Η διακειμενικότητα μέσα από παραδείγματα

Η διακειμενικότητα είναι ένας σχετικά νέος όρος στη θεωρία του κειμένου. Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό ρήμα intertexto, το οποίο έχει τη σημασία του “υφαίνω”. Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά η Julia Kristeva στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ουσιαστικά εισήγαγε την έννοια της διακειμενικότητας στη θεωρία του λογοτεχνικού – και όχι μόνο – κειμένου. Η Kristeva υποστηρίζει ότι κάθε σημειωτικό σύστημα, είτε αυτό είναι ο τρόπος που στρώνουμε το τραπέζι, είτε ένα ποίημα, συγκροτούνται στη βάση κατά την οποία εξελίσσονται και μεταμορφώνουν προηγούμενα σημειωτικά συστήματα. Έχοντας αυτό ως οδηγό, κατανοούμε ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι απλά η δημιουργία ενός λογοτέχνη, αλλά είναι επίσης και το αποτέλεσμα της σχέσης με άλλα κείμενα και με την ίδια τη δομή της γλώσσας. Όπως σημειώνει: “Κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις. Κάθε κείμενο αφομοιώνει και μεταμορφώνει ένα άλλο”.

Η διακειμενικότητα μέσα από παραδείγματα: Επιλέξαμε για το κείμενό μας μια ζωγραφική αναπαράσταση του Οδυσσέα. Πρόκειται για το γνωστό επεισόδιο από την Οδύσσεια στο οποίο ο Οδυσσέας είναι δεμένος στο κατάρτι για να αποφύγει τον πειρασμό των σειρήνων. Η σχέση της Οδύσσειας με τον Οδυσσέα του Joyce καταδεικνύει ακριβώς τη δύναμη της διακειμενικότητας.

Η διακειμενικότητα αλλάζει την ανάγνωση

Η εισαγωγή και η μελέτη του όρου στα πλαίσια της κειμενικής θεωρίας άλλαξε κατά πολύ τον παραδοσιακό τρόπο ανάγνωσης. Καταρχάς, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η θεωρία των συστημάτων επηρέασε βαθύτατα και τον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Κανένα κείμενο δεν θεωρείται ξεκομμένο και αυθύπαρκτο. Αντίθετα, θεωρούμε πως εντάσσεται σε ένα σύστημα το οποίο όχι μόνο επηρεάζει τη συγγραφή του κειμένου, αλλά και επηρεάζεται από αυτό. Ας δούμε για παράδειγμα τον τρόπο που προσεγγίζουμε σήμερα τα κείμενα στο μάθημα της Έκθεσης. Σήμερα, ζητείται από τη μαθήτρια και τον μαθητή να γράψουν με βάση ένα επικοινωνιακό πλαίσιο. Ουσιαστικά τους ζητείται να προσαρμόσουν τη γραφή τους στις ανάγκες ενός ευρύτερου επικοινωνιακού πλαισίου.

Με την εισαγωγή της διακειμενικότητας το κείμενο παύει να αντιμετωπίζεται ως μια αυθύπαρκτη κλειστή οντότητα, κάτι ερμητικά κλειστό. Αντίθετα, τα κείμενα μεταξύ τους συγκροτούν ένα παλίμψηστο, το οποίο διαρκώς ανανεώνεται με κάθε λέξη, με κάθε κείμενο που προστίθεται και αλληλεπιδρά.

 

Ένα πρώτο επίπεδο διακειμενικότητας

Στην πιο απλή εκδοχή της η διακειμενικότητα εντοπίζεται στην άποψη ότι τα κείμενα δεν αναφέρονται μόνο σε μια πραγματικότητα αλλά και ότι πολλές φορές αναφέρονται άμεσα σε άλλα κείμενα. Κατά αυτόν τον τρόπο γεννιέται η έννοια του διακειμένου , η οποία αφορά τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε διάφορα κειμενικά στοιχεία σε περισσότερα από ένα έργα. Συχνή είναι και η ρήση ότι “τα κείμενα μιλούν για άλλα κείμενα”. Σε αυτή την περίπτωση δε μιλάμε απλά για την επίδραση που ασκείται ανάμεσα στους λογοτέχνες.

Η θεωρία της διακειμενικότητας πρεσβεύει ότι δύο κείμενα μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους, χωρίς αυτό να οφείλεται κατ’ ανάγκη σε  μια συνειδητή προσπάθεια. Είναι πολύ πιθανόν οι δημιουργοί να αγνοούν την ύπαρξη ο ένας του άλλου ή τα κείμενά τους να έχουν γραφεί σε διαφορετικές εποχές.

Επομένως, τα κείμενα ενδέχεται να “συνομιλούν” μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δημιουργών τους.

Ο ρόλος του αναγνώστη

Καταλαβαίνουμε και την αλλαγή στον ρόλο του αναγνώστη. Ο αναγνώστης καλείται να εντοπίσει τη συνομιλία του κειμένου που διαβάζει με άλλα κείμενα. Αυτή η συνομιλία πραγματοποιείται σε ασυνείδητο κυρίως επίπεδο και η σύλληψη και ερμηνεία της έχουν να κάνουν με την ιστορία, τα βιώματα και τις προσλαμβάνουσες του κάθε αναγνώστη. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το γιατί στις σύγχρονες κειμενικές θεωρίες επιμένουμε ότι ο αναγνώστης είναι και συνδημιουργός του έργου.

Ο Roland Barthes εστιάζει στον θάνατο του συγγραφέα, με τη μορφή της αυθεντίας. Θεωρεί ότι η διακειμενικότητα είναι εκείνη ακριβώς η απαραίτητη συνθήκη, η οποία επιτρέπει στο έργο να αναδυθεί στην επιφάνεια. Στη “Θεωρία του κειμένου”, γράφει:

“Κάθε κείμενο είναι ένα υφαντό παλαιότερων αναφορών. Αποσπάσματα κώδικα, φόρμες, ρυθμικά πρότυπα, απομεινάρια κοινωνικών ιδιολέκτων, όλα περνούν στο κείμενο και διαχέονται μέσα σε αυτό, καθώς το κείμενο κολυμπά στη θάλασσα της γλώσσας. Η διακειμενικότητα, επομένως είναι ένα πεδίο, τόσο γενικό που η πηγή του είναι αδύνατον να εντοπιστεί. Η λειτουργία της είναι ασυνείδητη”.

Παραδείγματα από τον χώρο της λογοτεχνίας

Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία στα οποία η διακειμενικότητα εμφανίζεται στην πιο απλή μορφή της, η οποία είναι η αναφορά σε κάποιο άλλο λογοτεχνικό έργο:

  • Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το έργο του James Joyce “Ulysses”. Γραμμένο σε μια εντελώς διαφορετική εποχή και μάλιστα με πολλά πειραματικά στοιχεία στη γραφή και τη σύνθεση, το αριστούργημα του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα συνομιλεί διαρκώς με την Οδύσσεια. Ο αναγνώστης παρακολουθεί το εικοσιτετράωρο του κυρίου Bloom, ο οποίος πόρρω απέχει από τη μορφή του Οδυσσέα. Εκεί ακριβώς έγκειται και η ιδιοφυΐα του Joyce καθώς αυτό το λεπτό νήμα διαπερνά την ανάγνωσή μας.

 

  • Η μορφή της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό του Σολωμού: Κατά μια εκδοχή ο τρόπος που εμφανίζεται η φεγγαροντυμένη στην ποιητική σύνθεση του Σολωμού θυμίζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η ουράνια Μαργαρίτα στον Φάουστ του Goethe. Πρόκειται για την εξιδανικευμένη μορφή της ηρωίδας, η ψυχή της οποίας σώθηκε και κατοικεί στον ουρανό. 

 

  • Ο άρχοντας των μυγών του William Golding (Lord of the flies): Το βιβλίο “Ο άρχοντας των μυγών”, συνομιλεί με το κλασικό βιβλίο του Robert Louis Stevenson “Το νησί των θησαυρών”. Θα λέγαμε ότι ο Golding εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ενώ ο Stevenson μας προσφέρει ένα εξιδανικευμένο τοπίο της παιδικής ηλικίας. 

 

  • Για ποιον χτυπά η καμπάνα (For whom the bell tools): Ο τίτλος του κλασικού έργου του Hemingway, παραπέμπει σε ένα εξίσου κλασικό στίχο του John Donne: “No man is an island…and therefore never send to know for whom the bell tolls; it tolls for thee.” 
Τι είναι η αλληγορία: Προσδιορισμός και παραδείγματα

Στο ερώτημα τι είναι η αλληγορία μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι η αλληγορία είναι ένα λογοτεχνικό και λεκτικό σχήμα το οποίο βασίζεται στη χρήση συμβόλων και μεταφορών. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουμε να μεταδώσουμε ένα ευρύτερο μήνυμα στους αναγνώστες ή στους ακροατές μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλληγορίας με τον οποίο όλοι είμαστε εξοικειωμένοι είναι οι παροιμίες. Οι παροιμίες κρύβουν νοήματα διαφορετικά από αυτά που οι λέξεις δηλώνουν στην κυριολεξία τους. Όλοι κατανοούμε πως η παροιμία: “Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο”, δεν αναφέρεται απλά στην ανάγκη της καθαριότητας και υγιεινής. Κυρίως μέσω της παροιμίας επιδιώκεται να τονιστεί η ανάγκη της αλληλοβοήθειας, της ανθρώπινης συμπαράστασης.

Είναι κατανοητό επίσης, ότι, εφόσον μεταφερόμαστε από το επίπεδο μιας καθημερινής ασχολίας στο επίπεδο των εννοιών και των αξιών βρισκόμαστε στο χώρο της μεταφοράς.

 

"Τι είναι η αλληγορία": Για το κείμενό μας επιλέξαμε μια εικόνα αλληγορική, η οποία απεικονίζει ένα ψάρι που έχει τη μορφή παγόβουνου. Άλλο πάνω από τη μέση και πάνω και διαφορετικό από κάτω.

Αλληγορίες που όλοι γνωρίζουμε

Είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και φιλοσοφίας τα οποία είναι παραβολές. Σίγουρα, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η αλληγορία του σπηλαίου. Ο Πλάτωνας ενσωματώνει στον διάλογό του Πολιτεία αυτόν τον υπέροχο μύθο, ο οποίος αποτελεί μια μεταφορά για την παιδεία, την πραγματική γνώση και τον τρόπο προσέγγισής της. Ως αλληγορία επίσης,  μπορούμε να θεωρήσουμε ολόκληρο το έργο του Ernest Hemingway “The old man ant the sea” (Ο γέρος και η θάλασσα). Το κείμενο δεν αφηγείται απλά μια ιστορία από τη ζωή ενός ηλικιωμένου ψαρά. Είναι μια μεταφορά για τον αγώνα του ανθρώπου και την προσπάθειά του να νοηματοδοτήσει τις πράξεις του μέσα σε ένα σύμπαν παράλογο (για την ανθρώπινη λογική) και χαοτικό.

 

Παραδείγματα αλληγορίας

Επομένως, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την αλληγορία, ως μια τεχνική έκφρασης με την οποία επιδιώκουμε και επιτυγχάνουμε την απόκρυψη του πραγματικού νοήματος. Στην πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει μόνο στο πρώτο επίπεδο, καθώς η επιδίωξη είναι η αποκρυπτογράφηση του περιεχομένου. Απαιτείται μια ειδική ανάγνωση για αυτή την αποκρυπτογράφηση, να έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε και “κάτω από τις λέξεις”. Η ειδική ανάγνωση προϋποθέτει και κάποιες πολιτισμικές καταβολές σταθερές και οικείες για τους παραλήπτες του μηνύματος. Στην αλληγορία του σπηλαίου πρέπει να μοιραζόμαστε την κοινή μεταφορά του σκότους και αντίστοιχα του φωτός ως συμβολισμούς της άγνοιας και της γνώσης. Η αλληγορία λοιπόν είναι και ένας δείκτης, τόσο της συνοχής μιας κοινωνίας, όσο και των συμβόλων της.

