Στη σειρά των κειμένων που αφορούν την επιστήμη της κοινωνιολογίας παραθέτουμε ένα κείμενο του κυρίου Θανάση Αλεξίου. Ο κύριος Αλεξίου είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Είναι σημαντικό να δούμε και κυρίως να δουν οι μαθήτριες και οι μαθητές τον κριτικό αναστοχασμό πάνω στην επιστήμη της κοινωνιολογίας. Πέρα από την ιστορική αναδρομή (μέσα από την οποία ερχόμαστε σε επαφή με τις κυρίαρχες θεωρητικές τάσεις της κοινωνιολογίας), κατανοούμε πόσο σημαντικό είναι να στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην ίδια την επιστήμη.
Στο τέλος του κειμένου παρατίθεται βιβλιογραφία, η οποία είναι πολύ ουσιαστική για τις φοιτήτριες και τους φοιτητές των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών.
Θανάσης Αλεξίου, Η κοινωνία, η κοινωνιολογία, οι κοινωνιολογικές παραδοχές*
Ι.Εισαγωγή
Με ποιο τρόπο η κοινωνία, η ίδια η κοινωνική εξέλιξη εγκαλεί την ανθρώπινη σκέψη, εν προκειμένω τη κοινωνική σκέψη; Πως εξωτερικεύεται αυτή η σχέση, αυτή η ανάδραση ανάμεσα στη κοινωνία και στην επιστήμη της κοινωνιολογίας από την εποχή των καθολικών βεβαιοτήτων της νεωτερικής κοινωνίας έως σήμερα, στην εποχή της ρευστής νεωτερικότητας; Αν για τους ιδρυτές της κοινωνιολογίας η διασφάλιση της νεότευκτης νεωτερικής-αστικής κοινωνίας έναντι παλινορθωτικών κινήσεων συνιστά το βασικό μέλημα (θετικισμός, εμπειρισμός, εξελικτικισμός κ.λπ.), οι ανομικές εντάσεις που διαμορφώνει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας (E. Durkheim) και η ανάγκη νομιμοποίησης των σχέσεων κυριαρχίας φαίνεται να ορίζουν τη θεματική των κοινωνιολόγων στη περίοδο ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού (M. Weber κ.ά.) (βλ. και Κύρτσης 1997:36). Τέλος η δομή και η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος σε συνθήκες σχετικής σταθερότητας (βλ. welfare state) διαμορφώνουν τη θεματική της κοινωνιολογίας για τις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (T. Parsons).
Ωστόσο οι αλλαγές στη κοινωνία και στην εργασία, σε συνθήκες κρίσης υπερσυσσώρευσης (αργία κεφαλαίου και εργασίας κ.λπ.) και υπέρβασής της, όπως επιχειρήθηκε μέσω της «παγκοσμιοποίησης» (εκκαπιταλισμός του πλανήτη), διαμόρφωσαν μια «ρευστή» κοινωνική δομή (συρρίκνωση βιομηχανικής εργατικής τάξης, διεύρυνση νέων μικροαστικών στρωμάτων κ.λπ.). Οι αλλαγές αυτές, κυρίως η συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, έπληξαν καίρια την αντιπροσωπευτικότητα και την καθολικότητα του κράτους πρόνοιας αλλά και των κοινωνικών επιστημών γενικότερα που είχαν συμβάλλει σημαντικά στη θεωρητικοποίηση των συνθηκών της κοινωνικής αναπαραγωγής και στο ποσοτικό προσδιορισμό των συνθηκών ζωής.
Η εννοιολόγηση της κοινωνίας με όρους του μετά («μεταβιομηχανική κοινωνία», «μετανεωτερική κοινωνία» κ.λπ.) με την εργασία να εμφανίζεται περισσότερο ως διάδραση και ως επικοινωνία, μετατόπισε επίσης το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον από τη δομή στη κουλτούρα και στη γλώσσα, από το σημαινόμενο στα σημαίνοντα (πρακτικές κατανάλωσης, τρόποι ζωής, αισθητικές αντιλήψεις κ.λπ.). Στα πεδία δηλαδή που συγκροτούσαν ταυτότητα και υποκειμενικοποιούνταν τα νέα μικροαστικά στρώματα. Σε επιστημολογικό επίπεδο η «εκπληροφόρηση της γνώσης» (ψηφιακός καπιταλισμός κ.λπ.) εμφανίστηκε μέσω ενός αγοραίου σκεπτικισμού ως απονομιμοποίηση της γνώσης (β. «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων»). Στο νέο κοινωνικό πλαίσιο η κοινωνιολογία δίνοντας έμφαση στο νοηματισμό και στη βιωμένη εμπειρία κινείται περισσότερο προς μια ερμηνευτική-πολιτισμική προσέγγιση του «κοινωνικού κόσμου» (φαινομενολογία, κονστρουκτιβισμός κ.λπ.) ώστε να αποκαθάρει τη συνείδηση από τις κοινωνικές επιστρώσεις αλλά και τις παρεμβάσεις της επιστήμης (φαινομενολογία). Με τη «κοινωνία σε παρένθεση» και υπό την επίδραση των θεωριών του «μετά» (μεταδομισμός, μεταμοντέρνο κ.λπ.) η κοινωνική ανάλυση εξωθείται σ’ ένα ιστορικισμό της διαφοράς, του μερικού και του αποσπασματικού (εαυτός, ετερότητα, φύλο, σώμα, βίωμα κ.λπ.) με ότι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα επιστημονικής γενίκευσης, πόσο μάλλον όταν η ίδια η επιστήμη ορίζεται στη συλλογιστική της «ισοτιμίας ων παραδόσεων» ως μια παράδοση δίπλα σε άλλες.
