. Έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με αυτό που θεωρεί ο ίδιος ότι πρέπει να είναι η φιλοσοφία.

Καταρχάς τόσο ο ίδιος όσο και ο Σωκράτης προϋποθέτουν την ύπαρξη της μίας και απόλυτης αλήθειας. Θεωρούν ότι ο τρόπος για να την αποκαλύψουν είναι η διαλεκτική. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια απλή αναζήτηση μέσω ενός απλού διαλόγου. Αντίθετα, η διαλεκτική είναι μια πολύ συγκεκριμένη μορφή διαλόγου κατά την εκτύλιξη του οποίου επιδιώκουμε να διερευνήσουμε την αλήθεια μιας θέσης ακολουθώντας τον λόγο, όπου αυτός μας οδηγεί. Άρα, είναι σημαντικό να είμαστε ανοιχτοί στην έκπληξη και στο απρόβλεπτο. Ας μη ξεχνάμε ότι τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη η έκπληξη είναι η αρχή της πορείας προς τη φιλοσοφία. Δε μας ενδιαφέρει να πείσουμε, μας ενδιαφέρει να ανακαλύψουμε. Η διαλεκτική είναι ένας δρόμος. Τον δημιουργούμε, καθώς βαδίζουμε. Είναι η κατεξοχήν μέθοδος, η οποία αναζητά, ερευνά και επιχειρηματολογεί. Σε καμία περίπτωση δεν είναι η υποστήριξη μιας θέσεως, όπως συμβαίνει στη ρητορική.

Κατανοούμε λοιπόν ότι για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι εν τέλει η διαλεκτική. Τα ζητούμενά της εντοπίζονται στον χώρο της Ηθικής και μάλιστα με την αναζήτηση του εντοπισμού των αξιών. Συνεπακόλουθα και εφόσον ο φιλόσοφος πρεσβεύει μια νοησιαρχική ηθική τα ζητούμενα της διαλεκτικής σχετίζονται και με το ζήτημα της γνώσης. Πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η φύση της, ποιοι είναι οι διαβαθμοί της.

Πολύ συχνά λοιπόν στα κείμενά μας διαπλέκονται η Ηθική και η Γνωσιολογία. Φυσικά αυτές είναι δικές μας μεταγενέστερες κατηγοριοποιήσεις. Ακόμα δεν έχουν εμφανιστεί στην Ιστορία της φιλοσοφίας ως ξεχωριστοί κλάδοι. Το πόσο ο Πλάτων πιστεύει στην ανάγκη οι θέσεις να εξετάζονται, να κρίνονται, να επαναξιολογούνται φαίνεται και από την κατάληξη που έχουν οι περισσότεροι διάλογοί του.

 

 

Η συνήθης κατάληξη των Πλατωνικών διαλόγων

Ακόμα και όταν αφήνει να διαφανεί ότι μια θέση επικρατεί παρατηρούμε ότι σε επόμενους διαλόγους η θέση αυτή επανεξετάζεται ή και αναθεωρείται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Νόμων που ως κείμενο διαφοροποιείται από τις θέσεις που εκφέρονται στην Πολιτεία, όσον αφορά την πολιτική θεωρία. Ο Πλάτων εκθέτει και συχνά αφήνει τους αναγνώστες να συνεχίσουν τη διερεύνηση που έμεινε ανοιχτή στο τέλος του διαλόγου.

Είναι το κατάλληλο σημείο εδώ να αναφερθούμε και στην περίφημη Σωκρατική άγνοια. Αντίθετα, από αυτό που πολλές φορές θεωρούμε ο Σωκράτης στους πρώιμους διαλόγους δεν διακρίνεται από άγνοια ή σκεπτικισμό. Αυτό για το οποίο διακρίνεται είναι η αποφυγή δέσμευσης σε κάποια συγκεκριμένη θέση. Ένας βασικός λόγος που δικαιολογεί αυτή τη στάση είναι πως για να καταλήξουμε σε μια συγκεκριμένη θέση πρέπει πρώτα να έχουμε περάσει από τη διαδικασία της διαλεκτικής. Άρα, ο Σωκράτης δεν θα μπορούσε να εκφέρει άποψη καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με όσα πρέσβευε για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούμε στο δρόμο για την εύρεση της αλήθειας. Για τον Σωκράτη αυτό που είναι σημαντικό είναι η ίδια η διαδικασία. Αυτήν προκρίνει, αυτή θεωρεί απαραίτητο να ακολουθηθεί.