Η αλληγορία στη λογοτεχνία

Την αλληγορία θα τη συναντήσουμε συχνά ως εκφραστικό μέσο και τεχνική στη λογοτεχνία. Θα ανατρέξουμε σε ένα παράδειγμα που μας έρχεται από την Αρχαϊκή λυρική ποίηση. Ο ποιητής Αλκαίος, ο οποίος έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ. θέλησε κάποτε να μιλήσει για τις οδυνηρές συνέπειες των εμφυλίων συρράξεων. Χρησιμοποίησε την αλληγορία ως τεχνική. Περιέγραψε μια κατάσταση άγριας βαρυχειμωνιάς και κακοκαιρίας γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια εικόνα που οι σύγχρονοί του θα μπορούσαν να κατανοήσουν ως σύμβολο για την πολιτική αναταραχή και την εμφύλια διαμάχη. Στη συνέχεια του ποιήματός του περιγράφει μια ακόμη γνώριμη εικόνα. Ένα καράβι τσακίζεται στα βράχια, μέσα στη θαλασσοταραχή. Προφανώς έχουμε μια αναφορά στην πολιτεία που σύσσωμη βουλιάζει. Και οι ναύτες, όμως, παρά την προσπάθειά τους πνίγονται και χάνονται. Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τους πολίτες της πόλης που η εμφύλια σύγκρουση ρήμαξε.

Το ποίημα επομένως, κινείται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο, έχουμε την περιγραφή της θύελλας και του ναυαγίου. Το δεύτερο προκύπτει από την ανάγνωση της αλληγορίας. Με αυτόν τον τρόπο ο Αλκαίος αφήνει ένα ανεξίτηλο στίγμα στις ψυχές των συμπολιτών του. Το ποίημα καθίσταται πολύ πιο δυνατό και υποβλητικό, καθώς χάνει κάθε διδακτικό τόνο. Μιλά άμεσα στις αισθήσεις.

 

Το ποίημα του Αλκαίου

 

ἀσυννέτημμι τὼν ἀνέμων στάσιν·
τὸ μὲν γὰρ ἔνθεν κῦμα κυλίνδεται,
τὸ δ᾽ ἔνθεν, ἄμμες δ᾽ ὂν τὸ μέσσον
νᾶϊ φορήμμεθα σὺν μελαίναιχείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·
πὲρ μὲν γὰρ ἄντλος ἰστοπέδαν ἔχει,
λαῖφος δὲ πὰν ζάδηλον ἤδη,
καὶ λάκιδες μέγαλαι κὰτ αὖτο·χόλαισι δ᾽ ἄγκυρραι, τὰ δ’ ὀήϊα
[                                                      ]
[                                                      ]
τοι πόδες ἀμφότεροι μένο̣ισινἐν βιμβλίδεσσι· τοῦτό με καὶ σ̣[άοι
μ̣όνον· τὰ δ᾽ ἄχματ᾽ ἐκπεπ[.]άχμενα
. .]μεν.[.]ρ̣ηντ᾽ ἔπερθα, τὼν̣[. . .]
ε̣νοι̣σ.[Παραθέτουμε την έξοχη μετάφραση του Σωτήρη Κακίση:πούθε φυσάνε οι άνεμοι; και φέρνουνε το κύμα
πότε από δω, πότε από ’κει· γυρνάμε πάνω κάτω
με το μαύρο καράβι μας καταμεσής του πόντου,και τυραννιόμαστε πολύ στην τόση τρικυμία·
νερό η κουβέρτα γέμισε, και τα πανιά σκίστηκαν
απ’ άκρη σ’ άκρη, κρέμονται μεγάλα τα κουρέλια·
πάει, χαλαρώσαν τα σχοινιά !

 

Η Μεταφορά ως τρόπος σκέψης και κατανόησης

Η μεταφορά ως τρόπος σκέψης είναι σύμφυτη με την ανάγκη του ανθρώπου να νοηματοδοτεί . Η μεταφορά δεν είναι απλά ένα σχήμα λόγου. Είναι ένας από τους βασικότερους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, τόσο αυτόν που μας περιβάλλει, όσο και τον δικό μας, τον εσώτερο. Ας δούμε αρχικά τι ονομάζουμε γενικά μεταφορά εστιάζοντας στον ίδιο τον όρο.

θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μεταφορά είναι ένας χάρτης. O χάρτης είναι ένα κομμάτι χαρτί μας επιτρέπει ωστόσο να δούμε την περιοχή. Έτσι, και με τη μεταφορά βλέπουμε κάτι μέσα από κάτι άλλο. Μεταφερόμαστε από έναν τομέα σε κάποιον άλλο, ώστε χρησιμοποιώντας τις ιδιότητες του πρώτου να γνωρίσουμε καλύτερα το δεύτερο.

 

Η μεταφορά ως τρόπος σκέψης και κατανόησης: Επιλέξαμε για το κείμενό μας μια εικόνα σε έντονο κόκκινο χρώμα. Υπάρχει και μια λωρίδα γαλάζιου, ακριβώς για να τονίσει τη λειτουργία της μεταφοράς.
Η μεταφορά ως σχήμα λόγου

 

Πρώτος ο Αριστοτέλης μελέτησε τη μεταφορά. Την αναγνώρισε ως μια μορφή παρομοίωσης, η οποία βασίζεται σε ομοιότητες. Ουσιαστικά αυτό που μας παραδίδει ο Αριστοτέλης είναι ότι η μεταφορά είναι μια παρομοίωση. Η φράση “είναι ένα ανοιχτό βιβλίο”, μπορεί να αποδοθεί ως “είναι σαν ένα ανοιχτό βιβλίο”. Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή σκέψης καθιερώθηκε να αντιμετωπίζουμε τη μεταφορά ως ένα σχήμα λόγου, που η κύρια λειτουργία του στον λόγο είναι να διακοσμεί.

Στην ανάλυση των κειμένων οι ερευνητές αναζητούσαν το κυριολεκτικό νόημα πίσω από τη μεταφορά. Σήμερα, γνωρίζουμε μέσα από τα πορίσματα της γνωσιακής γλωσσολογίας ότι η μεταφορά είναι ένα βασικότατο γνωσιακό εργαλείο. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στη γλώσσα η μεταφορά τον βοηθά να συγκροτεί την πραγματικότητά του.

Το βιβλίο του George Lakoff και του Mark Johnson “Metaphors we live by“, θεωρείται πλέον κλασικό. Τα πορίσματά του βασισμένα στη διεπιστημονική προσέγγιση του τρόπου που χρησιμοποιούμε ασυνείδητα τις μεταφορές, επιβεβαιώνει ότι η μεταφορά είναι μια σύνθετη γνωσιακή δραστηριότητα, κοινή σε όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις ηλικίες.

 

 

Η Μεταφορά ως τρόπος σκέψης και δόμησης του κόσμου

 

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βιώσει άμεσα την πραγματικότητα. Χρησιμοποιεί σύμβολα και επιχειρεί να χαρτογραφήσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συχνά το συναντάμε στα κείμενα της Έκθεσης και των Αρχαίων Ελληνικών είναι η διαδρομή από το απτό και συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Ειδικά στον Πλάτωνα, παρατηρούμε την προσπάθεια μέσα από μεταφορές να προσεγγίσουμε έννοιες εξαιρετικά αφηρημένες και πυκνές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αλληγορία του σπηλαίου Κάλλιστα μπορούμε να μιλήσουμε για μια συνεχή μεταφορά σε όλο το εύρος του αποσπάσματος.

Ο Lakoff απέδειξε με την έρευνά του ότι οι μεταφορές που συναντούμε στα έργα της ποίησης έχουν στη ρίζα τους τον ίδιο μηχανισμό που παρατηρούμε στις μεταφορές που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας. Κατά κάποιον τρόπο είμαστε όλοι δημιουργοί εικόνων, μορφών και συνάψεων μέσα από την ασυνείδητη λειτουργία του λόγου.

 

 

Η Κυριολεξία και η Μεταφορά

 

Αυτά τα πορίσματα μας βοηθούν να αντιληφθούμε ότι η συνήθης διάκριση ανάμεσα στην κυριολεκτική και τη μεταφορική χρήση της γλώσσας είναι αρκετά απόλυτη και στην πράξη δεν υφίσταται. Υπάρχουν θέματα, τα οποία μπορούμε να τα προσεγγίσουμε μόνο μέσα από τη μεταφορά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η έννοια του Θείου. Το ίδιο μπορούμε να επισημάνουμε για τη σύλληψη της έννοιας του χρόνου.

Ας εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την έννοια του χρόνου και του χώρου. Είναι σαφές ότι συνήθως αναφερόμαστε στον χρόνο, χρησιμοποιώντας προσδιορισμούς του χώρου. Ο χρόνος παρομοιάζεται με ταξίδι και οι εκφράσεις που είναι κοινές σε όλες σχεδόν τις γλώσσες δείχνουν την αναγκαιότητα της μεταφοράς για την σύλληψη του χρόνου: “Περνάνε τα χρόνια”, “Το μέλλον έρχεται για όλους”, “Μη κοιτάς τα περασμένα”, “Έκανε στροφή στο παρελθόν” κλ.π.

Η σύγχρονη έρευνα δείχνει ότι υπάρχουν, επομένως, θέματα  για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε  μόνο κυριολεκτικά. Η μεταφορά είναι πέρα από σχήμα λόγου και μια νοητική, γνωσιακή σύνθετη διαδικασία -απαραίτητη – ώστε να μπορούμε να συγκροτήσουμε τον κόσμο και την πραγματικότητά μας. Οι ερευνητές από τα διαφορετικά γνωστικά πεδία εστιάζουν σε διαφορετικά σημεία που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία της μεταφοράς. Όλοι συμφωνούν ωστόσο, ότι η λειτουργία της μεταφοράς ως σχήματος λόγου είναι η λιγότερο σημαντική.

Η καλλιτεχνική έκφραση – Προτεινόμενο θέμα έκθεσης

Η καλλιτεχνική έκφραση και τα ενδεχόμενα όρια που οι κοινωνίες θέτουν στον καλλιτέχνη είναι ένα ζήτημα που διαχρονικά απασχολεί. Ο Σωκράτης στην Πολιτεία του Πλάτωνα ισχυρίζεται ότι στην ιδανική πόλη, που θα χαρακτηρίζεται από το ιδανικό πολίτευμα οι ποιητές θα επιτρέπεται να συνθέτουν ύμνους για τους Θεούς και τους άξιους ανθρώπους. Φυσικά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι αυτή η συζήτηση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο του τι είναι μίμηση και πως εφαρμόζεται στην τέχνη.

 

Στην Ιστορία της τέχνης μπορούμε να διακρίνουμε σχηματικά δύο τάσεις που σχετίζονται με την ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη. Υπάρχει η άποψη ότι το έργο οφείλει να έχει κοινωνική ή ακόμα και παιδαγωγική αποστολή και από την άλλη η άποψη ότι το έργο είναι αυθύπαρκτο, η αξία του βρίσκεται ακριβώς στη δημιουργία του και ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι πιστός στην έμπνευσή του και μόνο.

 

Στις ακραίες προεκτάσεις αυτών των θεωριών μπορούμε να εντάξουμε αφενός τη στρατευμένη τέχνη και αφετέρου το κίνημα της “τέχνης για την τέχνη“. Η καλλιτεχνική έκφραση απασχολεί και τα άτομα και της κοινωνίες. Γοητεύει και ταυτόχρονα τρομάζει, καθώς πολλές φορές μας πηγαίνει σε ανεξερεύνητες περιοχές της ύπαρξης. Είναι χαρακτηριστική η ρήση του Freud πως όποιο σημείο και αν εξερεύνησε, διαπίστωσε ότι κάποιος ποιητής το είχε ήδη εξερευνήσει. Στο νου μας έρχεται ο Σοφοκλής, και όχι μόνο για τον πατέρα της ψυχανάλυσης αλλά και για τον σπουδαίο Γάλλο ψυχαναλυτή και διανοητή Jacques Lacan.

 

Στο κείμενο που ακολουθεί ο  Νάσος Βαγενάς επιχειρεί να προσεγγίσει το θέμα της καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας να λειτουργήσουμε και να συγκροτήσουμε πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Αναρωτιέται πόσο εφικτό είναι αυτό και ακόμα κατά πόσο η απόλυτη ελευθερία καλλιτεχνικής – και όχι μόνο έκφρασης – μιας κοινωνικής ομάδας μπορεί να επιφέρει περιορισμό της ελευθερίας των υπολοίπων μελών της κοινωνίας.

