Οι αφηγηματικοί τρόποι ως μέρος των αφηγηματικών τεχνικών
Τόσο στο ποιητικό, όσο και στο πεζό κείμενο ο λογοτέχνης έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους. Οι αφηγηματικοί τρόποι εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία των αφηγηματικών τεχνικών. Οι βασικότεροι αφηγηματικοί τρόποι είναι:
  • Η διήγηση
  • Η περιγραφή
  • Ο διάλογος
  • Η αφήγηση
  • Ο εσωτερικός μονόλογος
  • Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος
  • Η μίμηση
  • Η εγκιβωτισμένη αφήγηση
  • Τα σχόλια
 
Η διήγηση ως αφηγηματικός τρόπος
Όταν ο ποιητής ή ο πεζογράφος επιλέξει να χρησιμοποιήσει τη διήγηση, αποκλείει την αυτοτελή αναφορά στο λόγο των άλλων προσώπων. Τα γεγονότα εξιστορούνται σε τρίτο πρόσωπο και η εστίαση είναι αυτή ενός “παντογνώστη παρατηρητή”, ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει τα πάντα για την ιστορία και τα πρόσωπα που συμμετέχουν. Ακόμα και οι πιο βαθιές σκέψεις των ηρώων είναι γνώριμες σε αυτόν. Κατανοούμε ότι η παρουσίαση μιας ιστορίας με αυτόν τον τρόπο είναι απόλυτα υποκειμενική. Τα λόγια των ηρώων, τα κίνητρά τους και οι επιθυμίες τους δίνονται σε πλάγιο λόγο. Ουσιαστικά δεν ακούμε ποτέ τη δική τους φωνή. Έχει διατυπωθεί η εύλογη απορία κατά πόσον ο αφηγητής είναι σε θέση να γνωρίζει τόσο καλά το βάθος της ψυχής των ηρώων. Είναι ξεκάθαρο ότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει μια τέτοιου είδους γνώση. Ο αναγνώστης του λογοτεχνικού κειμένου γνωρίζει και ο ίδιος ότι αυτή η παντοδυναμία του αφηγητή είναι μια λογοτεχνική σύμβαση, την οποία ακολουθεί, καθώς συντείνει στη απόλαυση του κειμένου.    
Η περιγραφή
Όταν παρουσιάζουμε τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή μιας τοποθεσίας κάνουμε περιγραφή. Η περιγραφή ως αφηγηματικός τρόπος χρησιμοποιείται έντονα από τις απαρχές της καταγεγραμμένης λογοτεχνικής παραγωγής, από το έπος. Ας θυμηθούμε την περιγραφή του Ομήρου στη ραψωδία Σ’ της Ιλιάδας. Με κάθε λεπτομέρεια φέρνει μπροστά στα μάτια μας την ασπίδα του Αχιλλέα. Η περιγραφή χρησιμοποιήθηκε και στο κλασικό μυθιστόρημα του 18ου και 19ου αιώνα ως μια τεχνική επιβράδυνσης και κορύφωσης της αγωνίας. Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε και σε μια ακόμα κατηγοριοποίηση αναφέροντας ότι η περιγραφή διακρίνεται:
  • Σε ρεαλιστική περιγραφή, κατά την οποία περιγράφεται ένα πραγματικό πρόσωπο, τοπίο ή πράγμα. Για παράδειγμα, μια περιγραφή του Ολύμπου.
  • Σε φανταστική περιγραφή, κατά την οποία περιγράφονται πλάσματα και οντότητες που υπάρχουν στη φαντασία του συγγραφέα. Για παράδειγμα, μια περιγραφή ενός εξωγήινου όντος.
  • Σε μεικτή περιγραφή, κατά την οποία ξεκινώντας από την περιγραφή ενός υπαρκτού προσώπου ή πράγματος προσθέτουμε και άλλα στοιχεία που αποτελούν προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα.
 