Αν το κοινωνικό υποκείμενο (δόμηση, ταυτότητα, ισχύς) συνιστά ίσως το κύριο πρόβλημα της επιστήμης της κοινωνίας, της κοινωνιολογίας, έχω την εντύπωση πως οι κυρίαρχες κοινωνιολογικές παραδοχές περιγράφουν ένα «χλωμό» κοινωνικό υποκείμενο η κοινωνική δράση του οποίου αδυνατεί να υπερβεί τις σταθερές του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικών σχέσεων. Στις προθέσεις μου είναι να περιγράψω περισσότερο το πρόβλημα, όπως το διατύπωσα, εξετάζοντας ενδεικτικά αυτές τις παραδοχές για τις κοινωνικές σχέσεις και τη κοινωνική δράση. Ενδεχομένως σε κάποια σημεία η επιχειρηματολογία μου να γίνεται σχηματική, -με την έννοια ότι μπορεί να φανεί πως η γνώση και οι επιστημονικές πρακτικές είναι ιστορικο- πολιτισμικά προσδιορισμένες και πως δεν υπάρχει μια επάλληλη δυναμική των «επιστημονικών επαναστάσεων» που να ορίζει τη παραγωγή και τη διατύπωση της γνώσης-, αλλά όπως μόλις ανέφερα πρόθεσή μου είναι να αποδώσω πρωτίστως την αναδραστική σχέση ανάμεσα στη κοινωνική εξέλιξη και τη κοινωνική σκέψη υποδεικνύοντας επίσης τη συμβολή της κοινωνιολογίας στη νομιμοποίηση και στη διατήρηση των σχέσεων κυριαρχίας.
- Από την «ανακάλυψη»1 της κοινωνίας στη θεμελίωση της επιστήμης της κοινωνίας (κοινωνιολογία)
Αν στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η απόσπαση του κοινωνικού υπερπροϊόντος απαιτεί τη παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας (φεουδαρχική, απολυταρχική βία) στις καπιταλιστικές κοινωνίες η απόσπασή του γίνεται πάραυτα στη σφαίρα παραγωγής και ανταλλαγής του (βλ. υπερεργασία). Το πολιτικό αποχωρίζεται λειτουργικά από το οικονομικό, η αποπολιτικοποιημένη οικονομική κοινωνία (καπιταλιστική οικονομία) διαχωρίζεται από το κράτος που επωμίστηκε την οργάνωση της κυριαρχίας (Habermas 1993:57). Κατά τη διάρκεια αυτών των διαχωρισμών απωθούνται προμοντέρνες οντότητες (τοπικές κοινωνίες) ενώ ο χώρος διαχωρίζεται από τον τόπο (κοινότητα) και ομογενοποιείται κοινωνικά και πολιτισμικά δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανάδυση της νεωτερική κοινωνίας. Η αποδέσμευση του χώρου από τον τόπο, από τη μια, αλλά και ο υποσκελισμός του χρόνου από το χρήμα (βλ. G. Simmel) που επιφέρει η εκρίζωση των κοινωνικών σχέσεων από τα τοπικά πλαίσια (εκχρηματισμός και εμπορευματοποίηση των ανταλλαγών) διαμορφώνει την ενιαία αγορά του έθνους-κράτους. Η νέα αντίληψη (νεωτερική) για το χρόνο (γραμμικός) φαίνεται πως παρακολουθεί τη γραμμική τροχιά της κεφαλαιακής συσσώρευσης που αποικίζει διαπερνώντας το χώρο (αστικοποίηση, βιομηχανικές εγκαταστάσεις κ.