Φώτα ολόφωτα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Εικόνα με Βυζαντινή τεχνοτροπία του Σκιαθίτη λογοτέχνη
Φώτα Ολόφωτα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Αναδημοσιεύουμε από το εξαιρετικό blog του κυρίου Σαραντάκου, το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη “Φώτα ολόφωτα”.

 

Φώτα ολόφωτα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Εικόνα με Βυζαντινή τεχνοτροπία του Σκιαθίτη λογοτέχνη

Εισαγωγικό σημείωμα (του Νίκου Σαραντάκου)

 

Μια βάρκα κινδυνεύει να ναυαγήσει ενώ η γυναίκα του βαρκάρη βασανίζεται με τις ωδίνες μιας δύσκολης γέννας. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τη σκηνή από τη σκοπιά της μητέρας του βαρκάρη, της Πλανταρούς. Σε κάποια σημεία, η ειρωνεία σφάζει: «φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός» (αν η μητέρα πέθαινε πάνω στη γέννα μαζί με το παιδί, η προίκα θα επέστρεφε στην πατρική της οικογένεια -αν όμως το παιδί επιζούσε θα την κρατούσε ο πατέρας του παιδιού).

Για να λεξιλογήσουμε λίγο, στο τέλος του διηγήματος ο Παπαδιαμάντης βάζει ένα μωρό παιδί να ζητάει «βρυν», που είναι κλείσιμο ματιού στις Νεφέλες του Αριστοφάνη (όπως λέει και ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, εξαριστοφανίζει το ‘μπρου’ του νηπίου).

Επίσης, σε κάποιο σημείο διαβάζουμε πως το νεογέννητο είχε «βλέμμα τεθηπός», που ακούγεται λίγο σαν σπασμένα περσικά. Πρόκειται για το ουδέτερο της μετοχής παρακειμένου (τεθηπώς) του ρήματος ‘τέθηπα’, ενός ρήματος που δεν έχει ενεστώτα (διότι ο παρακείμενος έχει ενεστωτική σημασία). Τεθηπός θα πει κατάπληκτο, είναι λέξη που την έχει ξαναχρησιμοποιήσει ο Παπαδιαμάντης.

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε τέτοια μέρα [ημερολογιακά] πριν από 123 χρόνια, δηλαδή στις 6 Ιανουαρίου 1894 στην Ακρόπολι. Αν έχετε περιέργεια, εδώ είναι η πρώτη δημοσίευση. Το πήρα από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, μονοτόνισα και εκσυγχρόνισα λίγο περισσότερο την ορθογραφία.

 

 

Φώτα Ολόφωτα

 

Εκινδύνευε να βυθισθεί εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμει, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίει εκατόν καράβια και να μη χορτάσει. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζει κατεπάν’ τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμει βόλτες. Του κάκου. Μετ’ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμει την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέσει εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθεί κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’αρμενίσει τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγεί, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.

Εκινδύνευε ν’ αποθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των, και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός, επροσπάθουν, όσον το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή, η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλει μικράν και μεγάλην Παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.

Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντικρύ, αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ’ εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχον αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε, κι εκατάλαβεν από την τρικυμίαν, όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κι εκινδύνευε να βουλιάξει, και τότε ενόησε τι θα ’πει να ’χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφτανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτο ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήσει …θήλυ.

* * *

Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο μονήρες το σπιτάκι, και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.

Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάμει ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος, δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.

Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της, υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίσει εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπει τίποτα. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήσει το εν και το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κι εκοίταζε. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή, η Μπαλαλού.

Επλησίαζεν ήδη η μεσημβρία και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχει ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαχνον πέλαγος, και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».

Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη…Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν ….άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρει τον πατέρα του! Κ’αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!… Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξεις, κειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;

* * *

Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφεί εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν, ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Δια τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν’αγναντεύει από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.

Δεύτερα συχαρίκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι, άμα ενύκτωσε, κι εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.

* * *

Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.

Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύει τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.

Εμειδία προς το φως, το οποίον έβλεπε, κι έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβει την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κι επιπίλιζε, επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; Απερίγραπτον.

Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνει και να αφαιρεί τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμει άσπρα γένεια.

Έλαβε την «μασά», την σιδηράν λαβίδα, από την εστίαν και την έβαλε μέσα εις την σκάφην, δια να γίνει το παιδίον σιδεροκέφαλον.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμυρίζει, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνει μαλακά και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι κεφαλά μ’, πάπο μ’, χήνο μ’!» Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μαμμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, δια ν’ ασημώσουν το παιδίον. Τα απέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.

Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίει, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζεν. Κολύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθει καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών».

* * *

Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθεί το παιδίον, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής, όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήσει! σιδεροκέφαλος!» και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».

Είτα η Μπελαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιον καθαρόν υποκάμισον και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλει με τα σπάργανα.

Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνει ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.

Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί εις την οικίαν από πέρυσι, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε την γυναίκα του την Δελχαρώ και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το εν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές, έφερεν υπό την μασχάλην, εν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ηκολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κι επαρουσιάσθη χαμογελών, χαίρων δια την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος ευχάς και συγχαρητήρια.

Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή, η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.

Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγρίνιαζαν, κι εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον, κλαυθμηρίζον, εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.

Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήσει, και εις την λεχώ «καλή σαράντιση». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή.

Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίει εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διάφορους τόνους φωνής·

– Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσεις… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’…αστοχιά στο λόγο μου!

(1894)

 

“Στη ζωή λέω ναι” της Νεκταρίας Παπαγεωργίου

Η Νεκταρία συμμετείχε στο διαγωνισμό των εκδόσεων Καστανιώτη “Γίνε σήμερα ο συγγραφέας του αύριο” και ξεχώρισε σε πλήθος υποψηφίων με το διήγημα “Στη ζωή λέω ναι”. Βιώνοντας την πρωτόγνωρη και δύσκολη κατάσταση την οποία ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε τόσο ως άτομα, όσο και ως κοινωνία κατόρθωσε να αισθητοποιήσει τις σκέψεις και την αγωνία σε ένα έργο τέχνης, που ενώνει γενιές, εστιάζει στο διαφορετικό και σηματοδοτεί την ουσία του ανθρώπινου αγώνα.

Κατορθώνει να πραγματευτεί εξαιρετικά φορτισμένα θέματα χωρίς να καταβάλει τον αναγνώστη με τη μεστή, απλή και ουσιαστική γραφή της.

Με μεγάλη χαρά μοιραζόμαστε το διήγημα της μαθήτριάς μας και ευχόμαστε από καρδιάς πολλά ταξίδια στις θάλασσες της γραφής.

 

Καλή ανάγνωση!

 

Στη ζωή λέω ναι: Για το διήγημα της μαθήτριάς μας Νεκταρίας Παπαγεωργίου που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό των εκδόσεων Καστανιώτη επιλέξαμε την εικόνα ενός αερόστατου.

 

Στη ζωή λέω ναι
Νεκταρία Παπαγεωργίου

 

Και ξαφνικά, σαν μαγικά, άλλαξε η ζωή μας ριζικά…

Ναι είναι γεγονός. Έκλεισαν τα σχολεία. Αύριο, ημέρα Τετάρτη, απλά θα μείνουμε σπίτι. Πολλοί συμμαθητές μου το περίμεναν πώς και πώς. Είναι πολύ χαρούμενοι. Δεν αναλογίζονται τη σοβαρότητα της κατάστασης. Τουλάχιστον θα πάψουν  να με κοιτούν περίεργα. Δεν θα είμαι πλέον δακτυλοδεικτούμενος. Θα είμαι σπίτι μου, με αυτούς που με αγαπούν. Δεν ξέρω αν θα φανούμε συνειδητοποιημένοι ως λαός και αν θα περάσει όλο αυτό. Ξέρω όμως ότι θα είναι δύσκολο, ελπίζω όχι τόσο, ώστε να αποβεί μοιραίο. Είναι τόσο περίεργο. Σήμερα, μιλούσα με τον άνθρωπο που μου έχει σταθεί ως αδερφός και τώρα δεν ξέρω πότε θα τον ξαναδώ… Είναι σαν να έχουμε ανέβει σε ένα αεροπλάνο, χωρίς προορισμό. Απλά πετάμε και δεν ξέρουμε αν θα πέσει ή αν θα συνεχίσει να πετά.

»Γεννήθηκα πριν 16 χρόνια.  Πρώτη Ιανουαρίου 2004. Ήταν ξημερώματα. Τα αστέρια είχαν αρχίσει να  σβήνουν και τότε άρχισαν όλα. Οι γονείς μου δεν ήξεραν τι τους περιμένει. Ενδεχομένως άλλοι άνθρωποι να με άφηναν. Οι γονείς μου όμως, έμειναν και υποσχέθηκαν ότι θα τα καταφέρουν, ή τουλάχιστον θα προσπαθήσουν. Το όνομα μου είναι Νικηφόρος. Σημαδιακό όνομα, νομίζω. Νικηφόρος, αυτός που φέρνει την νίκη. Οι γονείς μου ήταν και είναι ευτυχισμένοι και με μεγάλωσαν με αγάπη και τρυφερότητα. Ήταν πάντα δίπλα μου και με στήριζαν, όπως και ο παππούς μου, ο Αρίων. Αντιμετώπιζα συνεχώς προβλήματα στο σχολείο. Ωστόσο, στην Τρίτη δημοτικού γνώρισα τον καλύτερο μου φίλο, που είμαστε μαζί μέχρι σήμερα. Ο φίλος μου, ο Ορέστης, είναι μετριόφρων και αγαπητός. Πάντα προσπαθεί να ηρεμεί τα πνεύματα και να λύνει της διαφορές. Είναι ο μόνος φίλος μου. Ο μόνος που δεν με κοίταξε ποτέ περίεργα, δεν με κορόιδεψε…

Σήμερα, γίνομαι 16 χρονών, έχω φτάσει στην πρώτη Λυκείου. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Έχω όμως δίπλα μου ελάχιστους.  Αυτοί που με ξέρουν και με καταλαβαίνουν όσο μπορούν, γνωρίζουν ότι έχω το δικό μου πρόγραμμα. Καθημερινά κάνω τα ίδια πράγματα, τις ίδιες ώρες. Δεν μου αρέσει να είμαι εκτός προγράμματος, όπως και σε κανέναν που πάσχει από την ίδια ασθένεια με εμένα. Στο σχολείο δεν με καταλαβαίνουν οι συμμαθητές μου και με κοροϊδεύουν, ενώ οι καθηγητές μου πάντα προσπαθούν να με καταλάβουν, ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές. Έτσι, σταματούν να προσπαθούν. Για ακόμη μια φορά, λίγοι ήταν αυτοί που πραγματικά με κατάλαβαν. Ένας μαθηματικός και μία φιλόλογος. Μπήκαν στη θέση μου, με στήριξαν και με υπερασπίστηκαν, όταν όλοι με περιθωριοποιούσαν.