Ας δώσουμε ένα ακόμη παράδειγμα. Στον διάλογο “Θεαίτητος”, οι τρεις προτάσεις που αφορούν το ερώτημα το τι μπορεί να θεωρηθεί ως γνώση απορρίπτονται ως ανεπαρκείς. Η απορία θα είναι η κατάληξη του διαλόγου και το θέμα θα παραμείνει ανοιχτό. Η συνέχιση της διαλεκτικής από τον καθένα χωριστά προβάλλει ως η καταλληλότερη αξιοποίηση των όσων προηγήθηκαν στον διάλογο.

 

Ο Πλάτων και ο Μύθος

Ο διάλογος είναι το βασικό όχημα που χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος. Χρησιμοποιεί ωστόσο και μεταφορές, αναλογικούς συλλογισμούς, παραδείγματα παρμένα από τη μυθολογία και διάφορες μορφές αφήγησης. Όλες αυτές τις ξεχωριστές μορφές λόγου τις χαρακτηρίζει με τον γενικό όρο “μύθος”. Μάλιστα αντιδιαστέλλει τον όρο από τον αντίστοιχο όρο “λόγος”. Για τους περισσότερους από εμάς ο Πλάτων είναι γνωστός για αυτά τα αποσπάσματα του έργου του, πολλά από τα οποία είναι αριστουργηματικά δείγματα ενός απίστευτου λογοτεχνικού ταλέντου.

Τελικά, είναι φιλοσοφικά σημαντικοί οι μύθοι; Η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι καταρχάς καταφατική. Για να κατανοήσουμε καλύτερα όμως τη χρήση του μύθου εκ μέρους του φιλοσόφου είναι σημαντικό να κάνουμε μια διάκριση. Ο Πλάτων διακρίνει δύο είδη ποιητικού λόγου: Το πρώτο είδος είναι η μίμηση. Ταυτίζει το είδος με τους μύθους που χρησιμοποιεί και τον τρόπο που τους χρησιμοποιεί το αρχαίο δράμα, τόσο η τραγωδία, όσο και η κωμωδία.  Στην άλλη πλευρά τοποθετεί τη διήγηση που δεν μιμείται. Καταδικάζει την πρώτη μορφή και όχι τη δεύτερη, την οποία και αξιοποιεί.

Η διήγηση είναι συμβατή με το πνεύμα της διαλεκτικής, διότι επιδέχεται ερμηνείας αντίθετα η μίμηση είναι κάτι το παγιωμένο που δεν επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες μέσω της διαλεκτικής. Από την άλλη μεριά ο Πλάτων γνωρίζει ότι υπάρχουν περιοχές της ανθρώπινης  ζωής που η διαλεκτική είναι δύσκολο να εισχωρήσει. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσουμε πάθη, όπως ο φόβος μέσω της διαλεκτικής και μόνο. Εκεί η συνδρομή της μυθολογικής αφήγησης είναι πολύτιμη.

Αν αναρωτηθούμε γιατί θα πρέπει, για παράδειγμα, να αντιμετωπίσουμε τον φόβο, η απάντηση είναι ότι τόσο για τον φιλόσοφο που μελετάμε, όσο και γενικά για το σύνολο της αρχαίας φιλοσοφίας το ζητούμενο μέσα από την άσκησή της είναι και η κατάκτηση της ευδαιμονίας. Μάλιστα ως ευδαιμονία εδώ μπορούμε να φανταστούμε κάτι αντίστοιχο με τον όρο που συναντάμε στην επιστήμη της ψυχολογίας, την αυτοπραγμάτωση, την ολοκλήρωση του ατόμου στο πλαίσιο της κοινωνικής του ζωής και προσφοράς. Επομένως, ο μύθος εδώ μπορεί να λειτουργήσει και ως ένα επιπλέον όπλο προς την κατεύθυνση αυτή.