Ο διάλογος
Ο διάλογος είναι ο βασικός τρόπος των θεατρικών έργων. Αυτήν ακριβώς τη λειτουργία επιτελεί και όταν χρησιμοποιείται στο πεζό ή ποιητικό κείμενο. Προσφέρει θεατρικότητα και ζωντάνια, δίνει τη δυνατότητα να σκιαγραφηθεί η προσωπικότητα και η ψυχοσύνθεση των ηρώων μέσα από τα λεγόμενα τους, το πως επικοινωνούν ή αντιπαρατίθενται. Τα έργα του Πλάτωνα είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή, κάτι που τα συγκαταλέγει και στα λογοτεχνικά αριστουργήματα. Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό. Η χρήση του διαλόγου, που συνήθως γίνεται και στην ιδιωματική διάλεκτο των πρωταγωνιστών βοηθά ιδιαίτερα να σκιαγραφηθούν οι προσωπικότητές τους. Η αντίθεση ανάμεσα στην καθαρεύουσα της αφήγησης και το ιδίωμα του διαλόγου δημιουργεί μια αντίστιξη και εντείνει την απόλαυση του κειμένου.  
Η αφήγηση
Για να έχουμε αφήγηση πρέπει να υπάρχουν τρία στοιχεία: Ο πομπός, ο οποίος αφηγείται, ο δέκτης που λαμβάνει το μήνυμα και φυσικά το περιεχόμενο της αφήγησης. Βασικό σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι σε μια αφήγηση δεν είναι δυνατόν να συμπεριλάβουμε όλα τα γεγονότα. Αυτό καθιστά την επιλογή και το ταλέντο του λογοτέχνη ως το πρωταρχικό στοιχείο που θα καθορίσει και την ποιότητα των γραφομένων. Στη σύγχρονη λογοτεχνία είναι σύνηθες το φαινόμενο του πειραματισμού στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται η αφήγηση. Πολλές φορές καλούμε τον αναγνώστη να “συμπληρώσει” τα κενά. Με αυτόν τον τρόπο ο κάθε αναγνώστης γίνεται και συνδημιουργός.    
Ο εσωτερικός μονόλογος
Ο εσωτερικός μονόλογος εστιάζει στη ροή των σκέψεων ενός πρωταγωνιστή. Ο τρόπος που μιλάμε στον εαυτό μας είναι συνειρμικός. Συναισθήματα, σκέψεις, αναμνήσεις, μελλοντικές προβολές περνούν από μπροστά μας, όπως οι εικόνες μιας ταινίας. Η αλληλουχία είναι εσωτερική, δεν εντοπίζεται παρά μόνο μέσα στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση και ιστορία του υποκειμένου.    
Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος
  Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος χαρακτηρίζεται ως η ενδιάμεση μορφή ανάμεσα στον ευθύ και τον πλάγιο λόγο. Ουσιαστικά πρόκειται για τον συνδυασμό δύο φωνών: του αφηγητή και του χαρακτήρα του οποίου τα λόγια μεταφέρει ο αφηγητής. Στον ελεύθερο πλάγιο λόγο δεν έχουμε ρήμα εξάρτησης, άρα τα λόγια των προσώπων μεταφέρονται με μεγαλύτερη πειστικότητα. Η αδυναμία του ελεύθερου πλάγιου λόγου είναι πως δεν είναι πάντοτε σαφές το αν πρόκειται για τα λόγια ενός προσώπου ή για την ερμηνεία του ίδιου του αφηγητή. Ας παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για να αποσαφηνίσουμε το σημείο: Ευθύς λόγος: Όταν τον συνάντησε του είπε λάμποντας: “Χαίρομαι που σε βλέπω.” Πλάγιος λόγος: Όταν τον συνάντησε του είπε ότι ένοιωσε χαρά που τον είδε. Ελεύθερος πλάγιος λόγος: Όταν τον συνάντησε έλαμψε. Χαίρονταν πολύ που τον είδε.    
Η μίμηση
Με τον συγκεκριμένο τρόπο ο λογοτέχνης έχει την επιλογή να παρουσιάσει την ιστορία μέσω ενός άλλου προσώπου, συνήθως πλαστού (φανταστικού) σε πρώτο – κατά κανόνα – πρόσωπο. Δεν αποκλείεται η αφήγηση να πραγματοποιείται και στο τρίτο πρόσωπο και τα συμβάντα να αποδίδονται από την οπτική γωνίια ενός χαρακτήρα. Τις περισσότερες φορές η επιλογή είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθώς με αυτόν τον τρόπο ο λόγος αποκτά σφριγηλότητα και ζωντάνια και δίνει την αίσθηση της αυθεντικότητας. Αρκετές φορές παρατηρούμε ότι μπορεί να έχουμε μια καθαρά διαλογική αφήγηση. Είναι μια τεχνική που προέρχεται από το θέατρο. Ο αφηγητής απουσιάζει και η εξέλιξη της υπόθεσης παρουσιάζεται μέσα από τον διάλογο. Τέλος, ο πιο συχνός τρόπος είναι αυτός της μικτής αφήγησης μέσα στον εκφραστικό τρόπο της μίμησης. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει αφηγητής. Η αφήγησή του, ωστόσο, διακόπτεται από διαλόγους ανάμεσα στα πρόσωπα της ιστορίας. Αυτόν τον αφηγηματικό τρόπο θα τον συναντήσουμε στα περισσότερα διηγήματα και μυθιστορήματα.  
Η εγκιβωτισμένη αφήγηση
Στην εγκιβωτισμένη αφήγηση μια αφήγηση τοποθετείται στο εσωτερικό μιας άλλης. Έξοχα παραδείγματα εγκιβωτισμού έχουμε στον Όμηρο αλλά και στις Χίλιες και μια νύχτες. Την τεχνική της εγκιβωτισμένης αφήγησης χρησιμοποιεί και η Karen Blixen στο αριστούργημά της 7 Gothic Tales (Επτά Γοτθικές ιστορίες).  
Τα σχόλια
Σε κάποιες περιπτώσεις ο αφηγητής προσθέτει κάποια σχόλια που αφορούν τα πρόσωπα της ιστορίας ή τα δρώμενα. Με αυτόν τον τρόπο δίνει την εντύπωση ότι κάνει έναν διάλογο με τον αναγνώστη, ότι του ζητά να εστιάσει σε κάποια συγκεκριμένη πτυχή της ιστορίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα σχόλια που παραθέτει ο Γιώργος Ιωάννου στο έργο του “Μες τους προσφυγικούς συνοικισμούς.”   Εκπαιδευτικό υλικό καθώς και εκπαιδευτικά video στα οποία έχουν πρόσβαση οι μαθήτριες και οι μαθητές του Φιλολογικού Φροντιστηρίου θα βρείτε στην ιστοσελίδα μας filologiko.ελ, η οποία αφορά τα διαδικτυακά μαθήματα που παρέχουμε. Για τα δια ζώσης τμήματά μας και τα αντίστοιχα Προγράμματα Σπουδών, ενημερωθείτε εδώ και φυσικά στη Γραμματεία του Φροντιστηρίου. Οι αφηγηματικοί τρόποι ως μέρος των αφηγηματικών τεχνικών.
Η διακειμενικότητα μέσα από παραδείγματα