Γρήγορα, περνάει ο καιρός. Πριν δύο σχεδόν μήνες έκλεισα τα δεκαέξι και είχα μια υπέροχη μέρα με αυτούς που με αγαπούν και τους αγαπώ. Δεν περίμενα να συμβεί αυτό. Μια ασθένεια ξεκίνησε στην Κίνα, προκαλώντας θάνατο σε πολλούς ανθρώπους με υποκείμενα νοσήματα και καθηλώνοντας για μέρες στο κρεβάτι άλλους. Είναι εντυπωσιακό και παράλληλα τρομαχτικό το τι μπορεί να συμβεί από την μία μέρα στην άλλη.

Έχει ήδη περάσει μια εβδομάδα, που είμαστε σε καραντίνα. Είναι αρχή ακόμα. Είναι ένα δύσβατο μονοπάτι προς το άγνωστο. Παρόλα αυτά είναι ευκαιρία για όλους μας να φροντίσουμε τον εαυτό μας, να ξεκινήσουμε νέα πράγματα, να μάθουμε κάτι καινούριο. Νιώθω ανακουφισμένος, πλέον. Δεν με κοροϊδεύουν λόγω του προβλήματος μου.  Δεν χρειάζεται να μου μιλούν με το ζόρι. Γιατί το κάνουν όμως; Είμαι κι εγώ σαν όλους τους άλλους. Προσπαθώ να είμαι επικοινωνιακός. Δεν τους πείραξα ποτέ.  Δεν τους έκανα τίποτα, απολύτως τίποτα. Πρέπει να σκεφτόμαστε και τους άλλους. Πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους. Στο σχολείο, μας έλεγαν συνέχεια για την ισότητα. Αλλά είναι ανύπαρκτη και το επιβεβαιώνω καθημερινά.

Πάει πλέον ένας μήνας. Ένας μήνας μέσα στο σπίτι. Είναι ανυπόφορο. Στις ειδήσεις έχω πολύ καιρό να ακούσω κάτι διαφορετικό. Όλα τα θέματα φέρουν τον τίτλο «Κορωνοϊός». Μόνο κρούσματα, άρρωστοι και νεκροί. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Στην γειτονική μας χώρα, την Ιταλία  οι θάνατοι είναι χιλιάδες. Έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι και θα φύγουν κι άλλοι. Εμείς, πρέπει να είμαστε περήφανοι για τους εαυτούς μας, πάρθηκαν νωρίς τα μέτρα και έτσι αποφύγαμε τους πολλούς νεκρούς. Αποτελούμε παράδειγμα για όλους. Επιπροσθέτως, είμαι σίγουρος, για το τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Θέλω να γίνω σαν τους ήρωες με την μάσκα. Θέλω να παλεύω με τους αόρατους εχθρούς και να βοηθάω τους ανθρώπους. Να είμαι παρών στα δύσκολα, υπενθυμίζοντας ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Θέλω να προσπεράσω όλα τα εμπόδια και να αποδείξω στον εαυτό μου και σε όσους με αμφισβητούν, ότι αξίζω. Θέλω να κάνω περήφανους, αυτούς που με στηρίζουν. Θέλω να βρω θεραπεία για ασθένειες. Θέλω…

Πλησιάζει το Πάσχα. Ένα Πάσχα διαφορετικό. Στα μπαλκόνια μας, χωρίς εκκλησία, οικογενειακά τραπέζια και γλέντια. Δεν πειράζει, αυτό είναι το λιγότερο. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση, σε καραντίνα χωρίς τέλος, εν όψει τόσων θανάτων παγκοσμίως, οι συμμαθητές μου βρίσκουν τρόπο να με πειράζουν. Δεν το αντέχω. Δεν μπορώ άλλο. Δεν το θέλω πια. Δεν μου αρέσει να είμαι ο διαφορετικός. Ξέρω τι έχω. Έμαθα να ζω με αυτό. Αλλά μου δημιουργεί συνεχώς προβλήματα. Μεγαλώνοντας, έμαθα να κάνω ό,τι ακριβώς και τα άλλα παιδιά, αν όχι και περισσότερα. Είναι αλήθεια, δεν επικοινωνώ πολύ καλά με άλλους ανθρώπους και χρειάζομαι λίγο χρόνο. Είναι το μόνο που με δυσκολεύει. Είναι αυτό που με βάζει στο περιθώριο…

»Θυμάμαι τον εαυτό μου την πρώτη εβδομάδα της πρώτης δημοτικού. Η εβδομάδα προσαρμογής. Γνώρισα την δασκάλα μου και τους συμμαθητές μου. Ήμουν πολύ χαρούμενος. Είχα αγοράσει τσάντα με το αγαπημένο μου ήρωα, είχα πάρει τετράδια και μολύβια. Όπως και όλα τα άλλα παιδιά. Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα φάνηκε η διαφορά. Από τότε ξεκίνησα να μην είμαι ίδιος με τους άλλους. Στο θρανίο καθόμουν μόνος μου, όπως και στα διαλείμματα. Η δασκάλα μου προσπαθούσε να με βοηθήσει να κάνω φίλους, αλλά τα παιδιά με έβλεπαν διαφορετικά. Τότε δεν το καταλάβαινα. Δεν έβλεπα την διαφορά. Πέρασα πολλές άσχημες χρονιές. Στην τρίτη δημοτικού που γνώρισα τον Ορέστη περνούσα ακόμα καλύτερα στο σχολείο, που τόσο αγαπούσα. Έπειτα υπήρξαν άλλες δύο εβδομάδες προσαρμογής στη ζωή μου. Το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Και στις δύο δεν άλλαξε κάτι. Όμως ήμουν μεγαλύτερος, μπορούσα να με δω διαφορετικά, αλλά όχι τόσο ώστε να αξίζω την απομόνωση.

Σήμερα, ήταν μια άσχημη μέρα. Θα ακολουθήσουν και άλλες τέτοιες. Αρρώστησε. Ο παππούς μου αρρώστησε. Είναι βέβαιο ότι έχει κορωνοϊό. Δεν θέλω να ανησυχώ. Με έχει στηρίξει πολύ. Με καταλαβαίνει. Είναι τόσο καλός άνθρωπος.  Μακάρι να μπορούσα να ήμουν σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά  δεν είμαι. Ο παππούς μου ήταν ο πρώτος που πίστεψε σε εμένα. Πιστεύει ότι μπορώ να καταφέρω τα πάντα, χωρίς να με εμποδίζει η ασθένεια μου. Μακάρι τώρα να μπορούσα να πιστέψω κι εγώ σε εκείνον. Δεν μπορώ όμως. Όταν αντιλήφθηκα ότι έχει πυρετό και δύσπνοια, πέρασαν  μπροστά από τα μάτια μου πολλές εικόνες… Δεν θα τα καταφέρει, το ξέρω… Δεν το ξέρει κανείς άλλος. Όλοι ελπίζουν. Δεν μπορούν να με καταλάβουν. Εγώ όμως, μπορώ να αποστηθίζω κείμενα, πινακίδες, σημειώσεις, εικόνες και να τις θυμάμαι για πάντα. Μπορώ να αποτυπώνω στην μνήμη μου πολλά, να τα θυμάμαι και να τα επικαλούμαι χωρίς κανένα λάθος. Έτσι κι έγινε. Ήταν ξεκάθαρο, ότι ο παππούς μου δεν θα γυρίσει. Λυπάμαι και δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.

Τελικά, 5 ημέρες μετά, ο παππούς μου κατέληξε. Πολέμησε, χτυπήθηκε και έφυγε. Οι γονείς μου είναι καταρρακωμένοι. Προσπαθούν να δείχνουν καλά μπροστά μου, αλλά δεν το καταφέρνουν! Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω. Πάντα καταλαβαίνω, απλά χρειάζομαι τον χρόνο μου. Όλα είναι τόσο έντονα στο κεφάλι μου, αλλά τα καταφέρνω. Θα πολεμήσω κι εγώ σαν τον παππού μου. Μπορεί να χτυπηθώ πολλές φορές, αλλά εγώ θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρω και για τους δυο μας.

» Ο παππούς, Αρίων μου έλεγε συνεχώς ιστορίες. Καθόμασταν στην κούνια στην αυλή και γύριζε πολλά χρόνια πίσω. Με έπαιρνε αγκαλιά, έβγαζε τα στρογγυλά γυαλιά του και ξεκινούσε την αφήγηση.  Η αγαπημένη του ιστορία ήταν για τον πόλεμο του 40… «Όπως ξέρεις παιδί μου, υπήρξα στον πόλεμο του 40», μου έλεγε. «Ήμουν μικρός βέβαια, αλλά είναι κομμάτι από εμένα. Έβλεπα τα πάντα να κυλούν γρήγορα και βίαια. Άνθρωποι πέθαιναν. Φοβόμουν πολύ. Δεν ήξερα αν θα ζω την επόμενη μέρα. Άκουγα τους γονείς μου να συζητούν για το τι πρέπει να κάνουμε. Το χειρότερο όμως ήταν όταν πέθανε ο πατέρας μου. Ήμασταν στο σπίτι. Ξαφνικά κάποιος μπήκε μέσα. Εγώ έκανα ότι μου είχαν μάθει οι γονείς μου. Πήγα κατευθείαν και κρύφτηκα στο υπόγειο. Ακούγονταν φωνές και κλάματα. Μετά ένας εκκωφαντικός θόρυβος και σιωπή. Μετά από αρκετή ώρα βγήκα από το υπόγειο. Η καρδιά μου χτυπούσε πολύ γρήγορα. Δεν έχω φοβηθεί περισσότερο στη ζωή μου. Ανέβηκα σιγά σιγά τις σκάλες και αντίκρισα κάτι τραγικό. Είδα την μάνα μου να κλαίει πάνω από το νεκρό σώμα του πατέρα μου. Παντού υπήρχε αίμα. Παρέμεινα ακίνητος. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι εγώ με την μαμά μου κλειδωμένοι σε ένα σπίτι για πολύ καιρό…» Τελείωνε την ιστορία του λέγοντας πάντα «άσχημο πράγμα ο πόλεμος».

Έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες, πλησιάζει ο Μάιος. Πρώτο θέμα,  εξακολουθεί να είναι η πανδημία. Το καταλαβαίνω, καθώς είναι κάτι πραγματικά σοβαρό. Αλλά όλα τα άλλα προβλήματα, από τα οποία πάσχει η κοινωνία μας, τελείωσαν; Τα ξεπεράσαμε; Όχι. Είναι ακόμα γύρω μας. Σταμάτησε ο πόλεμος; Δεν υπάρχουν πλέον περιβαλλοντικά προβλήματα; Σταμάτησαν οι απειλές για τα εδαφικά συμφέροντα; Σταμάτησε η πείνα, ο πόνος, η δίψα, η φτώχεια; Έγιναν οι άνθρωποι καλύτεροι; Η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις είναι ΟΧΙ. Όχι, τίποτα δεν άλλαξε. Απλώς επισκιάστηκαν. Καλύφθηκαν από ένα χαλί, αποτελώντας προσωρινό παρελθόν και κοντινό μέλλον. Ποτέ δεν θα πάψουν να υπάρχουν και για όλα φταίει αυτός που νοιάστηκε για τον εαυτό του και όχι για όλους τους ανθρώπους ως σύνολο. Αυτός που προτίμησε να πετάξει ένα σκουπίδι κάτω για να μην περπατήσει μέχρι τον κάδο. Αυτός που αποφάσισε να φωνάζει τους ανθρώπους χοντρούς, ανάπηρους, χαζούς… Αυτός που προτίμησε να είναι ρατσιστής και ομοφοβικός. Αυτός που θεωρεί ότι είναι ο ήλιος, στο ηλιακό μας σύστημα…

» Πριν τρία χρόνια περίπου, στην πρώτη γυμνασίου, είχα μια άσχημη μέρα. Μια πολύ κακή μέρα. Ήμουν στο σχολείο και κάναμε διάλειμμα. Τότε, η συμμαθήτρια μου, Κατερίνα, έπεσε από τα σκαλιά και χτύπησε το κεφάλι της. Έπεσε άσχημα, οπότε αιμορραγούσε. Έτρεξα να τη βοηθήσω. Πονούσε πολύ. Έκλαιγε και φώναζε. Μόλις έφτασα κοντά της, μου φώναξε. Ήταν σαν να  σταμάτησε να πονάει για λίγο, μόνο και μόνο για να μου φωνάξει και να με αποφύγει. Φώναξε τόσο δυνατά. Σχεδόν ούρλιαζε. Είχαν μαζευτεί πολλά παιδιά. Η Κατερίνα φώναζε ότι είμαι καθυστερημένος, ανίκανος και απαιτούσε να φύγω από δίπλα της. Ήθελα μόνο να βοηθήσω. Μπορούσα να βοηθήσω. Αυτή η μέρα με στιγμάτισε. Έπειτα, όλοι με κοιτούσαν πιο έντονα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την μέρα. Αυτοί οι άνθρωποι, θεωρούν τον εαυτό τους το επίκεντρο της προσοχής…

Μετά από πολύ καιρό, συζητείται η άρση των μέτρων. Σταδιακά, θα ανοίξουν τα μαγαζιά, τα σχολεία και θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα, όσο αυτό είναι εφικτό. Σε τρεις εβδομάδες θα πάω σχολείο. Θα δω μετά από τόσο καιρό τον φίλο μου. Είμαι χαρούμενος για αυτό. Ταυτόχρονα και αποφασισμένος. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου και στον παππού μου ότι θα τα καταφέρω. Θα δείξω σε όλους ότι ο αυτισμός και το σύνδρομο Σαβάντ ή αλλιώς σύνδρομο του σοφού δεν αποτελούν πρόβλημα. Δεν θα με σταματήσουν. Είμαστε όλοι διαφορετικοί και ίσοι. Ζούμε στον ίδιο πλανήτη, στις ίδιες συνθήκες. Είμαστε πάνω στο καρουζέλ της ζωής. Το καρουζέλ ποτέ δεν σταματά να γυρίζει. Είναι στο χέρι μας το αν θα ανέβουμε ή όχι.

[Η άρση των μέτρων έγινε. Είμαστε πλέον ελεύθεροι να κυκλοφορούμε, χωρίς να ενημερώνουμε κανέναν! Φυσικά, πάντα με προφυλάξεις! Σε 2 εβδομάδες θα ξαναπάω σχολείο. Αποφασισμένος πλέον. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για το αν θα επηρεάζομαι ή όχι από τα σχόλια γεμάτα μίσος. Είμαι σίγουρος, όμως για την επιτυχία μου.]

 

 

15 χρόνια μετά….

Αισθάνομαι ότι πρέπει να δώσω ένα τέλος σε αυτό. Σε αυτό το τετράδιο πρέπει να υπάρχει το τέλος της ιστορίας μου, η καλύτερα η αρχή, γιατί όλα τώρα αρχίζουν. Ναι, τα κατάφερα. Πάλεψα σκληρά, αλλά το πέτυχα. Έγινα χειρουργός, με ειδικότητα στη νευροχειρουργική. Είμαι πλέον σε θέση να καταλαβαίνω τι γίνεται μέσα στο κεφάλι μου. Το θέμα όμως είναι ότι τα κατάφερα. Τα κατάφερα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Την άλλη εβδομάδα φεύγω με προορισμό την Βαλτιμόρη, στην πολιτεία Μέρυλαντ των ΗΠΑ. Είμαι κατενθουσιασμένος. Θα πάω στο νοσοκομείο John Hopkins. Έχω μια υποτροφία και θα πάω να μάθω όσα περισσότερα μπορώ. Επίσης, όντας νευροχειρουργός, θα έχω την ευκαιρία να συνεργαστώ με κορυφαίους συναδέλφους μου, προχωρώντας στην χαρτογράφηση του εγκεφάλου και στην έρευνα θεραπείας για ασθένειες όπως ο αυτισμός, το Αλτσχάιμερ ή το Πάρκινσον. Τώρα, όλοι ξέρουν ότι δεν είμαι κατώτερος. Απέδειξα στον εαυτό μου και στους γύρω μου, ότι μπορώ να κάνω τα πάντα, αν όχι και περισσότερα. Όλοι μπορούμε να πετύχουμε, αρκεί να το θέλουμε. Ένα όνειρο μου έγινε πραγματικότητα και θα ακολουθήσουν κι άλλα. Επόμενος στόχος μου, είναι η ίαση του αυτισμού.  Σίγουρα θα πάρει χρόνια. Αλλά κάποια στιγμή θα γίνει. Έτσι, κανείς άλλος δεν θα νιώσει ότι ένιωθα εγώ ως παιδί. Δεν θα είναι το επίκεντρο τη προσοχής, εξαιτίας της ασθένειας. Αντιθέτως, θα είναι όλοι ίσοι και διαφορετικοί μεταξύ τους. Πλέον, το αεροπλάνο έχει πολλούς προορισμούς…

Το καρουζέλ ποτέ δεν σταματά να γυρνά…

 

 

Το τέλος της ιστορίας του Νικηφόρου, μπορούμε όλοι να το φανταστούμε. Ας σκεφτούμε όλοι ένα δικό μας τέλος. Τα κατάφερε άραγε στην Αμερική; Αντιμετώπισε κι άλλες δυσκολίες; Αγαπήθηκε; Έγινε αποδεκτός; Ένα είναι σίγουρο. Ότι έκανε πολλά και προσπάθησε πολύ. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα κείμενο εμπνευσμένο από το σήμερα. Από μια εποχή που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Ένα κείμενο για να μας θυμίζει ότι τα καταφέραμε, ότι είμαστε όλοι ίσοι και ότι δεν χρειάζεται να περιθωριοποιούμε τους ανθρώπους επειδή είναι λίγο διαφορετικοί, από αυτό που ο κάθε ένας θεωρεί κανονικό. Ένα κείμενο να μας θυμίζει να είμαστε άνθρωποι.

 

 

Τα Μονοπάτια των Τραγουδιών του Bruce Chatwin

Το Φιλολογικό προτείνει να διαβάσουμε φέτος το καλοκαίρι “Τα Μονοπάτια των Τραγουδιών”, ένα γοητευτικό ανάγνωσμα από τον Βρετανό συγγραφέα Bruce Chatwin. Ο σπουδαίος ταξιδευτής και λογοτέχνης μας μεταφέρει στην καρδιά της Αυστραλίας. Η έρευνά του αφορά τα αόρατα – για τον Δυτικό άνθρωπο – μονοπάτια που συγκροτούν ένα περίπλοκο σύστημα πολιτισμού, παράδοσης και ζωής.

 

Τα Μονοπάτια των Τραγουδιών του Bruce Chatwin: Επιλέξαμε πίνακα Αβορίγινα καλλιτέχνη που απεικονίζει χάρτη με τα μονοπάτια των τραγουδιών.

 

Ο Κοσμογονικός Μύθος

Στο Alice Springs ο Chatwin θα συναντήσει τον Arkady Volchok. Οι Αβορίγινες, εξηγεί ο Arkady, έχουν τους δικούς τους κοσμογονικούς μύθους. Σε αυτούς πρωταγωνιστές είναι θρυλικές τοτεμικές υπάρξεις, οι οποίες λειτουργούν ως μυθικοί πρόγονοι και δημιουργοί του κόσμου. Αυτές οι υπάρξεις διασχίζουν το εσωτερικό της χώρας. Καθώς περπατούν, τραγουδούν δίνοντας ονόματα σε ό,τι συναντούν και με αυτόν τον τρόπο μέσα από το τραγούδι τους ο κόσμος αναδύεται και γίνεται υπαρκτός.