 

Απόλυτες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Τα κείμενα που μας αγγίζουν και έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν είναι αυτά τα οποία μας δημιουργούν νέα ερωτήματα. Η εποχή μας έχει αφήσει προ πολλού πίσω τις αυθεντίες και τις απόλυτες ιδέες. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα, καθώς καλούμαστε να ζήσουμε σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένο, στο οποίο ακόμη και η επιβίωση δεν είναι δυνατή χωρίς τον σεβασμό στο διαφορετικό.

 

 

Για το προτεινόμενο θέμα έκθεσης "η καλλιτεχνική έκφραση" επιλέξαμε αυτή τη φωτογραφία του biel morro, που απεικονίζει σταγόνες νερό φωτογραφημένες με μεγάλη ευκρίνεια. Θεωρούμε ότι απεικονίζουν τη ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, μια ρευστότητα για την οποία μιλά και ο Νάσος Βαγενάς στο κείμενο που συνοδεύει το προτεινόμενο από το φροντιστήριό μας κριτήριο για το μάθημα της έκθεσης

 

 

 

Η καλλιτεχνική έκφραση – Το κριτήριο αξιολόγησης

 

 

Αφού διαβάσουμε το κείμενο του Νάσου Βαγενά μπορούμε να εξασκηθούμε με τις προτεινόμενες ασκήσεις κατανόησης και παραγωγής λόγου. Θεωρία και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε συγκεκριμένους τύπους ασκήσεων θα βρούμε εδώ. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας για τις απαντήσεις και για περαιτέρω διευκρινήσεις.

 

 

 

 

Τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης

 

 

Το ερώτημα για το ποια είναι τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης είναι στην εποχή μας περισσότερο περίπλοκο από ό,τι σε κάθε άλλη εποχή. Διότι παρά τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που σημαίνει τάση προς ενιαιοποίηση και ομοιογενειοποίηση των ανθρώπινων κοινωνιών, οι καιροί μας διακρίνονται και για τις αντίρροπες τάσεις που αυτή προκαλεί, αρκετές από τις οποίες δεν περιορίζονται σε μιαν ηθελημένη ή αναγκαστικά αμυντική στάση αλλά εκδηλώνονται και με συμπεριφορές εχθρικές, που μπορούν να φτάσουν ως τη δολοφονική επίθεση.

 

Ζούμε δηλαδή σε μιαν εποχή εξόχως αντιφατική. Η εμφανέστερη αντίφασή της βρίσκεται ανάμεσα στις έννοιες της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας, οι οποίες υπετίθετο ότι με το μαγικό ξόρκι του χαιρετισθέντος «τέλους της Ιστορίας» θα αποτελούσαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ενός ενοποιημένου και ειρηνικού κόσμου. Δεν θα έπρεπε, βέβαια, να θεωρήσουμε ότι οι δύο παραπάνω έννοιες είναι εξ ορισμού αντίθετες μεταξύ τους. Όμως εκείνοι που πίστευαν ότι τα κοινά σημεία τους είναι περισσότερα από εκείνα που τις χωρίζουν λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι, κυρίως, άλλος από την επιταχυνόμενη με γεωμετρική πρόοδο – και επιταχυντική – εξέλιξη των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας. Χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος από εκείνον που επιτρέπει η βίαιη ηλεκτρονική συνάντηση των πολιτισμών ώστε να μπορέσουν να γίνουν κατανοητές και ψυχικά αποδεκτές οι πολιτισμικές διαφορές που χαρακτηρίζουν έθνη γεωγραφικώς απόμακρα μεταξύ τους και διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων.

 

Στη βίαιη συνάντηση συνετέλεσε, βέβαια, και η καπιταλιστική βουλιμία, που εισέβαλε στρατιωτικώς σε αλλόδοξες χώρες υπό το πρόσχημα της επιθυμίας του εκδημοκρατισμού τους (επιθυμία επιλεκτική, αφού με άλλα, συναφή, αντιδημοκρατικά καθεστώτα, των ίδιων γεωγραφικών περιοχών, η συνεργασία της είναι αγαστή). Εξαιτίας όλων αυτών θηριωδίες, πράξεις απεχθείς όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα, θα πρέπει να μας εκπλήττουν λιγότερο. Η αποστροφή μας για αυτές, η οργισμένη καταδίκη τους και η ολόψυχη συμπαράστασή μας προς τα θύματα αυτού του πολέμου (η προαναγγελθείσα προ εικοσαετίας σύγκρουση πολιτισμών διεξάγεται ήδη) δεν θα πρέπει να μας κάνουν να παραβλέπουμε όλες τις αιτίες του και να εμποδίζουν την επιθυμία μας να εξουδετερώσουμε όσες από αυτές μπορούμε.

 

Αλλά ας επανέλθουμε σε θεωρητικότερα εδάφη του ερωτήματος για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης σήμερα: στο γεωγραφικό πεδίο του δυτικού χώρου, ο οποίος, παρά την παγκοσμιοποίηση (ή, μάλλον, κυρίως για αυτήν) και, βέβαια, λόγω της αναγκαστικής εισροής προσφύγων και μεταναστών (εξαιτίας των – εν πολλοίς, δυτικής προκλήσεως πολέμων), γίνεται κάθε μέρα και πληθυσμιακά προβληματικότερος. Στο πεδίο αυτό οι όψεις του νομίσματος, που αναφέραμε στην αρχή, βιώνονται με την κυκλοφορία του σιαμαίου δίδυμου πολιτική ορθότητα/πολυπολιτισμικότητα. Οτι η πρώτη συναρτάται αναπόσπαστα με τη δεύτερη δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς. Η αντίφαση εδώ βρίσκεται στο εξής: στο ότι η νοοτροπία της πολιτικής ορθότητας, ενισχύοντας – με την καταστατική της αρχή του σεβασμού της ετερότητας – την ελευθερία της πολιτισμικής έκφρασης του Άλλου, απειλεί ταυτόχρονα με περιορισμό τη δική της ελευθερία της έκφρασης. Διότι αυτός ο – μη δυτικός – Άλλος, λόγω ακριβώς του κλειστού χαρακτήρα της ετερότητάς του, δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει αδιαμαρτύρητα εκείνες τις υποχωρήσεις που θα οδηγούσαν την πολιτισμική έκφραση και των δύο σε μια συμβίωση αβίαστη, σύμφωνη με τους όρους μιας ανέφελης πολυπολιτισμικής ζωής.

 

Όλα αυτά δείχνουν ότι η ελευθερία της πολιτισμικής έκφρασης στη σημερινή πολυ-πολιτισμικοποιούμενη δυτική κοινωνία δεν είναι εύκολο να είναι απεριόριστη· ότι, υπό τις συνθήκες της σημερινής γεωπολιτικής σύγχυσης, δεν είναι συνετό η ελευθερία αυτή να υπερβαίνει το σημείο εκείνο, πέρα από το οποίο είναι φανερό ότι είναι αδύνατον να μη δοκιμαστεί η πολιτισμική αντοχή τού – όχι ακόμη επαρκώς προσαρμοσμένου στις απαιτήσεις της πολυπολιτισμικότητας – νεοεισελθόντος Άλλου.

 

Όσο για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης, που αποτελεί την αισθητική αποτύπωση της πολιτισμικής ταυτότητας, η άποψη ότι είναι απεριόριστη χρειάζεται διευκρίνιση. Η ελευθερία αυτή είναι απεριόριστη μόνο με την έννοια ότι δεν μπορεί να οριστεί εκ των προτέρων. Όμως τα όρια της κοινωνικής ελευθερίας της τέχνης δεν είναι διαφορετικά από εκείνα κάθε άλλης ανθρώπινης δραστηριότητας. Το υπαγορεύει αυτό η ίδια η φύση της τέχνης. Ο πραγματικός καλλιτέχνης γνωρίζει ότι η παραβίαση των ορίων της κοινωνικής ελευθερίας από ένα έργο τέχνης αποβαίνει τελικά εις βάρος της καλλιτεχνικής του ποιότητας και συνεπώς υπονομεύει και την κοινωνική του δραστικότητα.

 

 

 

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

Διασκευασμένο κείμενο από τον τύπο.

 

 

Η καλλιτεχνική έκφραση  – Προτεινόμενες δραστηριότητες

 

 

Α. Να συντάξετε την περίληψη του κειμένου ( 100 – 120 λέξεις ).

 

Β. “Ο πραγματικός καλλιτέχνης γνωρίζει ότι η παραβίαση των ορίων της κοινωνικής ελευθερίας από ένα έργο τέχνης αποβαίνει τελικά εις βάρος της καλλιτεχνικής του ποιότητας και συνεπώς υπονομεύει και την κοινωνική του δραστικότητα”:

Σε μια παράγραφο ( 100 – 120 λέξεων ) να σχολιάσετε το περιεχόμενο της περιόδου.

 

Γ. Να εντοπίσετε στο κείμενο σημεία που ο γράφων επιλέγει την παθητική σύνταξη. Ποια νομίζετε ότι είναι η πρόθεσή του και τι επιτυγχάνει με τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής;

 

Δ. Να εντοπίσετε στο κείμενο τρία σημεία που έχουμε συνυποδηλωτική χρήση της γλώσσας. Να σχολιασθεί η επιλογή.

 

Ε. Το σχολείο σας διοργανώνει ημερίδα με θέμα την ελευθερία στην καλλιτεχνική έκφραση. Σε μια ομιλία ( 500 – 600 λέξεων ) αναφέρεστε στις προκλήσεις και τις δυνατότητες που μας προσφέρει το σύγχρονο πολυπολιτισμικό περιβάλλον στην καλλιτεχνική δημιουργία. Στη συνέχεια, αναφέρεστε στις απαραίτητες προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται, ώστε ο καλλιτέχνης να απολαμβάνει μια ουσιαστική ελευθερία έκφρασης σε ένα περιβάλλον που θα σέβεται τη διαφορά και το δικαίωμα στη διαφορά.

 

Ηλεκτρονική βιβλιοθήκη – Προτεινόμενο θέμα Έκθεσης

Η ηλεκτρονική βιβλιοθήκη είναι μια πραγματικότητα, εδραιωμένη στην καθημερινότητά μας. Η Μαριάννα Τζιαντή έγραψε το κείμενο που ακολουθεί και δημοσιεύτηκε στις 29/5/2005 στην Καθημερινή. Εκείνη την εποχή το σχέδιο για μια παγκόσμια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη ήταν ακόμα στην αρχή της υλοποίησής του. Σήμερα, που η παγκόσμια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη είναι υλοποιημένη και διαρκώς ανανεούμενη, διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο. Όσο περισσότερα ψηφιακά βιβλία, άρθρα ή δοκίμια, έχουμε στη διάθεσή μας, τόσο η ανάγνωση γίνεται ανάγνωση καταλόγων. Βιαστικά, παίρνουμε κάποιες πληροφορίες χωρίς να εμβαθύνουμε και αμέσως μετά ριχνόμαστε στην ανάγνωση των νέων καταλόγων με τίτλους βιβλίων.

 

 

Ηλεκτρονική βιβλιοθήκη – Επαγγελματίες αναγνώστες

 

 

Είναι τέτοια η πληθώρα πληροφοριών που πλέον υπάρχουν επαγγελματίες αναγνώστες. Αυτοί φροντίζουν να διαβάζουν βιβλία και στη συνέχεια να δημοσιεύουν μια περίληψη των βασικών σημείων στο διαδίκτυο. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι κατέχουμε τη γνώση και την ουσία των συγκεκριμένων βιβλίων. Είναι δυστυχώς, μια αυταπάτη. Καταρχάς, χάνεται η απόλαυση της ανάγνωσης. Ο καθένας από εμάς διαβάζει με διαφορετικό τρόπο. Αυτό που έχει ειπωθεί, ότι ο κάθε αναγνώστης ξαναγράφει το βιβλίο διαβάζοντάς το είναι μια αλήθεια, που την έχουμε νοιώσει όλοι βιωματικά. Ας σκεφτούμε τα συναισθήματα μας, όταν ξαναδιαβάζουμε κάποιο βιβλίο λογοτεχνίας. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο. Υπήρχαν σημεία σε αυτό που ούτε καν είχαμε προσέξει την πρώτη φορά που διαβάσαμε το βιβλίο. Και βέβαια, αυτή η δεύτερη ανάγνωση είναι και το μέτρο της δικής μας αλλαγής.