Η διακειμενικότητα είναι ένας σχετικά νέος όρος στη θεωρία του κειμένου. Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό ρήμα intertexto, το οποίο έχει τη σημασία του “υφαίνω”. Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά η Julia Kristeva στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ουσιαστικά εισήγαγε την έννοια της διακειμενικότητας στη θεωρία του λογοτεχνικού – και όχι μόνο – κειμένου. Η Kristeva υποστηρίζει ότι κάθε σημειωτικό σύστημα, είτε αυτό είναι ο τρόπος που στρώνουμε το τραπέζι, είτε ένα ποίημα, συγκροτούνται στη βάση κατά την οποία εξελίσσονται και μεταμορφώνουν προηγούμενα σημειωτικά συστήματα. Έχοντας αυτό ως οδηγό, κατανοούμε ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι απλά η δημιουργία ενός λογοτέχνη, αλλά είναι επίσης και το αποτέλεσμα της σχέσης με άλλα κείμενα και με την ίδια τη δομή της γλώσσας. Όπως σημειώνει: “Κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις. Κάθε κείμενο αφομοιώνει και μεταμορφώνει ένα άλλο”.

Η διακειμενικότητα μέσα από παραδείγματα: Επιλέξαμε για το κείμενό μας μια ζωγραφική αναπαράσταση του Οδυσσέα. Πρόκειται για το γνωστό επεισόδιο από την Οδύσσεια στο οποίο ο Οδυσσέας είναι δεμένος στο κατάρτι για να αποφύγει τον πειρασμό των σειρήνων. Η σχέση της Οδύσσειας με τον Οδυσσέα του Joyce καταδεικνύει ακριβώς τη δύναμη της διακειμενικότητας.