 

Η βασική σύγκρουση

Η πλοκή του μυθιστορήματος που ταυτόχρονα είναι και ένα ταξιδιωτικό χρονικό αλλά και μια φιλοσοφική αναζήτηση έχει ως έναν από τους άξονές της τη σύγκρουση ανάμεσα στον Δυτικό τρόπο σκέψης και αυτόν των γηγενών. Για την εταιρεία σιδηροδρόμων ο τόπος είναι απλά προς εκμετάλλευση, δεν έχει καμία ιερότητα. Για τους ντόπιους το κάθε βουνό, το κάθε δέντρο είναι ιερό. Αναδύθηκε μέσα από το τραγούδισμα.

 

Τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις

Οι προεκτάσεις είναι πολλές…η δύναμη του λόγου, η δυναμική της κίνησης, το τραγούδισμα και το πρώτο τραγούδι, το νανούρισμα. Από την εποχή που το βιβλίο γράφτηκε η επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας μας έχει προσφέρει νέες δυνατότητες κατανόησης ενός κόσμου περίπλοκου και γοητευτικού.

Το βάθος του βιβλίου το διατρέχουν τα βασικά ερωτήματα που οδηγούσαν τη σκέψη του Chatwin: “Γιατί ο άνθρωπος είναι το πλέον ανικανοποίητο από όλα τα πλάσματα; Γιατί είναι το μόνο νευρωτικό; Πώς προκύπτει και οι περιπλανώμενοι συλλαμβάνουν τον κόσμο ως τέλειο ενώ οι έχοντες μόνιμη εγκατάσταση παλεύουν διαρκώς να τον αλλάξουν; Τι είναι αυτό που κάνει όλες τις μεγάλες πνευματικές παραδόσεις να εστιάζουν στην έννοια του δρόμου και του ταξιδιού, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά;

Κάποτε ο Πασκάλ έγραψε ότι τα προβλήματα του ανθρώπου ξεκινούν από την αδυναμία του (αδυναμία της φύσης του, εγγενής) να μείνει κλεισμένος και ήσυχος στο δωμάτιό του.

Διαβάζοντας τον Chatwin ίσως σκεφτούμε πως αυτό που εμείς θεωρούμε φυσιολογικό τρόπο ζωής, ίσως να είναι ό,τι πιο μακρινό στη φύση του ανθρώπου.

 

Το βιβλίο κυκλοφορεί και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή και σε μετάφραση της Σοφίας Φιλέρη.

Κοκκώνα θάλασσα – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα του Πάσχα και αναδημοσιεύουμε το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπως ανέβηκε στο εξαιρετικό ιστολόγιο του κυρίου Σαραντάκου “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία“. Μαζί με το διήγημα αναδημοσιεύουμε και τον σχολιασμό. Η ορθογραφία και τα σημεία της στίξης ακολουθούν την πρώτη δημοσίευση.

 

Η εισαγωγή

 

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, αλλά με κάποια τροποποίηση. Αφού το φετινό Πάσχα είναι κάπως ιδιαίτερο, διάλεξα ένα παπαδιαμαντικό διήγημα που είναι τυπικά μόνο πασχαλινό. Δηλαδή, ενώ εκτυλίσσεται τις μέρες του Πάσχα περιγράφει άλλου είδους βάσανα, ναυτικά -δεν είναι σαν τον Αλιβάνιστο ή τον Λαμπριατικο ψάλτη, δηλαδή. Πάντως, ένας άλλος υπότιτλος του διηγήματος είναι «Το Πάσχα του καπετάνιου» οπότε πασχαλινό χρώμα υπάρχει.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900 στο περιοδικό «Το Περιοδικόν μας». Το Ταϊγάνι, που αναφέρεται στο διήγημα, είναι το σημερινό Ταγκανρόγκ, ρωσική πόλη στη Μαύρη Θάλασσα όπου υπήρχε μεγάλη ελληνική εμπορική παροικία -και η γενετειρα του Αντόν Τσέχοφ, θα γράψουμε κάποτε.

Κοκκώνα θάλασσα: Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Επιλέξαμε μια από τις σπάνιες φωτογραφίες του μεγάλου λογοτέχνη. Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:

Αλ. Μωραϊτίδης, Άρατε πύλας

Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά

Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος

Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι

Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά

Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία

Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη και μακάρι του χρόνου να μας βρει όλους με τους αγαπημένους μας!

 

 

ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
ή ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΕΘΕΡΑΣ

-Μάινα κόντρα-φλόκο! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου-φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαίστρα! μπρούλια τρίγκο.

Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την οποία προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίαι!

Ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη, άπειρος κανδήλα, ολίγω πρότερον. Η θάλασσα εκουφόβραζε, ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις σιγανήν φωτιάν. Πέραν εκεί, εις την άκρην όπου έφθανε το όμμα, ήσαν τα «θεμέλια» του ορίζοντος. Εκεί ήσαν μερικά «καθίσματα». Εκεί είχε φανεί κάτι θολόν και μαύρον. Ητον εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας. Ο καπετάν Τζώνης το είδε, το διέκρινε, και την ανεγνώρισεν. Ολίγα λεπτά παρήλθον, και η τρικυμία ενεφανίσθη πάνοπλος, με όλους τους βρόντους και τας ηχούς της, με όλα τα ρίγη και τας φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων.

-Μάινα γάμπιες! μάινα μέσα-φλόκο! αλέστα!… Τίρα μόλα!… Στα πόστα σας!

Από την κανδήλαν την αχανή εκείνην κατήλθεν η βοή, ο ροίβδος της λαίλαπος, και από το κουφόβρασμα το ύπουλον ανέβη ο ρόχθος της θαλάσσης, ζευχθέντα εις φοβερόν υμέναιον, προσοχθούντα επί της ελεεινής σανίδος, ήτον ως βέλασμα οιονεί από χιλιάδας και μυριάδας ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα· και ο Βορράς, ο χιονόμαλλος βασιλεύς των χειμώνων, τα έσπρωχνε και τα ήλαυνεν εμπρός, κατά τους βράχους πάντοτε και τας εσχατιάς· ζητούντα να εύρουν τέρμα και τέρμα δεν εύρισκον, ειμή την σανίδα την ταλαίπωρον· και την κατεπάτησαν, και την έκαμαν δρόμον, βόσκοντα την σκωρίαν της, λείχοντα τας πληγάς της, ροφώντα την δύναμίν της. Εν μέσω δε και υπεράνω όλης αυτής της πάλης και της βοής, την οποίαν συνετέλουν επαναβαίνοντα τ’ αχθοφόρα κύματα, αντήχει ως θρήνος οξύς το σφύριγμα των τροχαλιών όμοιον με την απηλπισμένην κραυγήν πτωχής ερημικής κόρης, σπαρασσομένης το δέμας, βιαζομένης την τιμήν, υπό φαύλων βιαστών εις έρημον τόπον, υπό το όμμα του πολυευσπλάχνου και παντοδυνάμου Κριτού του καθημένου επί των Χερουβίμ, του βλέποντας αβύσσους.

– Φίλα γάμπια! τιμόνι σοφράν!… Παίρνετε μπράτσα! ι-πόντα!

Από μπράτσο εις μπράτσο, από μαντάρι εις μαντάρι, επηδούσαν ακαταπαύστως οι ναύται, και ως αράχναι, ως μυίαι, εκολλούσαν στα διάφορα σχοινιά. Εν τοσοτούτω ο πλοίαρχος είχε διακρίνει μικρόν σημείον υφέσεως ήδη. Η φουρτούνα έμελλεν εξ άπαντος να «στρώσει». Θα ήτον ολιγώτερον σφοδρά και περισσότερον διαρκής.

-Πότζα-λα-μπάντα! Φίλα γάμπια! Τιμόνι σοφράν!… Μόλα γάμπια! μόλα μαίστρα!

Η φουρτούνα έγινεν οριστικώς στρωτή, και επήλθε μικρά ανάπαυλα. Οι σύντροφοι εσπόγγιζον τον ιδρώτα των, την άχνην, τους αφρούς του κύματος.

Το βρίκιον έπλεε με μεγάλην ταχύτητα. Κατάρτια και πινά έτριζαν φοβερώς. Εφαίνοντο ότι «τώρα θα πέσουν».

Ο καπετάν Τζώνης ήναψε την πίπαν του, κι εστάθη ακουμβών επάνω στο παραπέτο της πρύμνης.

***

Δύο ναυτάκια επλησίασαν σιγά-σιγά κοντά εις τον πλοίαρχον. Δεν εφαίνοντο να ήσαν πολύ κουρασμένοι από την βάσανον, από την αγγαρείαν την οποίαν επέβαλεν η τρικυμία. Ήσαν ναυτομαραγκοί, από το Ταϊγάνι ερχόμενοι, μάλλον ως επιβάται.

-Ε, καπετάνιο, θα μας βγάλεις απ’ κάτ’ στην χώρα εμάς;

-Θα μας κάνεις, καπετάνιο, την χάρη;

-Κάλια τρίγκο!… Μόλα γάμπια, φλόκο! μόλα τρίγκο!

Ο πλοίαρχος ανέπνευσεν ανετώτερον, αφού έδωκε και το τελευταίον τούτο πρόσταγμα.

-Ε, καπετάνιο μ’ ;

-Να’ χεις πολλή ζωή, και καλά ταξίδια.

-Τι λέτε, παιδιά;

Ο καιρός είχε στρίψει, σοροκολεβάντης. Πώς να σηκώσει πλώρην το καράβι, να παραστρατίσει; Πώς να πλησιάσει εκεί που έλεγαν τα δύο ναυτόπουλα;

-Tώρα είναι καιρός, παιδιά, ν’ αρμενίζουμε καταπάν’ τον αέρα;

-Μας το’ ταξες, καπετάνιο.

-Μας το είπες, καραβοκύρη μ’.