 

 

Βασικές διαφορές Μύθου και Λόγου

Τα όρια ανάμεσα στον Μύθο και τον Λόγο έχουν απασχολήσει τη θεωρία του κειμένου σε μεγάλο βαθμό. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο μύθος δεν είναι απλά μια μυθοπλασία αλλά στην πραγματικότητα ένας καθιερωμένος τρόπος ομιλίας που την εποχή για την οποία μιλάμε ακολουθούσε αυστηρές κειμενικές συμβάσεις.

Σε κάθε περίπτωση όμως, μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιες διαφορές τουλάχιστον στο επίπεδο που μας ενδιαφέρει και το οποίο είναι η χρήση τους στο Πλατωνικό έργο.

Έτσι λοιπόν:

  • Και στον μύθο ενδέχεται να να παρατηρήσουμε τεκμηρίωση, όπως επίσης και σχέσεις αιτιότητας. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο σε όλες τις περιπτώσεις. Πολύ συχνά δεχόμαστε σημεία χωρίς τεκμηρίωση και μάλιστα σημεία που μεταξύ τους είναι και αντιφατικά πολλές φορές.
  • Αν επιχειρήσουμε να στηρίξουμε μια θέση σε έναν μύθο, η στήριξη αυτή είναι κατ’ανάγκην ελλειμματική.
  • Ως συνέπεια η αξίωση που μπορούμε να αποδώσουμε στην αλήθεια που εκφέρει ο μύθος ή ο λόγος είναι διαφορετική κατά περίσταση. Στον μύθο μπορούμε να δεχτούμε ότι ένα τμήμα του είναι ψευδές και κάποιο άλλο αληθές. Αυτό δεν ισχύει στον λόγο. Ο λόγος μπορεί να είναι ή συνολικά ψευδής ή συνολικά αληθής.
  • Επομένως η χρήση του μύθου μπορεί να είναι ενισχυτική, όχι αποδεικτική.

 

 

Η αξία του Μύθου

 

Καλό θα ήταν στον επίλογο του κειμένου μας να παραθέσουμε τα ίδια τα λόγια του Σωκράτη στον διάλογο “Φαίδων”. Εκεί ο Σωκράτης χρησιμοποιεί έναν μύθο για να ενισχύσει τη θέση του σχετικά με την αθανασία της ψυχής. Ας παρακολουθήσουμε το κείμενο σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη:

“Συνηθίζουν λοιπόν να λένε πως όταν κανείς πεθάνει, ο δαίμων του καθενός,αυτός που τον φροντίζει και ζωντανό, τον παίρνει και τον οδηγεί σε κάποιον τόπο, εκεί που συναθροίζουνται οι νεκροί για να κριθούν κι έπειτα να αρχίσουν την πορεία τους στον Άδη με οδηγό εκείνον που έχει προσταχτεί να τους οδηγήσει. Κι αφού λάβουν την τύχη που είναι να λάβουν και μείνουν το διάστημα που πρέπει, άλλος οδηγός τους φέρνει πάλι εδώ, έπειτα από πολλά και μεγάλα γυρίσματα του καιρού. Αυτή η πορεία δεν είναι λοιπόν, όπως την παρουσιάζει ο Τήλεφος του Αισχύλου·γιατί εκείνος λέει πως ο δρόμος που μας φέρνει στον Άδη είναι απλός, ενώ δεν είναι μήτε απλός μήτε μοναδικός καθώς μου φαίνεται· αν ήταν έτσι δεν θα χρειάζουνταν οδηγός· ούτε θα τον έχανε κανείς αν ήταν ένας και μόνο. Αλλά μοιάζει να έχει πολλά παρακλάδια και σταυροδρόμια καθώς απεικάζω από τις παραδομένες συνήθειες της λατρείας μας. Λοιπόν η σωστή και φρόνιμη ψυχή συμμορφώνεται και δεν αγνοεί αυτά που της συμβαίνουν· αλλά εκείνη που οι επιθυμίες τη δένουν με το σώμα, όπως έλεγα στην αρχή, εκείνη που το σώμα και ο ορατός τόπος τη γεμίζουν τρόμους με πολλές αντιστάσεις και πολλά παθήματα, καταναγκαστικά και δύσκολα, πηγαίνει καθώς την οδηγεί ο προσταγμένος δαίμων. Κι όταν φτάσει όπου και οι άλλες, η ακάθαρτη, αυτή που έπραξε κάτι μιαρό, άδικους φόνους ή άλλα τέτοια που μοιάζουν σαν αδέρφια μ᾽ αυτές τις πράξεις ή με πράξεις που κατεργάστηκαν αδερφές ψυχές- αυτή την ψυχή, όλοι την αποφεύγουν, όλοι αποτραβιούνται από κοντά της και κανείς δε θέλει να γίνει σύντροφος ή οδηγός της· κι αυτή περιπλανιέται ολωσδιόλου χαμένη, ώσπου να περάσουν κάποιοι καιροί, και τότε η ανάγκη τη φέρνει στην κατοικία που της πρέπει. Αλλά η ψυχή που πέρασε τη ζωή της καθαρά και μετρημένα και βρήκε θεούς για συντρόφους και οδηγούς στο δρόμο της, κατοικεί αμέσως στον τόπο που της πρέπει.”