Η διακειμενικότητα αλλάζει την ανάγνωση

Η εισαγωγή και η μελέτη του όρου στα πλαίσια της κειμενικής θεωρίας άλλαξε κατά πολύ τον παραδοσιακό τρόπο ανάγνωσης. Καταρχάς, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η θεωρία των συστημάτων επηρέασε βαθύτατα και τον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Κανένα κείμενο δεν θεωρείται ξεκομμένο και αυθύπαρκτο. Αντίθετα, θεωρούμε πως εντάσσεται σε ένα σύστημα το οποίο όχι μόνο επηρεάζει τη συγγραφή του κειμένου, αλλά και επηρεάζεται από αυτό. Ας δούμε για παράδειγμα τον τρόπο που προσεγγίζουμε σήμερα τα κείμενα στο μάθημα της Έκθεσης. Σήμερα, ζητείται από τη μαθήτρια και τον μαθητή να γράψουν με βάση ένα επικοινωνιακό πλαίσιο. Ουσιαστικά τους ζητείται να προσαρμόσουν τη γραφή τους στις ανάγκες ενός ευρύτερου επικοινωνιακού πλαισίου.

Με την εισαγωγή της διακειμενικότητας το κείμενο παύει να αντιμετωπίζεται ως μια αυθύπαρκτη κλειστή οντότητα, κάτι ερμητικά κλειστό. Αντίθετα, τα κείμενα μεταξύ τους συγκροτούν ένα παλίμψηστο, το οποίο διαρκώς ανανεώνεται με κάθε λέξη, με κάθε κείμενο που προστίθεται και αλληλεπιδρά.

 

Ένα πρώτο επίπεδο διακειμενικότητας

Στην πιο απλή εκδοχή της η διακειμενικότητα εντοπίζεται στην άποψη ότι τα κείμενα δεν αναφέρονται μόνο σε μια πραγματικότητα αλλά και ότι πολλές φορές αναφέρονται άμεσα σε άλλα κείμενα. Κατά αυτόν τον τρόπο γεννιέται η έννοια του διακειμένου , η οποία αφορά τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε διάφορα κειμενικά στοιχεία σε περισσότερα από ένα έργα. Συχνή είναι και η ρήση ότι “τα κείμενα μιλούν για άλλα κείμενα”. Σε αυτή την περίπτωση δε μιλάμε απλά για την επίδραση που ασκείται ανάμεσα στους λογοτέχνες.

Η θεωρία της διακειμενικότητας πρεσβεύει ότι δύο κείμενα μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους, χωρίς αυτό να οφείλεται κατ’ ανάγκη σε  μια συνειδητή προσπάθεια. Είναι πολύ πιθανόν οι δημιουργοί να αγνοούν την ύπαρξη ο ένας του άλλου ή τα κείμενά τους να έχουν γραφεί σε διαφορετικές εποχές.

Επομένως, τα κείμενα ενδέχεται να “συνομιλούν” μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δημιουργών τους.

Ο ρόλος του αναγνώστη

Καταλαβαίνουμε και την αλλαγή στον ρόλο του αναγνώστη. Ο αναγνώστης καλείται να εντοπίσει τη συνομιλία του κειμένου που διαβάζει με άλλα κείμενα. Αυτή η συνομιλία πραγματοποιείται σε ασυνείδητο κυρίως επίπεδο και η σύλληψη και ερμηνεία της έχουν να κάνουν με την ιστορία, τα βιώματα και τις προσλαμβάνουσες του κάθε αναγνώστη. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το γιατί στις σύγχρονες κειμενικές θεωρίες επιμένουμε ότι ο αναγνώστης είναι και συνδημιουργός του έργου.

Ο Roland Barthes εστιάζει στον θάνατο του συγγραφέα, με τη μορφή της αυθεντίας. Θεωρεί ότι η διακειμενικότητα είναι εκείνη ακριβώς η απαραίτητη συνθήκη, η οποία επιτρέπει στο έργο να αναδυθεί στην επιφάνεια. Στη “Θεωρία του κειμένου”, γράφει:

“Κάθε κείμενο είναι ένα υφαντό παλαιότερων αναφορών. Αποσπάσματα κώδικα, φόρμες, ρυθμικά πρότυπα, απομεινάρια κοινωνικών ιδιολέκτων, όλα περνούν στο κείμενο και διαχέονται μέσα σε αυτό, καθώς το κείμενο κολυμπά στη θάλασσα της γλώσσας. Η διακειμενικότητα, επομένως είναι ένα πεδίο, τόσο γενικό που η πηγή του είναι αδύνατον να εντοπιστεί. Η λειτουργία της είναι ασυνείδητη”.