-Ελέγαμε δα, αν ήτον καιρός, να μας πήγαινε σοφράν απ’ τα Ρημονήσια. Τότε, θα μας έδινε χέρι να ζυγώσουμε κατά ‘κει. Τώρα, ιδέτε πώς μας μπατάρει… και που μας σκαντζάρησε… και όλο μας ξεπέφτει.

Τα δύο ναυτομαραγκάκια έλαβον στάσιν. Ο ένας εκουνήθη επάνω εις το δεξιόν σκέλος του. Ο άλλος ετάνυσε τον αριστερόν βραχίονα.

-Αυτή δεν είναι καμμία φουρτούνα απ’ εκείνες, καπετάνιο, είπεν ο πρώτος, ο μεγαλύτερος και υψηλότερος των δύο, όστις έφερεν ήδη ψηλαφητόν μύστακα· αυτή δεν είναι μαύρη φουρτούνα, να ‘ρχεται από μακριά· είναι άσπρη φουρτούνα.

-Μάλιστα· αυτή είναι, συνεπλήρωσεν ο δεύτερος, ο έχων τον μύστακα επανθούντα – είναι άσπρη φουρτούνα, κι έρχεται από κοντά.

-Δεν είναι καμμιά φουρτούνα, κατάλαβες, αυτή, να ‘ρχεται απ’ αλάργα· κοίταξε τι κοκκώνα-θάλασσα, μπονάτσα-λάδι.

-Αλήθεια, υπεστήριξεν ο δεύτερος, άσπρη φορτούνα, μαθές· καμαρωμένη νύφη-θάλασσα.

Ο πλοίαρχος εμειδίασε λίαν καλόκαρδος. Αυτός ο οποίος ανεγνώριζε μακρόθεν το ρύγχος της τρικυμίας – τη μούρη της! – είχεν ανάγκην να λαμβάνει μαθήματα από τους νεωτέρους! Πλην δεν εθύμωσε.

-Χα χα χα! Πολλά ξέρετ’, εσείς τα Σκοπελιτάκια.

Οι δύο ναυτομαραγκοί κατήγοντο πράγματι από την Σκόπελον, την νήσον εκείνην ήτις εξασκεί γλυκείαν μαγείαν εφ’ όλων των τέκνων της, και μεταβάλλει εις φανατισμόν την αγάπην της πατρίδος· την νήσον, προς έπαινον της οποίας ο λόγιος και εμπνευσμένος υιός της Καισάριος ο Δαπόντες, συνέθεσε κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα ασματικόν κανόνα προς το Ανοίξω το στόμα μου, -κανόνα αρχόμενον από τας λέξεις «Κρασί Σκοπελίτικο».

Την νήσον των νοσταλγών, εις τους κόλπους της οποίας δια να επανέλθουν τα φιλόστοργα τέκνα της, επιβιβάζονται από το Ταϊγάνι, από την Βραΐλαν, από την Οδησσόν, πριν παγώσουν τα νερά, χειμώνα-καιρόν, ή ευρίσκουν άλλο μέσον πορείας, εάν επάγωσαν ήδη, και ταξιδεύουν δύο μήνας, τρεις μήνας – εις την εποχήν των ιστίων – μόνον δια ν’ αξιωθούν να φθάσουν εις την Σκόπελον δια να εορτάσουν τα Χριστούγεννα, ή διά να κάμουν αποκριές, και γίνουν «μουτσούνες».

Τώρα δεν ήρχοντο πλέον Χριστούγεννα, είχαν περάσει κι αι Απόκρεω. Ητο Μάρτιος μην, και ήρχετο το Πάσχα. Και πολλοί εκ των ξενιτευμένων είχον καταβεί εγκαίρως εις την πόλιν, όπως ημπόρεσαν.

Αν έκαμναν τόσην θυσίαν δια να προλάβουν την Απόκρεων, πόσω μεγαλυτέραν θα έκαμναν διά το Άγιον Πάσχα!

-Ας γίνει το θέλημα σας, είπε τέλος ο καπετάν Τζώνης. Έχετε ανθρώπους και σας καρτερούν, κι άμποτε να σας χαρούν, παιδιά… Εμένα, ποιός…

Εμορμύρισε, και πάραυτα εσιώπησε. Μικρόν νέφος μελαγχολίας εφάνη σκιάζον τους οφθαλμούς του· όμοιον μ’ εκείνο το οποίον γεννά την τρικυμίαν, και το οποίον οι Λυγκείς των θαλασσών βλέπουσιν εγκαίρως μακρόθεν.

-Τώρα θα κάμουμε – επανέλαβεν είτα ο πλοίαρχος – μια βόλτα ως τον κάβο εκεί, κι άλλη μια ως το νησάκι πέρα… κι εσείς αλέστα!… Πάρτε την σκαμπαβία, ρίξετε τα πράματα σας μέσα… πηδάτε σβέλτα κι εσείς και δυό κουπιά… και μεθαύριο, α θελ’ ο Θεός, μας στέλνετε τη σκαμπαβία πέρα, στο λιμάνι το δικό μας… Καλό κατευόδιο, παιδιά· με το καλό να κάνετε Λαμπρή!

-Ευχαριστούμε πολύ, καπετάνιο· με καλό να πας στο σπίτι σου· και καλά ταξίδια· μάλαμα το καρφί!

Υστερα από δύο ή τρεις βόλτες, τα δύο Σκοπελιτάκια κατεβίβασαν την αποσκευήν των εις την μεγάλην βάρκαν πηδώντες και χορεύοντες από την χαράν των, όσον και από την φουσκοθαλασσιάν των κυμάτων. Κατερριχήθησαν και αυτοί κάτω, έπτυσαν εις τας χείρας των, και έλαβον τας κώπας. Απείχον δύο ή τρία μίλια, καταντικρύ εις τον μώλον του λιμένος της πόλεώς των, και με σύντονον κωπηλασίαν δεν θ’ αργούσαν να φθάσουν.

–        Καλό κατευόδιο, παιδιά!

–        Καλά ταξίδια· και καλή Ανάσταση!

* * *

Όλην την νύκτα έπλεε το σκάφος με τα κύματα. Ο άνεμος είχε κοπάσει, και το απόγειον της νυκτός εφύσα ελαφρά! Το πρωί, με τα γλυκοχαράματα, ο πλοίαρχος εξημερώθη εις τον λιμένα της νήσου του.

Οι δύο εκείνοι γιγαντοφυείς αδελφοί, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, οίτινες είχον επιχειρήσει το πάλαι, ως διηγείται ο θείος Όμηρος, να βάλουν την Όσσαν επάνω εις τον Όλυμπον, και το Πήλιον επάνω εις την Όσσαν, διά να κάμουν σκάλαν ν’ ανεβούν εις τον ουρανόν, όταν ήσαν παιδία ανήλικα ακόμη, εγύμναζον τούς βραχίονάς των παίζοντες εις τον αιγιαλόν κάτω. Έπαιρναν μικρά χαλίκια πλακαρά, ανάλογα με το ανάστημά των και έκαμναν «ψωμάκια», ρίπτοντες ταύτα εις την θάλασσαν, δια κυματοειδούς κινήσεως του πήχεος και της χειρός, ως διά σφενδόνης.

Από τα χαλίκια εκείνα των δύο μικρών γιγάντων, τα οποία μετά πολλάς επιψαύσεις και πτήσεις επάνω εις τα κύματα, έπιπτον τέλος εις την θάλασσαν, από τα «ψωμάκια» εκείνα εφύτρωσαν και ανέθορον αι Σποράδες νήσοι αι κοσμούσαι το σμαράγδινον πέλαγος· η Σκίαθος, η Πεπάρηθος, η Αλόννησος, και τόσαι άλλαι.

Εις την δευτέραν των νήσων τούτων, την αλλάξασαν το όνομα, είχον αποβιβασθεί την εσπέραν της χθες οι δύο ναυτομαραγκοί. Εις την άλλην, την τελευταίαν προς δυσμάς, κατέπλευσεν ο καπετάν Τζώνης με το σκάφος του.

* * *

Πριν αράξει ακόμα το βρίκιον, καθώς έφερνε βόλτες εμπρός εις τον λιμένα, ανάμεσα εις τα τρία νησιά, εις τον κάβον της Πούντας, και γύρω-γύρω στα Μυρμήγκια, τας νανοφυείς υφάλους, που προέχουν δειλά τας μαύρας μικράς κεφαλάς των εν ώρα αμπώτιδος – έφερνε και ο πλοίαρχος βόλτες επάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα εις το ταμπούκιο της πρύμνης, κι εις την χονδρήν μπούμα, και εις υψηλήν υαλόφρακτον θήκην της πυξίδος.

Το βλέμμα του διευθύνετο απλανές προς έν σημείον, ανάμεσα εις τα λευκά σπιτάκια του ωραίου χωρίου, του εσπαρμένου γραφικώς επί του λόφου, όπου διέπρεπεν εις το μέσον, ως φρουρός όρθιος με την λόγχην του υψηλά, το κωδωνοστάσιον του ναού της Παναγίας, οπόθεν εκτείνεται εις όλην την κοίλην παραθαλασσίαν ένθεν και ένθεν προς βορράν, και πάλιν αναφέρει τα κράσπεδα προς ανατολάς, επί της εσχατιάς του άλλου βραχώδους λόφου, του επιστρεφομένου από τον ναΐσκον του Αγ. Νικολάου του Θαλασσινού.

Η οικία του πλοιάρχου ευρίσκετο επί του δυτικού λόφου, εις την Άνω συνοικίαν. Εκεί δε προσηλούτο μάλλον κατηφές το βλέμμα του.

Καθώς άραξε το πλοίον, ενώ το πλήρωμα ησχολείτο εις την συστολήν των ιστίων και την λοιπήν διευθέτησιν του σκάφους, κατέβη ο Τζώνης εις τον κοιτώνα του, κάτω εις την πρύμνην, βεβαίως διά ν’ αλλάξει και φορέσει κοσμιώτερα ενδύματα, πριν αποβεί εις την ξηράν και παρουσιάσει τα ναυτιλιακά του έγγραφα.