Στη συνέχεια, παραθέτουμε το κείμενο “η αφασία του Ταντάλου”, το οποίο εστιάζει στο συγκεκριμένο θέμα. Η γράφουσα κατορθώνει σε ένα μικρό κείμενο να αποτυπώσει τον προβληματισμό της για το φαινόμενο. Επισημαίνει ότι οι νέες αναγνωστικές μας συνήθειες είναι στην πραγματικότητα ένα από τα συμπτώματα μιας ευρύτερης αλλαγής στον τρόπο ζωής μας.

Μετά την ανάγνωση του άρθρου μπορείτε να δείτε τις προτεινόμενες δραστηριότητες επί του κειμένου. Για τις ασκήσεις και τον τρόπο που τις απαντούμε ανατρέξτε εδώ. Η σελίδα ανανεώνεται διαρκώς με εκπαιδευτικό υλικό και προτεινόμενα κριτήρια έκθεσης. Για τις απαντήσεις σας και τυχόν απορίες ή διευκρινήσεις, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας.

 

 

Για το προτεινόμενο θέμα έκθεσης "Ηλεκτρονική βιβλιοθήκη", επιλέξαμε μια φωτογραφία από αγγείο του 4 αιώνα π.Χ. Απεικονίζει τον Τάνταλο, μυθολογικό ήρωα που η Μαριάννα Τζιαντζή αναφέρει στο κείμενο που παραθέτουμε. Παρομοιάζει τους σύγχρονους αναγνώστες με τον μυθικό ήρωα και το μαρτύριό του.

 

 

 

Η αφασία του Ταντάλου 

 

 

Πριν από έξι μήνες, η Google, η πιο διάσημη “μηχανή αναζήτησης” στο Ίντερνετ, ανακοίνωσε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: την ηλεκτρονική αποθήκευση 15 εκατομμυρίων τίτλων βιβλίων, τα οποία σήμερα βρίσκονται σε τέσσερις μεγάλες δημόσιες βιβλιοθήκες ( τρεις αμερικανικές και μια βρεταννική ). Το εγχείρημα αυτό, που θα ολοκληρωθεί σε έξι χρόνια, χαρακτηρίστηκε “η πιο μεγάλη επανάσταση στον κόσμο του βιβλίου από τον Γουτεμβέργιο”.

Η Γηραιά Ήπειρος αντεπιτίθεται. Τον Απρίλιο, 19 ευρωπαϊκές δημόσιες βιβλιοθήκες δεσμεύτηκαν ότι θα αναλάβουν μια κοινή πρωτοβουλία για την “οργανωμένη ψηφιοποίηση των έργων που συγκροτούν την πνευματική κληρονομιά της ηπείρου μας”. Μιαν ανάλογη δέσμευση ανέλαβαν στις αρχές Μαΐου στο Παρίσι, στην πολυσυζητημένη πανευρωπαϊκή συνδιάσκεψη για τον πολιτισμό, έξι χώρες ( Γαλλία, Πολωνία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ουγγαρία ).

Αν όλα αφεθούν στα χέρια της Google, που υπόσχεται δωρεάν πρόσβαση για όλους σε αυτήν την τεράστια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη, η αμερικανική αυτή εταιρία θα αποκτήσει “την εξουσία της φωτιάς σαν τον Δία”, λέει ένας Γάλλος εκδότης. “Σήμερα η προσφορά της φαίνεται δελεαστική, αλλά κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί στο μέλλον. Η Google θα διαθέτει ένα πανίσχυρο μονοπώλιο που θα της επιτρέπει να επιβάλλει τους όρους της σε κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση”. Άλλοι επισημαίνουν τον κίνδυνο της πλήρους ηγεμονίας της αγγλικής γλώσσας και ανησυχούν ότι το εμπορικό συμφέρον ενδεχομένως να οδηγήσει την εταιρεία στην αλλαγή των κανόνων επί το αντιδημοκρατικότερον.

Σήμερα. όλοι έχουμε τη δυνατότητα πρόσβασης σε αναρίθμητες γραπτές πηγές μέσω Ίντερνετ, ενώ, σε λίγα χρόνια, η δυνατότητα αυτή θα έχει πάρει ιλιγγιώδεις διαστάσεις. Όμως, ιλιγγιώδες γίνεται και το χάσμα ανάμεσα στην υπαρκτή δυνατότητα και στη μαζική αξιοποίησή της ( και εννοούμε την εμβάθυνση και όχι το πλατσούρισμα ).

Μια ζωή δε φτάνει όχι για να διαβάσουμε, αλλά για να πληροφορηθούμε την ύπαρξη των περίπου 100 εκατομμυρίων διαφορετικών βιβλίων που έχουν μέχρι σήμερα τυπωθεί. Μόνο που η προσφορά της Google θυμίζει το μαρτύριο του Τάνταλου. Εξαίσιοι καρποί κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του μυθολογικού ήρωα, όταν όμως εκείνος άπλωνε τα χέρια για να τους φτάσει, ο άνεμος μετακινούσε τα κλαριά. Καθηλωμένος σε ένα λάκκο με νερό, ο Τάνταλος δεν μπορούσε ούτε την πείνα του ούτε τη δίψα του να ικανοποιήσει, αφού κάθε φορά που έσκυβε να πιει, το νερό χανόταν μες τη γη.

Το μαρτύριο του σύγχρονου Τάνταλου δεν είναι η αναπάντεχη ανύψωση των κλαριών, αλλά η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, επιθυμίας, διάθεσης και κινήτρων για την απόλαυση των ψηφιακών οπωρών. Αντί να ονειρευόμαστε τα φρούτα, ανησυχούμε μήπως χάσουμε τη λασπωμένη γούρνα μας. Συνήθως, η ανάγνωση είτε έχει καθαρά χρησιμοθηρικό χαρακτήρα ( όπως συμβαίνει στη Γ’ Λυκείου ), είτε λειτουργεί σαν αγχολυτικό: διαβάζουμε βιβλία φυγής, καταπίνουμε τυπωμένα ηρεμιστικά, τύπου “Κώδικα Ντα Βίντσι”. ταυτόχρονα, πληθαίνουν τα αδιάβαστα και ατσαλάκωτα βιβλία στα ράφια μας, όπως πληθαίνουν στην ατζέντα μας τα ονόματα των φίλων με τους οποίους ουδέποτε θα βρεθούμε – και ας ανανεώνουμε κάθε τόσο την υπόσχεση.

 

 

 

Προτεινόμενες δραστηριότητες

 

 

Α. Να ενημερώσετε τους συμμαθητές σας για το περιεχόμενο του κειμένου συντάσσοντας μια παράγραφο 80 – 100 λέξεων.

 

Β. Το κείμενό που σας δόθηκε είναι άρθρο. Να εντοπίσετε σε αυτό τρία χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κειμενικού είδους.

 

Γ. Να εντοπίσετε στο κείμενο τρία παραδείγματα συνυποδηλωτικής χρήσης της γλώσσας. Ποια πιστεύετε ότι είναι η πρόθεση της συγγραφέως στα συγκεκριμένα σημεία;

 

Δ. “Άλλοι επισημαίνουν τον κίνδυνο της πλήρους ηγεμονίας της αγγλικής γλώσσας και ανησυχούν ότι το εμπορικό συμφέρον ενδεχομένως να οδηγήσει την εταιρεία στην αλλαγή των κανόνων επί το αντιδημοκρατικότερον”.

Η σύνταξη του παραπάνω αποσπάσματος είναι η ενεργητική. Να τη μετατρέψετε σε παθητική. Στη συνέχεια, να σχολιάσετε τις διαφορές που προκύπτουν στο ύφος.

 

Ε. “Συνήθως, η ανάγνωση είτε έχει καθαρά χρησιμοθηρικό χαρακτήρα ( όπως συμβαίνει στη Γ’ Λυκείου ), είτε λειτουργεί σαν αγχολυτικό”. Σε ένα δοκίμιο πειθούς ( 500 – 600 λέξεων ) να παρουσιάσετε συγκεκριμένα παραδείγματα που να επιβεβαιώνουν τη ρήση της συγγραφέως. Στη συνέχεια, να εστιάσετε στους τρόπους με τους οποίους το σχολείο θα μπορούσε να συνεισφέρει στην καλλιέργεια συνειδητών αναγνωστών. Υπάρχουν συγκεκριμένες ενέργειες που και εσείς ως μαθητές θα μπορούσατε να κάνετε προς αυτήν την κατεύθυνση;

 

Για τους νέους – Προτεινόμενο θέμα Έκθεσης

Στο δοκίμιο “Για τους νέους”, ο Μανώλης Ανδρόνικος επιχειρεί να προσεγγίσει τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μεγαλύτερης γενιάς συνηθίζουν να σκιαγραφούν τους νέους. Παρότι το κείμενο έχει γραφεί πολλά χρόνια πριν ( το 1967 ) είναι επίκαιρο στο εξής σημείο: Οι άνθρωποι λειτουργούμε με στερεότυπα, κάτι το οποίο είναι σε έναν βαθμό φυσιολογικό. Το πρόβλημα και σε κοινωνικό και σε ατομικό επίπεδο ξεκινά, όταν δεν έχουμε επίγνωση αυτής της πραγματικότητας και πιστεύουμε ότι αυτές οι απόλυτες θέσεις είναι και αληθείς.

Στο μάθημα της Έκθεσης μαθαίνουμε ότι η ανεκτικότητα και η αποδοχή της ετερότητας είναι οι βάσεις κάθε διαλόγου και κάθε ουσιαστικής κοινωνικής εξέλιξης. Η τυφλή αποδοχή στερεοτυπικών διαχωρισμών και ομαδοποιήσεων είναι η ρίζα της κοινωνικής παθογένειας. Ο Ανδρόνικος με αφοπλιστική ειλικρίνεια καταθέτει τον προβληματισμό του και καλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει σ’αυτόν. Δε δίνει απαντήσεις απόλυτες, μας καλεί να αποφύγουμε την προχειρότητα και την ευκολία να αποδώσουμε χαρακτηρισμούς, μας ζητά να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητα και το βάθος αυτής της σκιαγράφησης.

Το δοκίμιο έχει συμπεριληφθεί και στον τόμο με τα προτεινόμενα δοκίμια του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου. Πρόκειται για μια εξαιρετική συλλογή κειμένων τα οποία σταδιακά θα παρουσιάσουμε, προσεγγίζοντάς τα από μια διαφορετική οπτική γωνιά. Στο τέλος των κειμένων παραθέτουμε τις προτεινόμενες ασκήσεις του Φιλολογικού για το κάθε κείμενο. Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας για τυχόν απορίες και τις απαντήσεις σας.

 

Στη συνέχεια, παρατίθεται το δοκίμιο του Μανώλη Ανδρόνικου “Για τους νέους”.

 

 

Το δοκίμιο "Για τους νέους", γράφτηκε από τον Μανώλη Ανδρόνικο το 1967. Το παραθέτουμε ως κριτήριο αξιολόγησης στην έκθεση. Παρατίθενται ολόκληρο το κείμενο και στη συνέχεια οι προτεινόμενες ερωτήσεις από το Φιλολογικό φροντιστήριο. Επιλέξαμε ως εικόν αμια σύνθεση του Mariusz Prusaczyk. Είναι μια φωτογραφία που εστιάζει σε χρώματα. Κίτρινο και γαλάζιο με αποχρώσεις του γκρι. Νομίζουμε ότι εκφράζει το πνεύμα του κειμένου.

 

 

Για τους νέους

 

 

[…] Το πρόβλημα μένει πάντα ανοιχτό: τι ζητούν σήμερα οι νέοι και τι μπορούμε να τους προσφέρουμε, όσοι έχουμε πια φτάσει στην ώριμη ηλικία; Είμαι δάσκαλος χρόνια πολλά και έχω, νομίζω, δικαίωμα να πω, για μια ακόμη φορά, τη γνώμη μου. Αφετηρία μου η σοφή ρήση του Σπινόζα πως πρέπει να κατανοούμε και όχι να κατηγορούμε ή να περιγελούμε.

Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος.

Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ’ αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω και αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς.

Πρώτα πρώτα το σχήμα «νέος ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαιο, ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεών τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό και επικίνδυνο, πάντοτε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής ιδεολογίας. Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις καταχτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα, την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε – και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ’ αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν;

Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλαιοτέρων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας, ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια. Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις καταχτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας.

Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι, όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απελπισία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων, αν δίπλα σ’ όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως η πείρα του του αποκάλυψε την απλή και γι’ αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου: «δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!» Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλιτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους πιο εκλεκτούς συντρόφους μας.

 

Παιδεία ή υπνοπαιδεία, Αθήνα 1976

 

 

Λέξεις – όροι

 

Σπινόζα: Ολλανδός φιλόσοφος του 17ου αι. Έργο του η “Ηθική”.

μυκτηρίζω: περιφρονώ, χλευάζω, ειρωνεύομαι, περιγελώ

 

 

 

 

 

Προτεινόμενες δραστηριότητες

 

 

Α. Να γράψετε την περίληψη του κειμένου ( 100 -120 λέξεις ).

 

Β. “…πρέπει να κατανοούμε και όχι να κατηγορούμε ή να περιγελούμε”:

Σε μια παράγραφο ( 80 – 100 λέξεων ), να σχολιάσετε το περιεχόμενο της παραπάνω φράσης.

 

Γ. Ο Ανδρόνικος επισημαίνει ότι οι άνθρωποι μεγαλύτερης γενιάς πολλές φορές υιοθετούν δύο ακραίες συμπεριφορές απέναντι στους νέους. Αφού τις εντοπίσετε και τις καταγράψετε με παραπομπές στο κείμενο, να σχολιάσετε την πρόθεση του συγγραφέα στο συγκεκριμένο σημείο.

 

Δ. Να δώσετε από μια συνώνυμη λέξη για τις παρακάτω λέξεις που συναντάμε στο κείμενο:

ζητούν, ρήση, υπόλογοι, υπερθεματίσουν, ευκολία

 

Ε. Η δική μας εποχή φαντάζει αρκετά μακρινή και διαφορετική από την κοινωνία στην οποία ζούσε ο Μανώλης Ανδρόνικος. Οι αλλαγές είναι ταχύτατες, η ρευστότητα και η αβεβαιότητα είναι ο κανόνας της ζωής μας. Σε ένα άρθρο που θα δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του σχολείου σας ( 500 – 600  λέξεις ) να αναφερθείτε στα εφόδια που χρειάζεται ο νέος άνθρωπος, ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο. Ο μεγαλύτερος άνθρωπος μπορεί να βοηθήσει τον νεώτερο σ’αυτή του την προσπάθεια; Αν ναι, με ποιους τρόπους θα μπορούσε να συμβεί αυτό;

 

 

 

 

Η τεχνική και το ιδεώδες – Προτεινόμενο θέμα Έκθεσης

Με τον τίτλο “Η τεχνική και το ιδεώδες” δημοσιεύτηκε στο Βήμα στις 07 – 06 – 1998 το κείμενο που ακολουθεί. Συγγραφέας του είναι ο στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης. Το κείμενο είναι εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα, όπως και όλη η ρηξικέλευθη σκέψη του Κονδύλη. Υπάρχουν κείμενα και άφθονο υλικό στο διαδίκτυο, για όποια και για όποιον θα επιθυμούσε να έρθει σε επαφή με το έργο του. Δυστυχώς χάθηκε πρόωρα, την ίδια χρονιά που δημοσιεύεται το κείμενο που παραθέτουμε. Τα βιβλία του και εν γένει η σκέψη του θεωρούνται σημεία αναφοράς για την Πολιτική Φιλοσοφία και σκέψη.

 

Για το κείμενο του Παναγιώτη Κονδύλη "Η τεχνική και το ιδεώδες", επιλέξαμε μια σύνθεση της gioia fabbri, η οποία απεικονίζει ένα fractal σε πράσινο φόντο. Επιθυμούμε να απεικονίσουμε αυτή την αβεβαιότητα που φέρνει ο σύγχρονος κόσμος μέσα από την τεχνική. Ένα εξαιρετικό κείμενο για το μάθημα της έκθεσης. Πιστεύουμε ότι η εικόνα ταιριάζει στην βαθύτερη ουσία του.

 

 

 

Στη συνέχεια, παραθέτουμε το κείμενο. Πιστεύουμε ότι μπορεί να βοηθήσει την υποψήφια και τον υποψήφιο να κατανοήσει δύσκολες έννοιες – όπως τη μαζοποίηση, τα βιοηθικά και βιοπεριβαλλοντικά διλήμματα  – καθώς ο Κονδύλης κατορθώνει παραθέτοντας και την ιστορική πορεία του φαινομένου να μας εισάγει στην κατανόησή του. Φυσικά, εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι σε τέτοιου είδους κείμενα, το σημαντικό είναι η αναγνώστρια και ο αναγνώστης να συνειδητοποιούν ότι όσο πλησιάζουμε ένα φαινόμενο, τόσο πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματα και λιγοστεύουν οι απαντήσεις.

 

 

Η τεχνική και το ιδεώδες

 

 

Οι νεώτερες συζητήσεις περί τεχνικής στρέφονται γύρω από δύο μεγάλα θέματα. Αφενός, πρόκειται για τις επιπτώσεις του τεχνικού τρόπου σκέψης και της τεχνικής πράξης πάνω στην “ουσία” ή στην “ανθρωπιά” του ανθρώπου ως προσώπου. Αφετέρου, πρόκειται για τις συνέπειες των τεχνικών εξελίξεων σε ό,τι αφορά την ανθρωπότητα ως σύνολο, η οποία αυτή τη φορά – καθώς ενδιαφέρει η ζωή και η επιβίωσή της – θεωρείται ως συλλογική οντότητα και ως βιολογικό είδος. Πάνω στα δύο αυτά προβλήματα διατυπώθηκαν όλες οι δυνατές αισιόδοξες ή απαισιόδοξες απόψεις και δεν είναι δυνατό να πει κανείς κάτι σχετικά δίχως να επαναλάβει πράγματα ήδη ειπωμένα. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή μας. Εμάς μας ενδιαφέρει περισσότερο η ενδεικτική σημασία του γεγονότος ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες το κέντρο βάρους της συζήτησης μετατοπίστηκε από το πρώτο θέμα στο δεύτερο. Ασφαλώς τα δύο θέματα διασταυρώνονται σε ουσιώδη σημεία, προπαντός αν κάποιος, σκεπτόμενος με το πνεύμα της ανθρωπιστικής παράδοσης, πιστεύει ότι η επιβίωση είναι δυνατή και εύλογη μονάχα ως ηθικά αγαθός βίος. Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα στις δύο προβληματικές παραμένει εννοιολογικά σαφής και μεθοδικά χρήσιμη. Και η μετάβαση από το ιδεώδες της ολόπλευρης προσωπικότητας στο ιδεώδες της συλλογικής επιβίωσης σημαδεύει μια βαθιά ιστορική τομή.

 

Η αύξουσα απόσταση ανάμεσα στην ανθρωπιστική και στην τεχνική παιδεία αποτυπώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 στη γνωστή ρήση για τις δύο “κουλτούρες”. Η ρήση αυτή γεννούσε την εντύπωση ότι δύο περίπου ισοδύναμες τάσεις αναμετριούνται και η έκβαση της αναμέτρησης παραμένει ανοιχτή. Η τέτοια εντύπωση ήταν απατηλή. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε προδιαγράψει την κατάρρευση της ανθρωπιστικής παιδείας και μόνο η επήρεια του νόμου της αδράνειας διασφάλιζε τη σχετικά μακρά επιβίωση του αστικού πνεύματος μέσα στον κόσμο της μαζικής δημοκρατίας. Έτσι, η κατάρρευση πήρε τη μορφή ανώδυνου θανάτου, τον οποίο ακολούθησε μια πολυτελής κηδεία. Ακριβώς όταν πρωτοδιατυπώθηκε η παραπάνω ρήση, η ανθρωπιστική παιδεία έχανε την τελευταία της μάχη ενάντια στις ενωμένες δυνάμεις της πολιτισμικής επανάστασης και της οικονομίας, οι οποίες παρά την αντίθεσή τους, ασπάζονταν από κοινού το σύνθημα ότι η παιδεία πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία της “πράξης” και της “κοινωνίας”. Με τις λέξεις αυτές η κάθε πλευρά εννοούσε κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν δύσκολο όμως να προβλέψει κανείς τίνος η ερμηνεία θα επικρατούσε.

 

 

 

Αισθητική του παλιατζίδικου

 

Ωστόσο η πολιτισμική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 και του 1970 προχώρησε ακόμη περισσότερο. Υιοθέτησε βασικά μοτίβα της παλαιότερης καλλιτεχνικής avant-garde και προλείανε τον δρόμο του «μεταμοντερνισμού» γκρεμίζοντας τις ιεραρχίες του ανθρωπιστικού παιδευτικού κανόνα και νομιμοποιώντας ό,τι πριν φαινόταν καθημερινό ή τετριμμένο μέσω της σουρεαλιστικής «αισθητικής του παλιατζίδικου». Παράλληλα αποσυντέθηκε το ιδεώδες της προσωπικότητας που θεμελιωνόταν στις ιεραρχίες αυτές, κάνοντας τόπο στην αντίληψη ενός ρευστού εγώ, ανοιχτού σε όλες τις δυνατότητες της «αυτοπραγμάτωσης». Η πρόθεση ήταν χειραφετητική, όμως το χειροπιαστό αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση και ενίσχυση των πνευματικών στάσεων οι οποίες συνυφαίνονται με τη λειτουργία μιας μαζικής δημοκρατίας, στηριζόμενης στη μαζική παραγωγή και στη μαζική κατανάλωση.

Η αντίθεση ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες», υπό την έννοια δύο διαφορετικών παιδευτικών ιδεωδών, διευθετήθηκε έτσι από μόνη της, μολονότι όσοι τράφηκαν με την ανθρωπιστική παιδεία το κατάλαβαν αυτό πολύ αργά και πολύ απρόθυμα. Τη δραστική τούτη λύση την επέβαλαν αντικειμενικοί λόγοι και όχι π.χ. η πρωταρχική και αθεράπευτη ασυμβιβασία της ανθρωπιστικής παιδείας με την τεχνική καθ’ εαυτήν. Μέσα στην αστική – ανθρωπιστική ιεραρχία των πνευματικών αξιών η επιστήμη κατείχε υψηλότατη θέση, στενά δεμένη μαζί της ήταν η τεχνική, και ο μεγάλος τεχνικός ­ είτε ως μοναχικός εφευρέτης είτε ως δαμαστής των φυσικών δυνάμεων για οικονομικούς σκοπούς ­ πρόβαλλε ως νέος Προμηθέας μέσα στο πάνθεο των μεγάλων ατόμων, δίπλα στον καλλιτέχνη και στον φιλόσοφο. Ηταν και ο ίδιος αδρή ενσάρκωση του αστικού ιδεώδους της προσωπικότητας και η εργασία του όφειλε να δημιουργήσει τις υλικές προϋποθέσεις για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εν γένει. Ωστε η τεχνική όφειλε να υπηρετήσει την ανάπτυξη εκείνου το οποίο θεωρούσε κανείς ως άξιο να αναπτυχθεί με βάση το ανθρωπιστικό ιδεώδες της προσωπικότητας.