Ο ίδιος ο Σωκράτης θα παρατηρήσει μετά την εξιστόρηση των μύθων τα εξής:

“Το να υποστηρίζει κανείς ότι αυτά είναι όντως έτσι όπως τα παρουσίασα εγώ, δεν ενδείκνυται για νοήμονα άνθρωπο. Όμως ή ότι τα πράγματα είναι έτσι ή κάπως έτσι σχετικά με τις ανθρώπινες ψυχές και τις μετοικίσεις τους, αφού η ψυχή φαίνεται ότι είναι αθάνατη, αυτό πιστεύω ότι είναι μια άποψη που θα πρέπει και αξίζει να διακινδυνεύσει να νομίζει κανείς ότι είναι έτσι. Γιατί είναι καλός ένας τέτοιος κίνδυνος. Και πρέπει να χρησιμοποιούμε τέτοιο λόγο για να γοητεύουμε τους εαυτούς μας, για τον λόγο αυτό και τραβώ σε μάκρος αυτόν τον μύθο.

Φαίδων 114d1-8

 

Τα όρια του Μύθου

Είναι σαφές λοιπόν ότι ο μύθος δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κυριολεκτικά, όπως η λογική επιχειρηματολογία, διότι ο μύθος δεν φιλοδοξεί να είναι ακριβής και σαφής, όπως η επιχειρηματολογία. Αυτή η έλλειψη στερεί από τον μύθο τη δυνατότητα να θεμελιώσει συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ωστόσο, και ο μύθος θα μας πει ο Σωκράτης μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα. Ο ακροατής του μύθου πρέπει ωστόσο, να είναι επιφυλακτικός. Ακόμα και η καλύτερη ερμηνεία του μύθου μπορεί να μας οδηγήσει μόνο στο πιθανό, όχι στο βέβαιο.

Κάθε ερμηνεία είναι αβέβαιη. Αυτό ακριβώς μας δείχνει και σε ποια σημεία είναι ταιριαστό να χρησιμοποιούμε τους μύθους. Ο Πλάτων αποδέχεται ότι υπάρχουν ζητήματα, όπως για παράδειγμα η αθανασία της ψυχής για τα οποία η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Εκεί ακριβώς έρχεται η κατάλληλη χρήση του μύθου. Παιδευτική, επισημαίνουσα…

 

Βιβλιογραφία και πηγές:

Βασίλης Κάλφας: Διαδικτυακά μαθήματα στο mathesis

Γιώργος Καραμανώλης: “Γιατί ο Πλάτων χρησιμοποιεί μύθους;”

Lambros Couloubaritsis, Histoire de la philosophie ancienne et médiévale.