Πλην δεν εβιάσθη αμέσως ν’ αλλάξει, εφαίνετο μάλλον αισθανόμενος μεγάλην απροθυμίαν προς τούτο, και ως να επεθύμει αναβολήν, ει δυνατόν, της αναγκαίας αποβιβάσεως εις την ξηράν.

Από ένα συρτάρι έλαβε μίαν μικράν θήκην εκ ψευδαργύρου, και απ’ αυτήν έβγαλεν ένα χαρτί διπλωμένον. Δεν ήτο ούτε η υγειονομική πιστοποίησις ή άδεια απόπλου ή φορτωτική τις, ούτε το ημερολόγιόν του.

Το πλοίον ήρχετο από την Πόλιν κενόν φορτίου, και προσήγγιζεν εις τον γενέθλιον τόπον, προσχήματι μεν διότι ήγγιζε το Πάσχα, πράγματι δε διότι ο πλοίαρχος ησθάνετο αόριστον ανησυχίαν ως προς τα οικιακά του πράγματα.

Το χαρτίον, το οποίον εξήχθη από την θήκην, ήτο αρκετά τριμμένον, κι εφαίνετο να είχε διαβασθή πολλάκις. Ο πλοίαρχος το εξεδίπλωσε και ήρχισε να το διαβάζει – ίσως δι’ εκατοστήν φοράν.

«Γαμβρέ μου καπετάν Τζώνη, σε χαιρετώ.

»Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια το αίσιον, κτλ. Εγώ, γαμβρέ μου, ενόμιζα, όταν σου έδωκα την κόρην μου, πως εσύ ήσουν άνθρωπος απ’ ανθρώπους, μα ως τόσο βγήκα γελασμένη, και τουλόου σου αποδείχθης πως δεν έχεις φιλότιμο. Εμένα το κορίτσι μου ήτον απ’ το πρώτο σόι, κι όπου αρωτήσεις, μας ξέρουν όλοι τι είμαστε· οι Καχιωταίοι, με τ’ όνομα. Κι εγώ θάρρεψα πως κάτι ήσουν, κι άνοιξα τις πόρτες, και σ’ έβαλα στο σπίτι μου, κι εσύ βγήκες ένας άνθρωπος άχαρος και ανωφέλευτος. Στο γράμμα που είχες στείλει, είδα να γράφεις πως βαρέθηκες πλια να στέλνεις της γυναίκας σου, επειδής μας έχει όλους στο σπίτι και μας ταΐζεις, εμένα και τις δύο κόρες μου, κι ότι πως τουλόου σου επίστεψες πως επήρες μιά κι’ επήρες τέσσερες… (Εδώ υπήρχε μία μεγάλη μουντζούρα, σχεδόν πέρα-πέρα, εις τα τρία τέταρτα ενός στίχου της επιστολής· εάν ο πλοίαρχος ήτον αρκετά περίεργος, θα διέκρινε τας λέξεις «που να σε πάρουν τέσσεροι.» Φαίνεται ότι η υπαγορεύουσα μετεμελήθη, και παρήγγειλεν εις την γράφουσαν να σβήσει την φράσιν.) κι ότι δε βαστάς ν’ ακούς να γελά ο κόσμος με τα καμώματά μας. Αγέλαστος κι αγλύκατος που είσαι! Και τι έστειλες, κακόμοιρε, της γυναίκας σου, και το χτυπάς; Μήπως έστειλες και συ δυό πήχες χρυσάφι, ή το ποδογύρι το χρυσό, ή το φουστάνι τ’ ατλαζένιο ή της έβαλες την κορώνα, ή της έστειλες κανένα ακριβό διαμαντικό ή άλλο τίποτες; Τόσα χρόνια, ασπρού πράμα από σένα δεν είδε. Κι αν είχες φιλότιμο, έπρεπε να το συλλογιστείς μόνος σου, να πεις, στο σπίτι που μβήκες, που δεν ήσουν άξιος να φιλήσεις το ψαθί του σκαλοπατιού.

»Καλά το λένε, ποτέ να μην κατεβαίνει ο άνθρωπος απ’ την σκάλα του. Εγώ θέλησα να κατεβώ, και σ’ επήρα σένανε, κι ενόμιζα πως θα βγεις άνθρωπος να μου το γνωρίσεις, μα γελάστηκα. Κι εσύ δεν έστειλες ούτε μισή ντουζίνα κουταλάκια του γλυκού της γυναίκας σου, και δεν της ψώνισες ποτέ σου μιαν ασημένια κούπα, έναν καλόν καθρέφτη, ένα σκρίνι, ένα λαχουρί, ένα τίποτες. Και δεν της πήρες ποτέ σου μιαν καλή καρφίτσα, ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρι, ή ένα μαλαμοκαπνισμένονε σταυρό, ή ένα βραχιόλι, ή άλλο τίποτες. Άλλο απ’ το ασημένιο δακτυλίδι, και το ρολόι με την καδένα, και μια καρφίτσα σκέτη, και τα σκουλαρίκια που την εφίλεψες πριν την στεφανωθείς, και τα βραχιόλια που της έστειλες την πρώτη χρονιά, και μια κούπα του γλυκού με δυο πιατάκια, και κουταλάκια αρζαντό, άλλο τίποτες δεν της ψώνισες.

»Και γράφεις ότι πως βαρέθηκες τάχα τα έξοδα, και πως τάχα μας ταΐζεις όλες στο σπίτι. Εμείς στο σπίτι της κόρης μου δεν καθόμαστε, μόνο συντροφιά της κάνουμε, να μην μένει μονάχη της με τα δυό μικρά παιδιά της· κι η κόρη μου μονάχη της κλαίει σαν κάμουμε να φύγουμε, και μας περικαλεί να μένουμε πάντα κοντά της. Και του λόου σου σαν έρχεσαι στο χωριό, πάλι εμείς συντροφιά τής κάνουμε, και στο σπίτι μας μαζωνόμαστε πάντα. Κι αν δεν σ’ αρέσει, κάνεις καλά να την χωρίσεις την κόρη μου, κι άφσε και τα δυό παιδιά, εμείς τ’ αναθρέφουμε. Ει δε μη και θέλεις πάλε να μένει μονάχη της στο σπίτι η γυναίκα σου, τότες φρόντισε να της πάρεις δούλα, να της στέλνεις και λίρες πολλές, για να ζωοθρέφεται αυτή και τα παιδιά της, με τη δούλα μαζί· γιατί εμείς όλες τις δουλειές τις κάνουμε τζάμπα, κι ασπρού πράμα απ’ αυτήν κι από τ’ εσένα ποτές μας δεν είδαμε. Αλλοιώς, φωτιά και μπούλμπερη ό,τι κι αν κάμεις, κι ο κόσμος θα γελάσει με τ’ εσένανε…»

Η επιστολή εξηκολούθει σχεδόν εις δύο σελίδας ακόμη με τον αυτόν τόνον, και εις παν ήμισυ σελίδος επανελάμβανεν ως έγγιστα τα αυτά. Πεντάκις τουλάχιστον υπήρχε εν τω κειμένω η υπόμνησις διά το «σόι» και την κοινωνικήν βαθμίδα. Ο χαρακτήρ ήτο λεπτός αλλ’ άκομψος, προφανώς κορασίδος, μαθητρίας του σχολείου, πλην δε άλλων ανορθογραφιών είχε γδό αντί δυό, παιγδά αντί παιδιά, μνά (μιά) και φωτχά (φωτιά).

Ο καπετάν Τζώνης και άλλοτε το είχεν αναγνωρίσει ότι ήτο «κοριτσίσιο γράψιμο», ίσως μάλιστα υπέθετε μετά βεβαιότητος και ποία μικρά γειτονοπούλα να το είχε γράψει, καθ’ υπαγόρευσιν της γραίας. Και τώρα, μετά την τελευταίαν ανάγνωσιν, εψιθύρισεν:

-Επόμενο είναι, τώρα που βγαίνουν και τα κορίτσια μας φωστήρες απ’ τα σκολειά, να βρίσκουν κι οι πεθεράδες μας γραμματικούς για να γράφουν τέτοια γράμματα!

Δεν επανέφερε το χειρόγραφον εις την θήκην, εξ ης το είχε λάβει, αλλά το έβαλεν εις την από-μέσα τσέπην ενός καθαρίου μαύρου επανωφορίου, το οποίον εκρέματο πλησίον εκεί, δίπλα εις την κοκέταν του ύπνου του. Συγχρόνως δε ήρχισε ν’ αλλάζει τα ενδύματά του και συνεχίζων μεγαλοφώνως τους λογισμούς του επανέλαβε:

-Τώρα, αν ήξευρεν η ίδια γράμματα, θα έγραφε ποτέ τέτοιο γράμμα;… Η μήπως θα έγραφε… χειρότερο;

Ίσως ήθελε να είπει ότι ο υπαγορεύων, μη έχων συνείδησιν ότι γράφει κάτι τι, αλλά μόνον ότι το λέγει, δύναται να υπαγορεύει εύκολα ό,τι δήποτε· ενώ, ο γράφων καθ’ υπαγόρευσιν, και μάλιστα αν είναι ανήλικος, αδυνατεί να σταθμήσει την ευθύνην, ευρίσκει δε το πράγμα απλώς αστείον και καινοπρεπές. Ή μήπως τουναντίον συμβαίνει, και ο υπαγορεύων, επειδή εκφώνως απαγγέλλει, αισθάνεται τούτο ως χαλινόν εγκρατείας, ενώ αν ο ίδιος έγραφε, θα ησθάνετο ως να έπραττέ τι εν παραβύστω και άνευ μαρτύρων;

Εφόρεσε το ίδιον εκείνο επανωφόρι, εις το θυλάκιον του οποίου είχε βάλει το γράμμα της πενθεράς. Την ιδίαν στιγμήν, ως να μεταμελήθη, με βίαιον κίνημα ανέσυρε το γράμμα, το έσχισεν αμελώς, διπλωμένον όπως ήτον, εις τέμαχια, και τα έρριψε κάτω.