Αυτή ήταν η αστικοφιλελεύθερη σύνθεση τεχνικής και ανθρωπισμού και η μαρξιστική ουτοπία μιας εκτεχνικευμένης κοινωνίας ελεύθερων ολόπλευρων ατόμων δεν ήταν παρά η εσχατολογική εκδοχή τούτης της σύνθεσης. Την τεχνική δεν τη θεωρούσαν ως ύβριν ο αστός ή ο ανθρωπιστής, παρά τη μομφή αυτή τη διατύπωσαν πρώτοι οι πατριαρχικοί αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες και οι εκπρόσωποι του κλασικού συντηρητισμού, τον κόσμο των οποίων τον σάρωσε η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Μεταγενέστεροι εχθροί του φιλελευθερισμού υποστήριξαν, αντίθετα, ότι η τεχνική πρέπει να κατανοηθεί μάλλον ως ειμαρμένη παρά ως ύβρις και ότι η κατάφαση αυτής της ειμαρμένης, πέραν ανθρωπιστικών ελπίδων ή συντηρητικών αρών, θα μπορούσε να καταστήσει τον «Εργάτη» (Jünger) ή τους «Καίσαρες της Βιομηχανίας» (Spengler) ικανούς για μεγάλα ιστορικά επιτεύγματα.

 

 

 

«Δεξιά» και «αριστερά» καταφύγια

 

 

Μετά την αποσύνθεση του κλασικού συντηρητισμού η μομφή της ύβρεως παραχείμασε σε διάφορα «δεξιά» και «αριστερά» καταφύγια. Εγινε και πάλι επίκαιρη όταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες» έληξε λόγω ατροφίας της μιας τους και όταν το ζήτημα της τεχνικής άρχισε πλέον να εξετάζεται όχι στην ατομικιστική προοπτική του ανθρωπιστικού παιδευτικού ιδεώδους αλλά κυρίως σε συνάρτηση με τη συλλογική επιβίωση. Η στροφή αυτή απέρρευσε από έναν διπλό φόβο: τον φόβο μπροστά σε έναν ατομικό πόλεμο και σε μιαν οικολογική κατάρρευση. Και στις δύο περιπτώσεις το παράδοξο είναι ότι όσο μεγαλώνει ο φόβος τόσο πιο απαραίτητη γίνεται η τεχνική, έτσι ώστε αποκλείεται η επιστροφή σε συνθήκες όπου θα έλειπαν όσοι κίνδυνοι γέννησε ακριβώς η τεχνική. Η ύπαρξη των ατομικών όπλων εξανάγκασε καθ’ εαυτήν τους πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου να διευρύνουν και να τελειοποιήσουν τα οπλοστάσιά τους ήδη προκειμένου να διαθέτουν δυνατότητα αποτροπής. Η πιθανότητα και η καταστροφικότητα ενός ατομικού πολέμου αυξανόταν παράλληλα με την προσπάθεια της αποτροπής, δηλαδή της παρεμπόδισης του πολέμου διά μέσου επιπρόσθετης τεχνικής προόδου. Ο φαύλος κύκλος τερματίστηκε όχι από την εσωτερική λογική αυτής της κατάστασης αλλά από εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι εξανάγκασαν σε υποχώρηση τον έναν από τους δύο ανταγωνιστές.

Πολύ λιγότερο πρέπει να αναμένεται η επέμβαση του από μηχανής θεού στον οικολογικό τομέα. Αν εδώ υπάρχει πράγματι κάποια διέξοδος, αυτή είναι ότι η τεχνική θα εξουδετερώσει η ίδια τις ανεπιθύμητες παρενέργειές της. Παράγει όμως αυτές τις παρενέργειες ακριβώς επειδή η αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής εξαρτάται όλο και περισσότερο από τεχνικές διαδικασίες και εξελίξεις. Ακόμη και οι σφοδρότεροι κατήγοροι της σύγχρονης τεχνικής δεν θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν ότι χωρίς υψηλή εκτεχνίκευση θα κατέρρεε ο ανεφοδιασμός των σημερινών μαζικών κοινωνιών. Ήδη η διατροφή έξι (και αύριο οχτώ ή δέκα) δισεκατομμυρίων ανθρώπων καθιστά αναπόδραστες εκτεταμένες τεχνικές επεμβάσεις στη φύση και η οικολογική επιβάρυνση θα αυξηθεί αναγκαστικά στον βαθμό που οι παγκόσμιες καταναλωτικές προσδοκίες θα προσανατολισθούν στο δυτικό πρότυπο. Ο φόβος μπροστά στις συνέπειες της τεχνικής και οι τεχνικές ανάγκες της κοινωνίας αυξάνονται παράλληλα, ενώ τόσο ο φόβος όσο και οι ανάγκες ανάγονται σε υπαρξιακά – βιολογικά αίτια.

Δεν ενδείκνυται πάντοτε να κάνει κανείς την ανάγκη φιλοτιμία, συχνά όμως το απαιτούν οι εκάστοτε ιδεολογικές ανάγκες. Σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή Δύση κατανοεί και νομιμοποιεί τον εαυτό της, η τεχνική δεν είναι απλώς κάτι κοινωνικά απαραίτητο αλλά επιπλέον συνδέεται και με το δυτικό ιδεώδες περί ελευθερίας. Αφενός αποτελεί, όπως λέγεται, δημιούργημα και συνάμα επιβεβαίωση της ορθολογικότητας εκείνης, η οποία προστατεύει τα πνεύματα από τη σκοταδιστική «μεταφυσική», επομένως ενισχύει πραγματιστικές ή ανεκτικές στάσεις και έτσι εδραιώνει την πλουραλιστική δημοκρατία. Αφετέρου η τεχνική συναρτάται με ένα άλλο έρεισμα της δημοκρατίας, την ελεύθερη οικονομία. Γιατί η τελευταία χρειάζεται οπωσδήποτε την τεχνική πρόοδο και την προωθεί αδιάκοπα μέσω του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων.

 

 

 

Αντιδημοκρατικός ανορθολογισμός

 

Τούτη η άκρως γενναιόδωρη σύνδεση της τεχνικής με μιαν ορθολογικότητα, η οποία τάχα υπηρετεί την ελευθερία, συμβάλλει ασφαλώς στην καθησύχαση των υπαρξιακών φόβων και γεννά το παρήγορο αίσθημα ότι τουλάχιστο κάνει κανείς ό,τι είναι πολιτικά και ηθικά ορθό, έστω και αν δεν γνωρίζει πού μας οδηγεί αυτό το ορθό. Αν δεν υπεισερχόταν ο ιδεολογικός – ψυχολογικός παράγοντας, θα ήσαν ηπιότερες οι μομφές που διατυπώνουν οι φύλακες της political correctness εναντίον της «εχθρότητας προς την τεχνική» ως έκφρασης ενός αντιδημοκρατικού ανορθολογισμού.

Οι μομφές αυτές γίνονται τόσο σφοδρότερες όσο περισσότερο απειλεί να διαφύγει κάθε ελέγχου ο φόβος που συνεχίζει να υπάρχει πίσω από τις καθησυχάσεις και τις παρηγόριες.

Βέβαια, παρά τις ιδεολογικές υπερασπίσεις της τεχνικής, το γόητρό της έχει μειωθεί στα τελευταία 20 χρόνια. Πρακτικά αποφασιστικό παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι κανείς δεν έχει να προτείνει μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση προς την τεχνική πρόοδο. Οσο καθαρότερα διαγράφεται πίσω από τον Προμηθέα ο μαθητευόμενος μάγος τόσο εντείνεται η εξάρτηση από τις εμπνεύσεις του. Εμπιστεύεται κανείς την τύχη του στην τεχνική χωρίς να την εγκωμιάζει και χωρίς να υπερβαίνει ολοκληρωτικά μιαν εσωτερική δυσπιστία. Οι πλείστοι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες, αν καθόλου στοχάζονται πάνω σε τέτοια ζητήματα, ελπίζουν προφανώς ότι η τεχνική θα βρει εγκαίρως τις απαιτούμενες λύσεις. Η ελπίδα ως μορφή παραίτησης μοιάζει η ψυχολογικά προσφορότερη διέξοδος, όταν θέλει κανείς να αποφύγει μορφές παραίτησης πολύ χειρότερες.

Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες επιλογής. Αν η τεχνική συνθηκολογήσει σε παγκόσμιο επίπεδο μπροστά στη δημογραφική και στην οικολογική επιβάρυνση, τότε σίγουρα μας περιμένει ο κανιβαλισμός. Υπ’ αυτήν την έννοια ο ανθρωπισμός συνεχίζει να εξαρτάται από την τεχνική. Αλλά ένας ανθρωπισμός ο οποίος με τα νώτα στον τοίχο αγωνίζεται ίσα ίσα για να αποφευχθούν οι χείριστες καταστροφές και να διασωθεί η βιολογική ουσία του είδους «άνθρωπος» είναι γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο ένας κολοβωμένος ανθρωπισμός. Το αστικοφιλελεύθερο ανθρωπιστικό ιδεώδες κατέρρευσε εξαιτίας της τεχνικής προόδου, η οποία κατέστησε δυνατή τη μετάβαση στη μαζική δημοκρατία της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Αν παρ’ όλ’ αυτά η τεχνική παραμένει ο έσχατος φύλακας του ανθρωπισμού, ο λόγος είναι ότι στο μεταξύ άλλαξε ριζικά η σημασία του τελευταίου.

 

Πηγή

 

Η τεχνική και το ιδεώδες – Κάποιες παρατηρήσεις

 

Το κείμενο του Κονδύλη είναι εξαιρετικά πυκνό και ουσιαστικό. Παρότι υπάρχουν διασκευές του για σχολική χρήση προτιμήσαμε να το παραθέσουμε ολόκληρο, ώστε να μην επέμβουμε αυθαίρετα στις νοηματοδοήσεις του γράφοντος.

Οι προτεινόμενες ασκήσεις επί του κειμένου, είναι ασκήσεις που η μαθήτρια και ο μαθητής μπορούν να αντιμετωπίσουν. Πίστη μας είναι ότι η επαφή και με πιο απαιτητικά κείμενα βοηθά τους μαθητές να κατανοήσουν ότι τα φαινόμενα είναι πολυδυναμικά και η αλληλεπίδραση είναι συνεχής.

 

 

 

Προτεινόμενες ασκήσεις επί του κειμένου

 

 

Α. Το κείμενο “Η τεχνική και το ιδεώδες” δημοσιεύτηκε στον τύπο. Σε ποιο κειμενικό είδος θεωρείτε ότι ανήκει; Να εντοπίσετε τρία χαρακτηριστικά που να πιστοποιούν την απάντησή σας με παραπομπές στο κείμενο.

 

Β. Να εντοπίσετε την τέταρτη παράγραφο του κειμένου “Η αντίθεση ανάμεσα…ιδεώδες της προσωπικότητας” έναν τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο.

 

Γ. Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου ο Κονδύλης επιλέγει να χρησιμοποιήσει και την επίκληση στο συναίσθημα ως τρόπο πειθούς. Αφού εντοπίσετε τα σημεία αιτιολογήστε την επιλογή του αυτή λαμβάνοντας υπόψη την πρόθεσή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε όλο το κείμενο.

 

Δ.  “Αν παρ’ όλ’ αυτά η τεχνική παραμένει ο έσχατος φύλακας του ανθρωπισμού, ο λόγος είναι ότι στο μεταξύ άλλαξε ριζικά η σημασία του τελευταίου”. Σε μια παράγραφο 100 – 120 λέξεων να σχολιάσετε το περιεχόμενο της παραπάνω περιόδου του κειμένου.

 

Ε. Να εντοπίσετε στο κείμενο τρία σημεία που ο Παναγιώτης Κονδύλης κάνει χρήση εισαγωγικών. Τι επιδιώκει στην κάθε περίπτωση;

 

 

Υποδειγματικές απαντήσεις και θεωρία

 

Για τις απαντήσεις σας και τυχόν απορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Για να συμβουλευτείτε σημαντικά σημεία θεωρίας της έκθεσης μπορείτε να ανατρέξετε εδώ. Η σελίδα ανανεώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με εκπαιδευτικό υλικό και προτεινόμενα θέματα Έκθεσης. Για τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος στο Φιλολογικό ανατρέξτε εδώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στοχαστικό Δοκίμιο

Στοχαστικό Δοκίμιο χαρακτηρίζουμε ένα δοκιμιακό κείμενο, το οποίο προσεγγίζει τη λογοτεχνία. Ας παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό ότι στη σύγχρονη κειμενική θεωρία ο ορισμός του τι μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνία είναι ιδιαίτερα διευρυμένος. Όπως κάθε δοκίμιο, το στοχαστικό δοκίμιο είναι μια δοκιμή, μια προσπάθεια της δοκιμιογράφου να επικοινωνήσει, να θίξει, να προβληματίσει. Κυρίως, όμως να τέρψει.