Το πρώτο μέρος του σεμιναρίου για τους Πλατωνικούς μύθους

Ευχαριστούμε θερμά τους φίλους και τις φίλες που συμμετείχαν στο πρώτο μέρος του σεμιναρίου για τους Πλατωνικούς μύθους.  Μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα απόσπασμα στο κανάλι μας στο youtube. Και πάλι από το κανάλι του Φιλολογικού στο youtube ανανεώνουμε το ραντεβού μας για την επόμενη Τετάρτη στις 7.

Διαδικτυακά οι Μύθοι του Πλάτωνα για μικρούς και μεγάλους

 

Το Φιλολογικό ανταποκρινόμενο στην παρούσα δύσκολη κατάσταση παρέχει στους μαθητές του όλων των τάξεων το σύνολο των μαθημάτων διαδικτυακά, ήδη από τις 12 Μαρτίου.

Στο πλαίσιο αυτό ξεκινά και το διαδικτυακό σεμινάριο με θέμα τους μύθους του Πλάτωνα, το οποίο και παρέχεται δωρεάν. Η συμμετοχή είναι ελεύθερη τόσο για ενήλικες, όσο και για μαθητές που επιθυμούν να μυηθούν στη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα.

Καθώς θα προσεγγίσουμε τον φιλόσοφο και την εποχή του μέσα από τους γοητευτικούς μύθους του, το σεμινάριο δεν απαιτεί κάποια φιλοσοφική προπαιδεία παρά μόνο την επιθυμία και τη διάθεση για γνώση.

Ο καθένας μας από το σπίτι του θα μπορεί να θέσει ερωτήματα και να εκθέσει τον προβληματισμό του.

Μένουμε όλοι στα σπίτια μας και συμμετέχουμε στο γοητευτικό ταξίδι της γνώσης, προστατεύοντας τους εαυτούς μας και τους συνανθρώπους μας.

 

Έναρξη σεμιναρίου: Τετάρτη 18 Μαρτίου στις 19:00

.

Για περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής, επικοινωνήστε μαζί μας:

210 4941314

contact@filologiko.edu.gr

facebook: Φιλολογικό

 

 

 

Κείμενο Ιωάννη Χρυσοστόμου

Την 30η Ιανουαρίου το Φιλολογικό θα παραμείνει κλειστό λόγω της εορτής των τριών ιεραρχών. Παραθέτουμε κείμενο του Ιωάννη Χρυσοστόμου, το οποίο περιλαμβάνεται και στον Φάκελο υλικού.

 

Ιωάννης Χρυσόστομος :Επιλέξαμε μια εικόνα βιβλίων για να παραθέσουμε το κείμενο του Ιωάννη Χρυσοστόμου για την εορτή των τριών Ιεραρχών.
Σύγκρισις βασιλικῆς δυναστείας προς Μοναχόν

Bασιλεὺς γὰρ ὡς ἀληθῶς [ἐστιν] ὁ κρατῶν θυμοῦ καὶ φθόνου καὶ ἡδονῆς, καὶ [ὁ] ἄγων πάντα ὑπὸ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ καὶ [ὁ] τηρῶν τὸν νοῦν ἐλεύθερον, καὶ [ὁ] οὐκ ἐῶν τὴν δεσποτείαν τῶν ἡδονῶν ἐνδυναστεῦσαι τῇ ψυχῇ. Τὸν τοιοῦτον ἡδέως ἂν εἶδον ἄρχοντα καὶ δήμων καὶ γῆς καὶ θαλάσσης, καὶ πόλεων καὶ δήμων καὶ στρατοπέδων. Ὁ γὰρ ἐπιστήσας τὸν λογισμὸν τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς, ῥᾳδίως ἂν ἐπισταίη καὶ ἀνθρώποις μετὰ τῶν θείων νόμων, ὥστε αὐτὸν εἶναι τοῖς ἀρχομένοις ἐν τὰξει πατρός, ὁμιλοῦντα ταῖς πόλεσιν μετὰ πάσης ἡμερότητος. Ὁ δὲ δοκῶν ἄρχειν μὲν ἀνθρώπων, δουλεύων δὲ θυμῷ καὶ φιλαρχίᾳ καὶ ἡδοναῖς, πρῶτον μὲν δόξειεν ἂν τοῖς ἀρχομένοις εἶναι καταγέλαστος, ὅτι φορεῖ μὲν στέφανον λιθoκόλλητον καὶ χρυσοῦν, οὐκ ἐστεφάνωται δὲ σωφροσύνῃ, καὶ λάμπεται μὲν ὅλον τὸ σῶμα ἁλουργίδι, ἔχει δὲ τὴν ψυχὴν ἀκόσμητον.Ἔπειτα δὲ οὐδὲ ἐπιστήσεται ὅπως μεταχειρίσαιτο τὴν ἀρχήν· ὁ γὰρ μὴ δυνηθεὶς ἄρχειν ἑαυτοῦ, πῶς ἂν δυνηθείη κατευθύνειν ἑτέρους τοῖς νόμοις