λπ.) καθιστώντας ομοιογενή και συμπαγή το μόρφωμα της νεωτερικής κοινωνίας. Σε αυτό θα συμβάλλουν επίσης και τα άλλα «μέσα κυκλοφορίας» της νεωτερικής κοινωνίας, που εκτός από το χρήμα, είναι η γλώσσα και η εξουσία (βλ. Giddens 2001:35, 39). Είναι η περίοδος συγκεντροποίησης της πολιτικής εξουσίας (σχηματισμός εθνικών κρατών) και πολιτισμικής (βλ. γλωσσικής) ομοιογένειας αλλά και η περίοδος «κατασκευής» υπηκόων (απολυταρχία). Η οργάνωση του χώρου για την ανάπτυξη της παραγωγικής δραστηριότητας (εμπόριο, βιομηχανία κ.λπ.) πάει μαζί με την οργάνωση και τη μέτρηση του χρόνου (ωράρια εργασίας, πιστωτικός χρόνος, χρονοδιάγραμμα οικονομικών δραστηριοτήτων κ.λπ.). Η αυτονόμηση αυτής της διαδικασίας και των μηχανισμών που την επιβάλλουν από τους ανθρώπους δίνει την εντύπωση πως οι βιοτικοί τους όροι ελέγχεται πλέον από υπερατομικές, αντικειμενικές δυνάμεις (εξαντικειμενοποίηση). Κατά κάποιο τρόπο οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εμφανίζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. Η «οικονομική κοινωνία» δεν ορίζονται πλέον από τις πράξεις και τα νοήματα των ανθρώπων αλλά υποτάσσονται σε νόμους που δεν είναι ανθρώπινοι (βλ. Πολάνυι 2001:125). Το γεγονός αυτό οξύνει την αντίφαση ανάμεσα στην ανθρώπινη βούληση, την ατομική δραστηριότητα και την αντικειμενική νομοτέλεια του «κοινωνικού προτσές», από τη μια, διαμορφώνει όμως τους κοινωνικούς όρους να αναφανεί η κοινωνική επιστήμη, ως επιστήμη των «φυσικών νόμων» της κοινωνίας, από την άλλη (Kofler 1978:26,27). Εδώ διαπιστώνεται για πρώτη φορά η «προτεραιότητα του όλου έναντι του επιμέρους», όπως το θέτει ο A. Comte (1798-1857) και εδώ διαμορφώνεται το γνωστικό αντικείμενο της κοινωνιολογίας που αφορά στη «κοινωνική νομοτέλεια» κάθε κοινωνίας (Αρόν 1984:145). Με αυτή την έννοια και ενώ μορφοποιείται η εμπειρία της «αστικής κοινωνίας» δημιουργείται επίσης η ανάγκη για την αυτογνωσία και τον αυτοπροσδιορισμό της, γεγονός που περιγράφει και το γνωστικό πεδίο της κοινωνιολογίας. Καθώς μάλιστα η μετάβαση από τις παραδοσιακές κοινότητες προς την (αποεδαφικοποιημένη) κοινωνία, από το πληθυντικό στον ενικό, στη νεωτερική (αστική) κοινωνία, αναζητά καθολικές αξίες πάνω από τοπικισμούς και μερικότητες, η κοινωνιολογία συγκροτείται και ως ιδεολογία (βλ. και Χάλαρης 1994:159 κ.ε). Η ανάδειξη της (αστικής) κοινωνίας ως πλαισίου αναφοράς, συμβαδίζει με την υποχώρηση του κοινωνικού ρομαντισμού και της βουλησιαρχίας που ως συστήματα δράσης είναι ασυμβίβαστα με τις κεντρικές παραδοχές του κοινωνιολογισμού, δηλαδή των κοινωνικών νόμων που διέπουν τη κοινωνική δράση (Κύρτσης 1996:37). Η κοινωνία υπάρχει για τον Durkheim έξω από τα άτομα και ο κοινωνικός δεσμός, είτε ως εξαναγκασμός, είτε ως εσωτερίκευση αυτού του καταναγκασμού (βλ. Αρόν 1993:78), αφαιρεί από το άτομο οποιαδήποτε δυνατότητα να κινηθεί αυτόβουλα και βουλησιαρχικά (κοινωνικός ντετερμινισμός).