Φαίνεται ότι ο μούτσος, όταν κατέβη να σκουπίσει, μετά την αναχώρησιν του πλοιάρχου, εύρε τα τεμάχια, και τα εμάζεψεν. Επειδή δε είχε συνήθειαν να προσπαθεί να διαβάζει ό,τι βρει, διά να μη ξεχνά τον συλλαβισμόν, τον οποίον είχε μάθει εις το δημοτικόν σχολείον, συνηρμολόγησε τα τεμάχια, και ήρχισε να το συλλαβίζει.

Ο πλοίαρχος έλαβε τα ναυτιλιακά του έγγραφα, και ητοιμάσθη να εξελθη εις ξηράν, εκάλεσεν τον λοστρόμον, και του έκαμε συστάσεις να κρύψη ό,τι ήτον δια κρύψιμον, «επειδή τώρα-τώρα θα’ ρθουν τα φαραώνια· όπου κι’ αν είναι, πλάκωσαν!» – και να φυλάξει εις πρόχειρον μέρος μόνον γαλέτες και κρέας σαλάδο, και ό,τι άλλο είχαν, το οποίον δεν ημπορούσε χωρίς άλλο να γλυτώσει από τα «φαραώνια».

Ενώ ο λοστρόμος ησχολείτο εις τας ετοιμασίας αυτάς, κάτω εις τον θαλαμίσκον, ήκουσε κατά τινα στιγμήν τον πλοίαρχον να μορμυρίζει, μασών τας λέξεις:

-Το παπά και το λιλί!…λιλί και παπά!… μόνον αυτά έχουν στο νου τους!

-Τι λες, καπετάνιο; τον ηρώτησεν ο ναύκληρος.

Ο πλοίαρχος εδάγκασε τα χείλη, ως μην θέλων να προδώσει τους λογισμούς του· είτα πάλιν εφαιδρύνθη, και είπε:

-Τι να πω, καημένε γερο-Νικόλα, και συ; Να, ατλαζένιο φουστάνι, ποδογύρι χρυσό, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χαλκάδες στη μύτη, και τα ρέστα… Της έφερες εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά της γριάς σου ή της κόρης σου;

-Τώρα, μ’ αυτά τα κεσάτια, καπετάνιο! μήπως μπορεί κανείς να κάμει και τίποτα μπακοτίλια, να βγάλει κανένα λεπτό; Πώς να γλυτώσει απ’ τα φαραώνια, που έλεγες τώρα;

-Αλλοίμονο σου, κακόμοιρε! θα σε βγάλει έξω κι’ εσένα, καθώς…

Και έκοψεν αποτόμως την ομιλίαν.

Η βάρκα η μικρή, καθελκυσθείσα εις την θάλασσαν, επερίμενε τον πλοίαρχον. Κατέβη και με δύο κωπηλατούντας ναύτας προσήγγισεν εις την ξηράν.

Ο Δημήτρης της Σοφούλας – ούτως εκαλείτο κοινώς ο γερο-Φτελιανός – και αν επαύετο, δεν έφευγε ποτέ από την νήσον. Πρώην φύλαξ του υγειονομείου, του λοιμοκαθαρτηρίου, κτλ., και γνωρίζων από γραφειοκρατικήν αγγαρείαν, και τυραννίαν, εχρησίμευεν εις όλους τους λιμενάρχας, υγειονόμους και τελώνας, οίτινες τον είχον ως «δεξί χέρι». Ούτος επερίμενε τον πλοίαρχον εις την «καραντίναν». Ο Δημήτρης έβαλε τα γυαλιά του, έκυψε, και ανέγνωσε την πιστοποίησιν κτλ. χωρίς να θίξει το χαρτίον. Υπέβαλε τον πλοίαρχον εις τινας διατυπώσεις, του απηύθυνεν ερωτήσεις τινάς, και συγχρόνως εδήλωσεν ότι δεν χρειάζεται «εξομολόγησις» επειδή ο λόγος του πλοιάρχου αρκεί· είτα έτεινε την χείρα και προσείπε πρώτος το «Καλώς ώρισες».

Πάραυτα, με την επιστροφήν της βάρκας εις το πλοίον, επέβησαν επ’ αυτής τελωνοφύλακες, λιμενοφύλακες, και λοιποί· ούτοι ήσαν τα «φαραώνια», όπως τους ωνόμαζεν ο καπετάν Τζώνης, και απήρχοντο εις το πλοίον δια την απαραίτητον «επίσκεψιν». Είχον δε πολύ μεγάλα και πλατιά αμαυρού χρώματος μανδήλια, και τσέπες πολύ βαθειές. Τα μανδήλια ταύτα ήσαν το μόνον είδος το οποίον ηγόραζαν ποτέ· ελέγετο μάλιστα ότι τα παρήγγελλον ειδικώς, δεν ηξεύρω εις ποίον εργοστάσιον.

Ο πλοίαρχος θα επεθύμει μάλλον να επιστρέψει εν συνοδία αυτών οπίσω εις το πλοίον. Αλλ’ εκείνοι φιλοφρόνως του είπον:

– Μην πειράζεσαι, καπετάνιο, να’ ρθης τουλόγου σου· τα καταφέρνουμε πολύ καλά, εμείς, με το λοστρόμο· ίσως να θέλεις να πας στο σπίτι σου.

Να πάει στο σπίτι του! Καθώς πρωτύτερα θα επροτίμα να βραδύνει ν’ αποβιβασθεί εις την ξηράν, ούτω και τώρα θα ηύχετο ν’ αργήσει να πάει στο σπίτι του! Εκάθισεν εις το πρώτον καφενεδάκι της παραθαλασσίας, κι εδέχετο τας δεξιώσεις και τα «καλώς ωρίσατε» όλων των ανθρώπων της αγοράς, των συναδέλφων θαλασσινών και των χερσαίων, των εντοπίων και των ξένων. Εκάπνισεν ναργιλέν, έπιε δύο καφέδες, δεν ηθέλησε να πίει παραπάνω από ένα ρακί δια τα «μουσαφιρλίκια» – μ’ όλον ότι θα επεθύμει να ημπορούσε να πίει!

Τέλος «έκαμε καρδιά» κι εσηκώθη να πάει στο σπίτι του.

***

Ολίγας ημέρας μετά το Πάσχα, ο πλοίαρχος Τζώνης επεβιβάζετο εκ νέου διά ν’ αποπλεύσει.

Ο καιρός εφαίνετο άσχημος. Συννεφιασμένος ήτον ο ουρανός και άστατοι άνεμοι έπνεον. Την ώραν που έφθασεν ο πλοίαρχος εις το πλοίον, ενώ τούτο ήτον στα πανιά κι έκαμνε βόλτες, ο γερο-Νικόλας ο ναύκληρος ίστατο παρά την πρύμνην, κι εκοίταζεν ανήσυχος κατά τον κόλπον, όπου θα έστρεφε πρώραν μετ’ ολίγον το σκάφος.

-Μπουρίνια θα’ χουμε καπετάνιο, είπε.

-Μπουρίνια! τόσο καλύτερα είπεν ωσάν αφηρημένος ο πλοίαρχος.

-Τι λες!

-Θεός να μας φυλάει απ’ τις μπόρες της στεριάς, γερο-Νικόλα.

Ο ναύκληρος τον εκοίταξε περιέργως, επειδή κάτι ήξευρεν ή υπώπτευεν. Εν τούτοις δεν είχον γνωσθεί πολλά πράγματα εις το χωρίον, όσον αφορά τα οικιακά του πλοιάρχου. Ο ίδιος ήτον κρυφός, επειδή εντρέπετο τον κόσμον, και δεν ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι τίποτε όσον απέβλεπε τα της αριστεράς πλευράς του. Από την πεθεράν του κάτι θα ηδύνατο να διαδοθεί, αλλ’ ο καπετάν Τζώνης δεν εχωράτευε.

Διηγούντο ότι μίαν εσπέραν, τώρα τα Λαμπρόγιορτα, εις την οικίαν του, ο ίδιος είχε πιάσει την πεθεράν του από τον λαιμόν. Πλην δεν το έκαμε δια να την πνίξει, άπαγε! – καθώς διεμαρτύρετο ο ίδιος προς έναν φίλον του πολύ πιστόν και πολύ κριτικόν – αλλά μόνον δια να πνίξει τας φωνάς της. Επειδή έβγαζεν, η ευλογημένη, κάτι φωνάς οξείας, υστερικάς, ανοήτους. Ύστερον ηκούσθησαν κλαυθμοί, κατόπιν επήλθον πολλά σιούτ σιούτ πολύ σύντονα και επιτακτικά, και τέλος σιωπή άκρα.

Ολα ταύτα τα έκαμνε διά να μην τον ακούσει η γειτονιά και μάθει τίποτε ο κόσμος· επειδή η γειτονιά ουδέν άλλο είναι ειμή κατάσκοπος, και ο κόσμος τύραννος, βασανιστής ανηλεής – καθώς διεβεβαίου τον φίλον του – επειδή εντρέπετο, πολύ εντρέπετο τους φίλους και τον ίδιον εαυτόν του.

Και όλα ταύτα, όλαι αυταί αι οικιακαί σκηναί, δεν ήσαν μεγάλα πράγματα· ουδέ υπήρχε, την αλήθειαν να είπωμεν, μώμος τις ή βαθεία κηλίς εις την οικίαν. Μόνον μικρολογίαι, παράπονα, η αιωνία εχθρά της ησυχίας των ανδρογύνων, η γκρίνια, η απαίσιος γκρίνια!

Τέλος, τα πράγματα είχον ησυχάσει· και η σύζυγος υπεσχέθη εις το μέλλον να είναι φρονιμωτέρα από την μητέρα της. Και ο Τζώνης επεβιβάζετο εις το πλοίον του, διά να ταξιδεύσει.

-Τι με κοιτάζεις, γερο-Νικόλα; είπε. Μήπως δεν υπάρχουν τάχα μπόρες και στην στεριά;… Πιό καλή είν’ η θάλασσα… Κοκκώνα θάλασσα, μιά φορά!

Και ο πλοίαρχος εκάγχασε.

-Γιά θυμήσου, είπε, τα δύο εκείνα παιδιά, τα Σκοπελιτάκια, που τους δώκαμε την σκαμπαβία τις προάλλες στο πέλαγο, για να παν στον τόπο τους… Δεν τους άκουσες εσύ τι νόστιμα τα έλεγαν: «Ασπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη!» Πώς δεν είπαν και πεθερά!