 

Ενδεικτική μετάφραση

Στην πραγματικότητα, βασιλιάς είναι αυτός που κυριαρχεί στον θυμό, στον φθόνο και στην ηδονή, αυτός που φέρει τα πάντα κάτω απ’το νόμο του Θεού, που κρατά ελεύθερο το μυαλό του και δεν αφήνει την κυριαρχία των ηδονών να εξουσιάσει την ψυχή του. Τον τέτοιου είδους άνθρωπο θα τον έβλεπα με ευχαρίστηση κυβερνήτη και λαών και στεριάς και θάλασσας αλλά και πόλεων και δήμων και στρατών.
Αυτός λοιπόν που τοποθέτησε τον Λόγο πάνω στα πάθη της ψυχής, εύκολα έχει τη δυνατότητα να εποπτεύει και τους ανθρώπους σύμφωνα με τους θείους νόμους, ώστε για αυτούς που κυβερνιούνται να είναι πατέρας, καθώς συμπεριφέρεται στις πόλεις με απόλυτη πραότητα. Εκείνος όμως που δίνει την εντύπωση ότι άρχει σε ανθρώπους, από την άλλη ωστόσο γίνεται δούλος του θυμού, της επιθυμίας για εξουσία και των ηδονών, στην αρχή θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση στους υπηκόους του ότι είναι γελοίος, επειδή ναι μεν φοράει στεφάνι στολισμένο με πολύτιμους λίθους και χρυσό, όμως δεν έχει στεφανωθεί με σωφροσύνη, και ναι μεν ακτινοβολεί σε όλο το σώμα με την καταπόρφυρή του ενδυμασία, έχει όμως την ψυχή αστόλιστη. Και ούτε θα γνωρίζει πώς να διαχειριστεί την εξουσία· γιατί αυτός που δεν μπόρεσε να εξουσιάσει τον εαυτό του, πώς θα μπορούσε να καθοδηγήσει τους άλλους σύμφωνα με τους νόμους;

Μαξ Βέμπερ: Οι βασικές αρχές

Στο κανάλι του Φιλολογικού στο youtube ανέβηκε η παρουσίαση των βασικών αρχών του μεγάλου Γερμανού κοινωνιολόγου, όπως αποτυπώνονται στο σχολικό εγχειρίδιο. Πρόκειται για μια αποδελτίωση των θέσεων του Βέμπερ από όλα τα κεφάλαια της εξεταστέας ύλης. Με αυτόν τον τρόπο η μαθήτρια και ο μαθητής αποκτούν εποπτεία των βασικών θέσεών του.

https://www.youtube.com/watch?v=f2IeyEYeW2Y&t=79s
Γ΄Κλίση Ουσιαστικών

Μπορείτε να δείτε στο κανάλι μας στο youtube μια παρουσίαση των βασικών κανόνων που καλό είναι να έχουμε υπόψη μας στην προσπάθεια να κατανοήσουμε καλύτερα τη γ’ κλίση των ουσιαστικών της Αρχαίας Ελληνικής.