 

 

 

Στοχαστικό Δοκίμιο – Βασικά Χαρακτηριστικά

 

  • Η Πρόθεση: Βασικός στόχος του δοκιμιογράφου είναι να τέρψει τον αναγνώστη του. Ακόμα και όταν το θέμα που θίγεται είναι δυσάρεστο, ο τρόπος που προσεγγίζεται στοχεύει στην αισθητική απόλαυση της αναγνώστριας και του αναγνώστη.

 

  • Ο Τρόπος Πειθούς: Η επίκληση στο συναίσθημα είναι ο κυρίαρχος τρόπος πειθούς στο στοχαστικό δοκίμιο. Η δοκιμιογράφος μπορεί να κάνει ελεύθερο συνειρμό, να χρησιμοποιήσει περιγραφή και αφήγηση και ο λόγος της να είναι εικονοπλαστικός. Όπως έχει προαναφερθεί ένα κείμενο είναι ζωντανός οργανισμός. Σπάνια συναντούμε μόνον έναν τρόπο πειθούς σε ένα κείμενο. Αυτό που μας καθοδηγεί είναι ποιος τρόπος πειθούς είναι αυτός που κυριαρχεί.

 

  • Το Πρόσωπο: Το στοχαστικό δοκίμιο χαρακτηρίζεται από τον προσωπικό τόνο του δοκιμιογράφου. Πολλές φορές το κείμενο μας δίνει την εντύπωση μιας εξομολόγησης. Ο γράφων μας καλεί να αισθανθούμε το θέμα από τη δική του οπτική, επιλέγει την προσωπική προσέγγιση. Είναι επόμενο, λοιπόν, το πρόσωπο που κυριαρχεί να είναι συνήθως το α’ ενικό.

 

 

Μορφολογικά Χαρακτηριστικά

 

  • Η Χρήση της Γλώσσας: Ο εικονοπλαστικός λόγος που επιλέγεται από τον δοκιμιογράφο οδηγεί στη μεταφορική – συνυποδηλωτική χρήση της γλώσσας. Μεταφορές και ποιητικές εικόνες είναι συνηθισμένες σε ένα στοχαστικό δοκίμιο. 

 

  • Το Υφος: Η χρήση της γλώσσας πολλές φορές οδηγεί σε ένα ύφος γλαφυρό και λογοτεχνικό. Ακόμα όμως και όταν το ύφος είναι απλό, καθημερινό αυτό που ξεχωρίζει το στοχαστικό δοκίμιο είναι η αμεσότητα και η οικειότητα που επιτυγχάνεται κατά την ανάγνωσή του.

 

  • Το Θέμα: Το στοχαστικό δοκίμιο προσφέρει μεγάλη ευελιξία όσον αφορά το θέμα του δοκιμίου. Η δοκιμιογράφος μπορεί να αντλήσει το θέμα της από τον χώρο της τέχνης ή τον ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό ή ηθικό. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να γράψουμε ένα δοκίμιο για οποιοδήποτε θέμα. Η προϋπόθεση που πρέπει να τηρείται είναι ότι το θέμα του δοκιμίου έχει ένα ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον. Ο τρόπος προσέγγισης είναι στη διακριτική ευχέρεια της γραφούσης. 

 

  • Η Οπτική: Η εστίαση είναι καθαρά προσωπική. Ο δοκιμιογράφος δεν ανησυχεί για το κατά πόσον θα φανεί υποκειμενικός. Θα λέγαμε, αντίθετα, ότι αυτή η υποκειμενικότητα είναι ζητούμενο και ενισχύει την αίσθηση της αμεσότητας και οικειότητας στο κείμενο. 

 

  • Η Οργάνωση: Το στοχαστικό δοκίμιο δεν χαρακτηρίζεται από την αυστηρή τριμερή διάταξη του δοκιμίου πειθούς. Αντίθετα, αυτό που κυριαρχεί είναι μια γραφή συνειρμική, η οποία πολλές φορές δίνει την αίσθηση της συζήτησης. Ας λάβουμε υπόψη μας στο σημείο αυτό πως αυτός ο τρόπος γραφής είναι εξαιρετικά δύσκολος.

 

 

Τα σύγχρονα στοχαστικά δοκίμια

 

Τα όρια ανάμεσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο και ένα σύγχρονο στοχαστικό δοκίμιο δεν είναι εύκολα διακριτά. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι είναι ευχάριστο να παρατηρούμε αυτή την ανάμειξη των κειμενικών ειδών, διότι αυτό προωθεί τον πειραματισμό και τη ροή της δημιουργίας. Θα θέλαμε να σταθούμε στον Γιώργο Ιωάννου και στο μικρό του διήγημα “Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς”, ένα αριστούργημα απλής, υπέροχης γραφής. Διαβάζοντας το διαπιστώσουμε ότι το κείμενο είναι βαθύτατα λογοτεχνικό και ότι έχει αρκετά σημεία που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ένα στοχαστικό δοκίμιο.

Στην ιστοσελίδα μας (filologiko.ελ) θα συναντήσετε επιπλέον εκπαιδευτικό υλικό καθώς και εκπαιδευτικά video, στα οποία έχουν πρόσβαση οι μαθητές του Φιλολογικού Φροντιστηρίου.

 

Στοχαστικό δοκίμιο. Ανάλυση από το Φροντιστήριο Ανθρωπιστικής Φιλολογικό.

 

 

Αποδεικτικό Δοκίμιο – Σημειώσεις για την Έκθεση

Αποδεικτικό δοκίμιο ή δοκίμιο πειθούς ονομάζουμε τη πιο συνηθισμένη κατηγορία δοκιμίων. Για να χαρακτηρίσουμε ως δοκίμιο πειθούς ένα κείμενο, πρέπει να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Στο αποδεικτικό δοκίμιο,  ο κυρίαρχος Τρόπος Πειθούς είναι η  επίκληση στη λογική . Από αυτήν ακριβώς την επιλογή απορρέουν και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που εντοπίζουμε σε αυτή την κατηγορία κειμένων.

 

Αποδεικτικό Δοκίμιο – Τα Βασικά Χαρακτηριστικά

 

Αποδεικτικό Δοκίμιο - έργο του josep martins

 

Ας εξετάσουμε πιο αναλυτικά ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία μας επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε ένα κείμενο ως αποδεικτικό δοκίμιο.

 

 

 

  • Το Θέμα: Η συντάκτρια ή ο συντάκτης ενός δοκιμίου πειθούς μπορεί να αφορμάται από την επικαιρότητα και να επιθυμεί να καταγράψει τον προβληματισμό του. Ενδέχεται να τον απασχολεί κάποιο περισσότερο διαχρονικό ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το κείμενό του απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό με την έννοια ότι ακόμα και αν ξεκινά από μια προσωπική βάση, το δοκίμιο γράφεται διότι το θέμα του έχει κοινωνικό ενδιαφέρον. Αυτό είναι το πλέον βασικό χαρακτηριστικό που ανιχνεύουμε διαβάζοντας ένα τέτοιου είδους κείμενο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο δοκίμιο, το άτομο ως πολίτης συναντά το κοινωνικό δείχνοντας έμπρακτο ενδιαφέρον και συμμετοχή.

 

  • Η Πρόθεση: Η δοκιμιογράφος ή ο δοκιμιογράφος δεν επιδιώκουν απλά να μας πείσουν για μια συγκεκριμένη άποψη. Συνήθως έχουν και οι ίδιοι έναν προβληματισμό για κάποιο ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα. Επιδιώκουν να πληροφορήσουν σφαιρικά και να κάνουν τους αναγνώστες τους κοινωνούς αυτού ακριβώς του προβληματισμού. Είναι πολύ σύνηθες, όταν τελειώνουμε την ανάγνωση του δοκιμίου, να συνειδητοποιούμε πλευρές που δεν είχαμε αντιληφθεί μέχρι να διαβάσουμε το κείμενο. Το δοκίμιο που μας κάνει να αναρωτηθούμε για όψεις ενός θέματος που δεν είχαν πέσει στην αντίληψή μας είναι ένα δοκίμιο, το οποίο υπηρετεί την κοινωνική του λειτουργία. 

 

 

Οι Τρόποι και τα Μέσα Πειθούς

 

 Στο Αποδεικτικό δοκίμιο μπορούμε να συναντήσουμε διαφορετικούς τρόπους και μέσα Πειθούς. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, κυριαρχεί η Επίκληση στη Λογική. Το κείμενο συγκροτείται με επιχειρήματα, τα οποία βασίζονται σε τεκμήρια. Το αποδεικτικό δοκίμιο, ωστόσο,  έχει και ως στόχο να τέρψει τον αναγνώστη (δεν είναι μια επιστημονική πραγματεία) και, επομένως, ενδέχεται να υπάρχουν σημεία που η επίκληση στο συναίσθημα χρησιμοποιείται. Κάποιες φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η επίκληση στην αυθεντία. Συνήθως, η δοκιμιογράφος παραθέτει τα λόγια κάποιου τρίτου καταξιωμένου προσώπου αποσκοπώντας στην ενίσχυση της διακειμενικότητας και τη θεμελίωση των επιχειρημάτων του.

 

 

 

Αποδεικτικό Δοκίμιο – Μορφολογικές Επισημάνσεις

 

Υπάρχουν επιμέρους κοινά χαρακτηριστικά στα δοκίμια πειθούς, τα οποία μπορούμε να τα εντοπίσουμε στα ακόλουθα σημεία:

 

  • Οργάνωση: Οι σκέψεις του συγγραφέα οργανώνονται λογικά. Ακολουθείται τριμερής δομή με σαφή πρόλογο, ανάπτυξη των ιδεών και επίλογο. Το κείμενό μας χαρακτηρίζεται από συνοχή, συνεκτικότητα, αλληλουχία και ενότητα.

 

  • ΟπτικήΟ δοκιμιογράφος επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού να είναι αντικειμενικός. Οι σκέψεις που παραθέτει φροντίζει να βασίζονται σε τεκμήρια, τα οποία να είναι αξιόπιστα. Η επιχειρηματολογία οφείλει να είναι συγκροτημένη και καταγεγραμμένη με τρόπο ώστε η αναγνώστρια και ο αναγνώστης να μπορεί να παρακολουθήσει τη ροή της σκέψης του.

 

  • Γλώσσα: Σε ένα αποδεικτικό δοκίμιο ο σκοπός του γράφοντος είναι να αποδώσει τα νοήματά του με σαφήνεια και καθαρότητα. Η χρήση της γλώσσας που επικρατεί είναι η αναφορική, δηλωτική. Αυτό δεν αποκλείει, φυσικά, και τη μεταφορική χρήση της γλώσσας. Το κείμενο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο τόνος μπορεί να γίνει πιο προσωπικός και να έχουμε χρήση μεταφορικού λόγου. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, για να χαρακτηρίσουμε ένα κείμενο ως δοκίμιο πειθούς είναι αναγκαίο να επικρατεί η δηλωτική χρήση της γλώσσας. 

 

  • Ύφος: Στο δοκίμιο πειθούς το ύφος είναι σοβαρό. Υπάρχουν σημεία που η δοκιμιογράφος ενδέχεται να δίνει ένα πιο προσωπικό τόνο στο κείμενο. Από τη στιγμή, ωστόσο, που ο κυρίαρχος τρόπος ανάπτυξης βασίζεται στα επιχειρήματα και τα τεκμήρια του γράφοντος, συνάγουμε ότι το ύφος θα είναι σοβαρό και επεξηγηματικό. 

 

  • Πρόσωπο: Το κυρίαρχο πρόσωπο στο αποδεικτικό δοκίμιο είναι το γ’ (είτε ενικού, είτε πληθυντικού αριθμού). Προσφέρει την αναγκαία αποστασιοποίηση, ώστε να παρουσιαστεί, όσο πιο αντικειμενικά γίνεται ο προβληματισμός του δοκιμιογράφου. Στόχο μας είναι να προσεγγίσουμε τον αναγνώστη κάνοντας επίκληση στη λογική του και όχι στο θυμικό του.