Ο γερο-Νικόλας εγέλα.

-Τι γελάς; άκουσες κανένα παράξενο; Μάλιστα· κοκκώνα θάλασσα… πεθερά.

Ο ναύκληρος εκάγχασεν ακρατήτως.

-Μα τι γελάς; Μα βέβαια… κοκκώνα θαλ…

Ο πλοίαρχος ηθέλησε καταρχάς να είπει: «Κοκκώνα-θάλασσα, φουρτούνα-πεθερά».

Αλλ’ εδάγκασε την γλώσσαν του, και διώρθωσε μεγαλοφώνως:

-Μάλιστα· φουρτούνα-θάλασσα, κοκκώνα-πεθερά!

(1900)

Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).

 

Ο Δερβίσης και ο Θάνατος του Meša Selimović

Το αριστούργημα του Meša Selimović “Ο δερβίσης και ο θάνατος” επανακυκλοφορεί στην Ελληνική γλώσσα. Το βιβλίο είχε εξαντληθεί, επανεκδόθηκε και πλέον είναι ξανά προσιτό και στην Ελληνική του μετάφραση.

Έχουμε να κάνουμε με ένα ανάγνωσμα που θεωρείται δύσκολο. Κινείται σε πολλά επίπεδα. Κυρίως είναι ένα αριστούργημα της γραφής που εστιάζει και χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο. Μια αναγνώστρια γράφει χαρακτηριστικά: “Το κείμενο είναι γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο και η αίσθηση που αφήνει είναι ότι περπατάς στο εσωτερικό του νου του συγγραφέα, ότι παρατηρείς τις σκέψεις όπως αναδύονται. Αυτές πολλές φορές αναδιπλώνονται, κάνουν διάλογο μόνο με τον εαυτό τους.”

 

Ο δερβίσης και ο θάνατος: Επιλέξαμε το εξώφυλλο της Αγγλικής έκδοσης για το κείμενό μας σχετικά με το αριστούργημα του Mesa Selimovic.

 

Η υπόθεση

 

Η βασική ιστορία που εξιστορείται είναι απλή. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο δερβίσης Nurrudin. Βρισκόμαστε στη Βοσνία, κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πιο συγκεκριμένα η ιστορία μας εκτυλίσσεται κατά τον 18ο αιώνα. Η ζωή του Nurrudin μοιάζει γαλήνια. Είναι επικεφαλής του Ισλαμικού μοναστηριού, στο οποίο ζει. Περιβάλλεται από σεβασμό και εκτίμηση.

Τη γαλήνια καθημερινότητά του θα ταράξει η είδηση ότι ο αδελφός του Harun συνελήφθη από τις Οθωμανικές αρχές. Είμαστε μάρτυρες της εσωτερικής του αγωνίας αφενός να κατανοήσει το τι συνεβη, αφετέρου να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει.

Σταδιακά όλες οι βεβαιότητες που μέχρι τότε στήριζαν τη ζωή του τίθενται σε αμφισβήτηση. Η εξουσία, η νομιμότητα, οι δυνάμεις – φανερές και υπόγειες – που κινούν τα ανθρώπινα πλάσματα και τους ρυθμούς τους περνούν μέσα από το χαρακτηριστικό πλαίσιο του εσωτερικού του μονολόγου.

 

 

Το θέμα

 

Ο Δερβίσης και ο θάνατος είναι ένα έργο που επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομονώσουμε ένα συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, μας φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα η προσέγγιση που εστιάζει στο περιεχόμενο μιας Σερβο – Κροατικής λέξης, μέσω της οποίας επιχειρείται να προσεγγιστεί το μυθιστόρημα. Η λέξη “malodusnost” μπορεί να αποδοθεί κυριολεκτικά ως μικρή ή συρρικνωμένη ψυχή και μεταφορικά χρησιμοποιείται για να εκφραστεί η ψυχική δειλία, η αδυναμία να σταθεί κάποιος συνεπής στις αξίες και τα ιδανικά του.

Καθώς το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται έχουμε την αίσθηση ότι η ψυχή του  Nuruddin πάσχει. Πολύ γρήγορα οι συνεκτικοί αρμοί με την περιβάλλουσα ζωή και κοινωνία αποσαθρώνονται. Το όνομα του πρωταγωνιστή σημαίνει κατά λέξη “το φως της πίστης” και αυτό που βιώνει ο αναγνώστης είναι την πλήρη αποδόμηση κάθε πίστης.

 

 

Η αντίθεση

 

Παρακολουθώντας τον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε το που μπορεί να βρίσκεται η ψυχική δειλία (malodusnost). Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, ψυχολογική εμβάθυνση, ηθικό προσδιορισμό. Οι σκέψεις ακολουθούν η μια την άλλη και εντυπωσιαζόμαστε από το βάθος της ανάλυσης.

Ο Selimović αφήνει τον ήρωα να παρουσιάσει τις συναλλαγές του με τους άλλους. Πολλές φορές οι πράξεις του δεν συνάδουν με τη σκέψη του. Πρώτα εξαπατά τον εαυτό του μέσω μηχανισμών εκλογίκευσης και στη συνέχεια αναλύει και παγιδεύεται σε μια ροή που είναι πιο δυνατή τόσο από τη σκέψη, όσο και από την πίστη.

 

 

 

Η τρυφερή ματιά

 

 

Υπάρχουν παράλληλα σημεία ανάμεσα στη ζωή του Δερβίση και στη ζωή του συγγραφέα. Ο αδελφός του Selimović εκτελέστηκε στην Τούσλα το 1944 με απόφαση του στρατοδικείου του Γ’ Σώματος. Ο συγγραφέας όμως ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να δείξει σημάδια ενόχλησης. Στέκεται με τρυφερότητα απέναντι στον μυθιστορηματικό του ήρωα. Η ηθική δειλία του (ή απόγνωση) παρουσιάζεται παράλληλα με την απέραντη θλίψη και τον πόνο που κατακλύζει την ψυχή του. Ο εσωτερικός του αγώνας είναι ειλικρινής. Ο Selimović δεν στέκει κριτής. Έχει ενσυναίσθηση, όπως οφείλει να έχει και ένας καλός ψυχοθεραπευτής. Σε κανένα σημείο δεν χάνει τον έλεγχο της αφήγησης, ενώ ταυτόχρονα βρισκεται κοντά στον πρωταγωνιστή του. Πολλοί έχουν πει ότι με αυτόν τρόπο ο  Selimović προσεγγίζει και μεθερμηνεύει δημιουργικά το μεγάλο πρότυπό του, τον Fyodor Dostoevsky.

 

 

 

Τα όρια της λογικής

 

Υπάρχουν πολλές ομοιότηττες που μπορεί να βρει κανείς ανάμεσα στο έργο του Dostoevsky “Αναμνήσεις από το υπόγειο” και το έργο του Selimović “Ο δερβίσης και ο θάνατος”. Τόσο ο ήρωας του ‘Υπογείου”, όσο και ο δερβίσης Nuruddin θεωρούνται χαρακτηριστικά πρότυπα ανθρώπων που λειτουργούν συγκροτημένα. Η λογική είναι ο οδηγός τους. Και όμως, προβαίνουν σε ακραίες, ακατανόητες πράξεις. Η βαθύτερη επιθυμία τους είναι να βρουν μια αρχή πιο δυνατή από αυτή που ονομάζουμε ανθρώπινη λογική. Παρότι συνειδητά την υπηρετούν, ασυνείδητα πνίγονται και επιδιώκουν να την προσπελάσουν, να την αντικαταστήσουν με μια αρχή πιο δυνατή, απόλυτη. Ίσως μόνο τοτε η ταραγμένη τους ψυχή μπορεί να αναπαυθεί…

 

Ο έρωτας στα Χιόνια – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο Έρωτας στα Χιόνια

Την Πρωτοχρονιά του 1895 δημοσιεύτηκε το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – “Ο Έρωτας στα Χιόνια” στην εφημερίδα Ακρόπολις.  Στην απαγγελία είναι ο ηθοποιός Κώστας Καστανάς. Χρόνια πολλά σε όλους.

 

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

 

Ο Έρωτας στα χιόνια

 

Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα.

Και αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα: ― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας. Το έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας». Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Μασσαλίαν.

Είχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Είχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Είχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.

Κανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Είχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή. Και αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.

Χειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Επάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. Η πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

 Βρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον. Και είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Εγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Είχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Μόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε. Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Και είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Μασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Και είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.

Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας. ― Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!… να είχε βρόχια… να είχε φωτιές… Να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια… να ζέσταινε τις καρδιές… να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια… Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Εφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Εξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Βαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Μαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Την άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν: ― Ένας Θεός θα μας κρίνη… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση. Και είτα μετά στεναγμού προσέθετε: ― Κ’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη. Αλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Την άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον. ― Άσπρο σινδόνι… να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.

Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Μασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.

Ν’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Να σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Την άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον. Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος. Ηύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Επιάσθη από το αγκωνάρι. Εκλονήθη. Ακούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Εμορμύρισε: ― Να είχαν οι φωτιές έρωτα!… Να είχαν οι θηλιές χιόνια… Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας. Πάλιν εκλονήθη.

Επιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Κατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Το ρόπτρον ήχησε δυνατά. ― Ποιος είναι; Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Ευλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι; Επάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα, παραμοναί. Καρδιά του χειμώνος. ― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή. Το παράθυρον έτριξεν. Ο μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Το παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Μίαν στιγμήν ας αργοπορούσε! Ο μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Εδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις: «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!…»

Μόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Εχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος. ― Και εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε… ζωντανό σοκάκι. Εξεπιάσθη από την λαβήν του. Εκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Εξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου. Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Εύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.

«Είχαν οι φωτιές έρωτα!… Είχαν οι θηλιές χιόνια!» Και το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Και αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος. Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. Κ’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον. Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.

Πηγή: https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CE%88%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B1%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B1_%CF%87%CE%B9%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1