 

Μια άλλη ανάγνωση του ιδεατού (κατά Βέμπερ) τύπου της γραφειοκρατίας

Σύμφωνα με τον Βέμπερ στη μελέτη των κοινωνικών δομών μπορούμε να συγκροτήσουμε και να χρησιμοποιήσουμε κάποια ιδανικά μοντέλα λειτουργιας βασικών κοινωνικών θεσμών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της γραφειοκρατίας. Μάλιστα, το κυριότερο χαρακτηριστικό που πρέπει να διέπει την ιδεατή μορφή της γραφειοκρατικής δομής ενός εξορθολογισμένου κράτους είναι το να είναι απρόσωπη. Παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα από τη “Δίκη” του Κάφκα. Ο μέγιστος λογοτέχνης του αιώνα που πέρασε μέσα σε λίγες γραμμές μας παρουσιάζει τη σκοτεινή πλευρά ενός τέτοιου μηχανισμού.

Το κείμενο είναι εξαιρετικά πλούσιο. Πέραν της τεράστιας λογοτεχνικής του αξίας μας δείχνει ανάγλυφα πως για τόσο σύνθετα ζητήματα τα ερωτήματα είναι πάντοτε περισσότερα από τις απαντήσεις.

Το κείμενο με τις ενδεικτικές ερωτήσεις και τον σχολιασμό της πηγής δημοσιεύτηκε στο: https://criticeduc.blogspot.com/, μια πολύ αξιόλογη σελίδα για το μάθημα της Κοινωνιολογίας και εν γένει των Κοινωνικών επιστημών.

Μια άλλη ανάγνωση του ιδεατού (κατά Βέμπερ) τύπου της γραφειοκρατίας: Επιλέξαμε ένα μαύρο φόντο με λευκές οριζόντιες γραμμές για να αποδώσουμε τον λαβύρινθο της σύγχρονης γραφειοκρατίας.

Το κείμενο

Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ’ αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ’ όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ’ όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ’ αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να ’ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα». Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν’ αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν’ ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος…» «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δεν μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».

(Φραντς Κάφκα, Η δίκη, μτφρ. Τέα Ανεμογιάννη, εκδ. Θεμέλιο)

 

1. Ποια από τα χαρακτηριστικά των γραφειοκρατικών οργανισμών μπορείτε να ανιχνεύσετε στο απόσπασμα;

2. Ποια αρνητικά στοιχεία της γραφειοκρατίας παρουσιάζει;

 

Στοιχεία από το σχολικό βιβλίο

σ. 20: Η γραφειοκρατία, ως ορθολογικός τρόπος δράσης, ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων με το κράτος στη βάση κάποιων κανόνων. Με τη χρήση του ιδεατού τύπου της γραφειοκρατίας προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις αποκλίσεις ανάμεσα στο πραγματικό φαινόμενο της γραφειοκρατίας (με τα προβλήματα ή τις δυσλειτουργίες της) και την ιδεατή εικόνα αυτής. Σημειώνουμε ότι η έννοια της γραφειοκρατίας στη σκέψη του Βέμπερ δεν ήταν αρνητικά φορτισμένη, όπως είναι στις μέρες μας.

 

Στοιχεία από το παράθεμα

1. Το έργο του Κάφκα έχει γίνει αντικείμενο πολλών και διαφορετικών ερμηνειών. Ορισμένες από τις ερμηνείες είναι κοινωνιολογικές και με αναλυτικό εργαλείο την έννοια της γραφειοκρατίας καταλήγουν στο ότι ο Κάφκα προαναγγέλλει τις αλλοτριωτικές καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσει η απρόσωπη γραφειοκρατία.

2. Εστιάζει στον απρόσωπο χαρακτήρα της γραφειοκρατίας και στο ότι ο θυρωρός λειτουργεί μόνο με βάση τον κανόνα, χωρίς να δείχνει ίχνος προσωπικής παρέκκλισης από αυτόν.

3. Τα αρνητικά στοιχεία της γραφειοκρατίας που παρουσιάζει είναι ο απρόσωπος και λαβυρινθικός χαρακτήρας των γραφειοκρατιών δομών και το πώς μπορούν να συνθλίψουν τον άνθρωπο.