 

Να σημειώσουμε ότι η πλειοψηφία των δοκιμίων που οι μαθητές έρχονται σε επαφή, στο μάθημα της έκθεσης ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Είναι δοκίμια πειθούς και αρκετά συχνά ζητείται να δικαιολογηθεί ο χαρακτηρισμός αυτός.

Η απάντησή μας πρέπει να βασίζεται στον εντοπισμό των βασικών χαρακτηριστικών που έχει γενικά ένα δοκίμιο – είτε είναι δοκίμιο πειθούς είτε στοχαστικό δοκίμιο – τόσο στην μορφή, όσο και στο περιεχόμενο.

 

 

 

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

  • Θεματικοί Κύκλοι για το Ενιαίο Λύκειο (Ο.Ε.Δ.Β.)
  • Έκφραση – Έκθεση: Γενικό Λύκειο, Τεύχος Γ’ (Ο.Ε.Δ.Β.)
  • Οδηγός για την Έκφραση – Έκθεση  Γ’ Λυκείου -/ Άρης Γιαβρής – Θεόδωρος Στουφής / Εκδόσεις Κέδρος
  • Έκφραση -Έκθεση για την Γ’ Λυκείου / Χρήστος Σάρρας / Ελληνοεκδοτική
  • Τεχνικές Έκφρασης / Έκφραση -Έκθεση Γ’Λυκείου / Μαρία Πετροπούλου /Εκδόσεις Ζήτη

 

 

 

Χαρακτηριστικά του Δοκιμίου – Σημειώσεις για την Έκθεση

Η προσπάθεια να εντοπίσουμε τα ομοιογενή χαρακτηριστικά του δοκιμίου δεν είναι εύκολη. Στα Ελληνικά γράμματα η πρώτη μορφή του όρου έρχεται από τον Γιώργο Σεφέρη. Το έργο του Δοκιμές είναι μια συλλογή δοκιμίων και η λέξη που χρησιμοποιεί ως τίτλο είναι, προφανώς, μια προσπάθεια απόδοσης της Αγγλικής λέξης “essay” στα Νέα Ελληνικά. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό ρήμα  “essayer”, το οποίο σημαίνει “προσπαθώ”, ή “επιχειρώ”.

Στους δύο τόμους του έργου, ο Σεφέρης προσεγγίζει θέματα και καλλιτέχνες που αγαπά. Θα συναντήσουμε κείμενα για τον T.S. Eliot , τον ζωγράφο Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη…Σε κάθε περίπτωση επιχειρεί, προσπαθεί να προσεγγίσει, να συγκινήσει, να ανοίξει νέους δρόμους. Αυτό μας οδηγεί στο πρώτο χαρακτηριστικό του δοκιμίου.

 

 

Τα Χαρακτηριστικά του Δοκιμίου – Ελευθερία στον τρόπο γραφής, πειραματισμός.

 

 

Χαρακτηριστικά του δοκιμίου - Photo by Juha Lakaniemi on Unsplash

 

Ο πρώτος συγγραφέας που κατονόμασε τα έργα του ως δοκίμια ήταν ο  Michel de Montaigne. Ξεκίνησε τη συγγραφή τους το 1572 και το 1580 η συλλογή των δοκιμίων του δημοσιεύτηκε σε δύο τόμους. Κάτω από τον όρο δοκίμιο λοιπόν περιλαμβάνουμε ένα πολύ μεγάλο εύρος κειμένων. Ο τρόπος γραφής ποικίλει από κείμενο σε κείμενο. Αρκετές φορές μέσω των δοκιμίων οι συγγραφείς πειραματίζονται στον τρόπο γραφής. Συχνά, δεν είναι ξεκάθαρα πόσο κοντά στη λογοτεχνία ή στον επιστημονικό λόγο βρίσκεται ένα δοκίμιο.

Το πρώτο χαρακτηριστικό λοιπόν του δοκιμίου είναι αυτή η ελευθερία στον τρόπο έκφρασης και γραφής.

 

 

Το Θέμα του Δοκιμίου

 

Η ελευθερία στον τρόπο γραφής αντανακλάται και στη θεματολογία του δοκιμίου. Ο δοκιμιογράφος δεν περιορίζεται στο ποιο θα είναι το θέμα του δοκιμίου του. Γράφει για αυτό που αγγίζει τον ίδιο και μάλιστα με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Αν υπάρχει κάποιος περιορισμός, αυτός μπορεί να είναι ότι, σε αντίθεση με το ποίημα που μπορεί φαινομενικά να ενδιαφέρει μόνο τον ποιητή, το θέμα του δοκιμίου έχει ένα ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον.

Η πρόθεση όταν γράφουμε ένα δοκίμιο είναι να επικοινωνήσουμε τον προβληματισμό, τη συγκίνηση, την έκπληξή μας για κάποιο θέμα.

 

 

Το Δοκίμιο δεν εξαντλεί το Θέμα του

 

Τα δοκίμιο δεν είναι η εξαντλητική μελέτη ενός θέματος. Ο συγγραφέας του δεν επιχειρεί να διδάξει, δεν παρουσιάζει διατριβή. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πτυχή του θέματος που επιθυμεί να φωτίσει. Τα δοκίμια που μας αγγίζουν περισσότερο είναι εκείνα τα οποία μας αφήνουν με κάποια νέα ερωτήματα. Κάθε δοκίμιο είναι ένα κάλεσμα να σκεφτούμε, να δούμε ένα θέμα από μια πλευρά που πιθανόν να μην είχαμε σκεφτεί.

Ας σκεφτούμε, χαρακτηριστικά, τα δοκίμια που γράφονται για ζητήματα Βιοηθικής. Ένα θέμα όπως η κλωνοποίηση για θεραπευτικούς σκοπούς, είναι ένα ζήτημα  που απαιτεί ένα πλαίσιο ευρύτερου διαλόγου και προβληματισμού. Δεν είναι ένα θέμα με ξεκάθαρη απάντηση  (γενικά, αυτό συμβαίνει στην πλειοψηφία των κοινωνικών ζητημάτων), είναι ένα ζήτημα που μας υποχρεώνει να σκεφτούμε διαφορετικά, να αναρωτηθούμε στο πλαίσιο μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας.

Στο πλαίσιο αυτό ο δοκιμιογράφος είναι και η φωνή μιας κοινωνίας στα θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει.

 

 

 

Το Δοκίμιο ως Γέφυρα Επικοινωνίας

 

Προσπαθώντας να εντοπίσουμε τα χαρακτηριστικά του δοκιμίου, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι γράφουμε ένα δοκίμιο στην προσπάθειά μας να επικοινωνήσουμε με ένα κοινό. Οι εκφραστικοί τρόποι ,λοιπόν, που χρησιμοποιεί η συντάκτρια ή ο συντάκτης του κειμένου επιδιώκουν να χτίσουν αυτή τη γέφυρα επικοινωνίας με τους αναγνώστες τους. Ερχόμαστε, εδώ, και σε ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό αυτού του κειμενικού είδους. Το δοκίμιο χαρακτηρίζεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από προσωπικό τόνο.

 

 

Τα Χαρακτηριστικά του Δοκιμίου συνοπτικά

 

Τα ομοιογενή χαρακτηριστικά του δοκιμίου, όπως μπορούμε να τα ανιχνεύσουμε στην πληθώρα των κειμένων, μπορούν να αποδοθούν συνοπτικά ως εξής:

 

  • Το δοκίμιο θίγει ένα θέμα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. (Πολιτικό, Κοινωνικό, Πολιτιστικό κλ.π.)

 

  • Απευθύνεται σε ευρύ κοινό ή σε κοινό που ενδιαφέρεται για ένα συγκεκριμένο θέμα. Επειδή, δεν απευθύνεται σε ειδήμονες δεν περιέχει εκτεταμένη εξειδικευμένη ορολογία σε αντίθεση με το επιστημονικό κείμενο. 

 

  • Το δοκίμιο δεν είναι εξαντλητική μελέτη ενός θέματος. Είναι απόπειρα προσέγγισης μέσα από την οπτική της συντάκτριας ή του συντάκτη του.

 

  • Η πρόθεση του συγγραφέα είναι κυρίως να προκαλέσει τον προβληματισμό του αναγνώστη. Επιθυμεί, συνήθως, να θέσει ερωτήματα, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε γόνιμο προβληματισμό και διάλογο.

 

  • Το δοκίμιο έχει και αισθητική αξία. Η σύγχρονη κειμενική θεωρία το αναγνωρίζει ως είδος με έντονη πλαστικότητα και δυναμική. Και όπως προείπαμε τα όρια ανάμεσα στο δοκίμιο και τη λογοτεχνία δεν είναι εύκολα διακριτά. Στο δοκίμιο, επομένως, συναντάμε συχνά και σχήματα λόγου (μεταφορές, παρομοιώσεις κλ.π.) ή και άλλες τεχνικές (ρητορικά ερωτήματα, ευθύ λόγο). Ο σκοπός είναι το κείμενο να γίνει περισσότερο ελκυστικό, να τέρψει τον αναγνώστη. 

 

 

Με τα λόγια του Aldous Huxley

 

Ο Aldous Huxley, υπήρξε ένας τεράστιος συγγραφέας. Μέσα στα ενδιαφέροντά του ήταν και η συγγραφή δοκιμίων. Παραθέτουμε τα λόγια του μέσα από τα οποία φαίνεται η άποψη και ο τρόπος που προσέγγιζε και έγραφε τα δοκίμιά του.

 

“Τρία είναι τα επίπεδα αναφοράς στο δοκίμιο. Καταρχάς, ο άξονας του προσωπικού και αυτοβιογραφικού. Στη συνέχεια, ο άξονας του πραγματικού, του αντικειμενικού γύρω μας. Τέλος, ο άξονας του καθολικού, της μεγάλης εικόνας.

Οι περισσότεροι δοκιμιογράφοι αισθάνονται πιο άνετα στον έναν ή στους δύο άξονες. Υπάρχουν εκείνοι, στους οποίους το προσωπικό στοιχείο είναι έντονο. Υπάρχουν εκείνοι που δε μιλούν ανοιχτά για τον εαυτό τους. Στρέφουν το βλέμμα τους στο χειροπιαστό, στο αντικειμενικό γύρω τους. Και υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι κατορθώνουν να μας δώσουν τη γενική εικόνα.

Φυσικά, η μεγαλύτερη απόλαυση προκύπτει από εκείνους τους δοκιμιογράφους που κατορθώνουν να εξερευνήσουν και τα τρία πεδία αναφοράς.” 

 

 

Σύγχρονος δοκιμιακός λόγος

 

Στο μάθημα της έκθεσης ερχόμαστε σε επαφή με δοκίμια που έχουν μια πιο κλασική μορφή. Τα χαρακτηρίζουμε είτε ως δοκίμια πειθούς, είτε ως στοχαστικά δοκίμια. Το κείμενο με την ευρεία έννοια, ωστόσο, εξελίσσεται. Υπάρχουν γύρω μας συγγραφείς που γράφουν κείμενα τα οποία δεν εντάσσονται σε μια κατηγορία αυστηρά.

Διακρίνονται για την ιδιαίτερη αισθητική τους αξία και το προσωπικό στυλ των συντακτών τους. Θα παραθέσουμε ένα Ελληνικό και ένα Αγγλόφωνο blog ενδεικτικά. Τα κείμενα που δημοσιεύονται εκεί πέραν της εξαίρετης γραφής είναι και θεματολογικά πρωτότυπα και ξεχωριστά.

 

 

 

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

 

  • Θεματικοί Κύκλοι για το Ενιαίο Λύκειο (Ο.Ε.Δ.Β.)
  • Έκφραση – Έκθεση: Γενικό Λύκειο, Τεύχος Γ’ (Ο.Ε.Δ.Β.)
  • Οδηγός για την Έκφραση – Έκθεση  Γ’ Λυκείου -/ Άρης Γιαβρής – Θεόδωρος Στουφής / Εκδόσεις Κέδρος
  • Έκφραση -Έκθεση για την Γ’ Λυκείου / Χρήστος Σάρρας / Ελληνοεκδοτική
  • Τεχνικές Έκφρασης / Έκφραση -Έκθεση Γ’Λυκείου / Μαρία Πετροπούλου /Εκδόσεις Ζήτη