Παραδείγματα από τον χώρο της λογοτεχνίας

Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία στα οποία η διακειμενικότητα εμφανίζεται στην πιο απλή μορφή της, η οποία είναι η αναφορά σε κάποιο άλλο λογοτεχνικό έργο:

  • Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το έργο του James Joyce “Ulysses”. Γραμμένο σε μια εντελώς διαφορετική εποχή και μάλιστα με πολλά πειραματικά στοιχεία στη γραφή και τη σύνθεση, το αριστούργημα του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα συνομιλεί διαρκώς με την Οδύσσεια. Ο αναγνώστης παρακολουθεί το εικοσιτετράωρο του κυρίου Bloom, ο οποίος πόρρω απέχει από τη μορφή του Οδυσσέα. Εκεί ακριβώς έγκειται και η ιδιοφυΐα του Joyce καθώς αυτό το λεπτό νήμα διαπερνά την ανάγνωσή μας.

 

  • Η μορφή της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό του Σολωμού: Κατά μια εκδοχή ο τρόπος που εμφανίζεται η φεγγαροντυμένη στην ποιητική σύνθεση του Σολωμού θυμίζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η ουράνια Μαργαρίτα στον Φάουστ του Goethe. Πρόκειται για την εξιδανικευμένη μορφή της ηρωίδας, η ψυχή της οποίας σώθηκε και κατοικεί στον ουρανό. 

 

  • Ο άρχοντας των μυγών του William Golding (Lord of the flies): Το βιβλίο “Ο άρχοντας των μυγών”, συνομιλεί με το κλασικό βιβλίο του Robert Louis Stevenson “Το νησί των θησαυρών”. Θα λέγαμε ότι ο Golding εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ενώ ο Stevenson μας προσφέρει ένα εξιδανικευμένο τοπίο της παιδικής ηλικίας. 

 

  • Για ποιον χτυπά η καμπάνα (For whom the bell tools): Ο τίτλος του κλασικού έργου του Hemingway, παραπέμπει σε ένα εξίσου κλασικό στίχο του John Donne: “No man is an island…and therefore never send to know for whom the bell tolls; it tolls for thee.” 
Ο έρωτας στα Χιόνια – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο Έρωτας στα Χιόνια

Την Πρωτοχρονιά του 1895 δημοσιεύτηκε το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – “Ο Έρωτας στα Χιόνια” στην εφημερίδα Ακρόπολις.  Στην απαγγελία είναι ο ηθοποιός Κώστας Καστανάς. Χρόνια πολλά σε όλους.

 

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

 

Ο Έρωτας στα χιόνια

 

Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα.

Και αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα: ― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας. Το έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας». Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Μασσαλίαν.

Είχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Είχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Είχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.

Κανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Είχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή. Και αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.

Χειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Επάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. Η πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

 Βρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον. Και είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Εγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Είχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Μόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε. Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Και είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Μασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Και είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.

Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας. ― Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!… να είχε βρόχια… να είχε φωτιές… Να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια… να ζέσταινε τις καρδιές… να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια… Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Εφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Εξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Βαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Μαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Την άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν: ― Ένας Θεός θα μας κρίνη… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση. Και είτα μετά στεναγμού προσέθετε: ― Κ’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη. Αλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Την άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον. ― Άσπρο σινδόνι… να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.

Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Μασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.

Ν’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Να σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Την άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον. Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος. Ηύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Επιάσθη από το αγκωνάρι. Εκλονήθη. Ακούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Εμορμύρισε: ― Να είχαν οι φωτιές έρωτα!… Να είχαν οι θηλιές χιόνια… Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας. Πάλιν εκλονήθη.

Επιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Κατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Το ρόπτρον ήχησε δυνατά. ― Ποιος είναι; Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Ευλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι; Επάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα, παραμοναί. Καρδιά του χειμώνος. ― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή. Το παράθυρον έτριξεν. Ο μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Το παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Μίαν στιγμήν ας αργοπορούσε! Ο μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Εδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις: «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!…»

Μόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Εχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος. ― Και εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε… ζωντανό σοκάκι. Εξεπιάσθη από την λαβήν του. Εκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Εξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου. Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Εύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.

«Είχαν οι φωτιές έρωτα!… Είχαν οι θηλιές χιόνια!» Και το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Και αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος. Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. Κ’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον. Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.

Πηγή: https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CE%88%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B1%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B1_%CF%87%CE%B9%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1