Βεβαίως το αστικό πνεύμα επωάζεται στις πόλεις της υστερομεσαιωνικής Ευρώπης σε συνθήκες ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Θα αποκτήσει δε στην περίοδο του απολυταρχισμού σταθερά χαρακτηριστικά. Ωστόσο η «αστική κοινωνία» ή «κοινωνία των πολιτών» (Civil Society), -όπως επικράτησε να ονομάζεται-, όπου ενεργοποιούνται οι αστοί (bοurgeoisies), φαίνεται να διαφοροποιείται από το κράτος τουλάχιστον στη περίοδο της απολυταρχίας. Αυτός ο χώρος που λίγο πολύ ταυτίζεται με την αγορά (ελευθερία εμπορικών συναλλαγών, εταιρικές πρακτικές, ιδιωτικές πράξεις κ.λπ.) αναπαράγεται από μόνος του, με την έννοια πως η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ατόμων, σε αντίθεση με τη προκαπιταλιστική κοινότητα, αποτελεί ιδιωτική υπόθεση. Εδώ σχηματίζεται επίσης (18ος-19ος αιώνας) μια αστική κοινωνικότητα (ακαδημίες, σαλόνια, καφενεία κ.λπ.) όπου αστοί των τραπεζών και της γραφειοκρατίας συναναστρέφονται και συζητούν «ισότιμα» με τη διανόηση και πλατιά στρώματα της μεσαίας τάξης ακόμη και με τεχνίτες και μικρέμπορους (Habermas 1997:90-91).
Έκτοτε η σχέση ανάμεσα στην «κοινωνία των πολιτών» (burgerliche Gesellschaft) και το κράτος με τον εγγενή δυϊσμό της, όπως τουλάχιστον προσδιορίστηκε από τον F.G. Hegel, θα εμφανίζει τη κοινωνία όπου κυριαρχούν οι συγκρούσεις συμφερόντων και οι κοινωνικές ανισότητες, ως διακριτή σφαίρα έναντι της σφαίρας του κράτους όπου κυριαρχεί η τυπική ισότητα. Αυτό το παράδοξο, αυτή την αντινομία ανέλαβε να εξηγήσει ο Κ. Marx, βλέποντας την ισότητα των πολιτών στην αστική κοινωνία ως δομικό όρο για την ανισότητα στην καπιταλιστική κοινωνία (άνισες ταξικές θέσεις) (Marx 1978:54). Αν «Ο Hegel με τη στατική του διαλεκτική σταματά πρώτος στην κοινωνία» γράφει ο Α. Κανελλόπουλος «ο Stein διαπιστώνει τη διαφορά Κοινωνίας και κράτους μα κατά παράδοξο τρόπο αναθέτει τη λύση της κρίσης στο κράτος. Πρώτος ο Marx αναθέτει το ξεπέρασμα της κρίσης στην ίδια την κοινωνία. Έτσι η κοινωνιολογία παρουσιάζεται σαν διαλεκτικό προϊόν της ίδιας της κοινωνικής κατάστασης, σα στιγμή της διαδικασίας της, και δέχεται εντολή να ξεπεράσει την κρίση, οδηγώντας την κατασπασμένη απ’ τις ταξικές αντιθέσεις εποχή σε καινούργια» (Κανελλόπουλος χ.χ.: 11). Βεβαίως για να φτάσουμε ως εδώ, όπου η κοινωνία εμφανίζεται ως ένα αυθύπαρκτο μόρφωμα, κατά κάποιο τρόπο ως «δρων υποκείμενο», η ίδια η ανθρωπότητα θα έπρεπε να αποδεσμευτεί από τις μεταφυσικές της αναφορές και να βασιστεί στις δυνάμεις της (εκκοσμίκευση). Η εκκοσμίκευση ως διεργασία απομάγευσης του κόσμου σήμαινε πρώτα απ’ όλα επίσης την χειραφέτηση της κοινωνίας και πρωτίστως της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. κεφαλαιακή συσσώρευση) αλλά και της κοινωνικής δράσης από θρησκευτικούς κανόνες κα ηθικές αναστολές (αποθρησκευτικοποίηση). Καθόλου τυχαίο λοιπόν, αν σε αυτό το κοινωνικό-ιστορικό συγκείμενο η ανθρώπινη πρόοδος, η κοινωνική εξέλιξη ερμηνεύεται ως απότοκο δυνάμεων που δρουν στο εσωτερικό της κοινωνίας (εξελικτικισμός) ενώ η ίδια η αλλαγή, είναι, όπως θεωρούσαν μεταξύ άλλων ο A. Comte, o H. Spencer αλλά και ο K. Marx, ενύπαρκτη σε αυτή (αντίληψη της εμμένειας) (Νίσμπετ 1995:222, 224) .
Σε αυτή τη δυναμική ανάδραση μεταξύ κοινωνικής εξέλιξης και κοινωνικής σκέψης διαμορφώνεται η επιστήμη της κοινωνιολογίας έχοντας ως αντικείμενο την ίδια την κοινωνία και τα δομικά της στοιχεία (κοινωνική μεταβολή, κοινωνική κινητικότητα, κοινωνική έκπτωση κ.λπ.). Είναι η περίοδος των μεγάλων κοινωνικών και ανθρωπογεωγραφικών ανακατατάξεων (εκβιομηχάνιση, προλεταριοποίηση, αστικοποίηση κ.ά.) που επέβαλε η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού (18ος, 19ος αιώνας). Οι ανακατατάξεις αυτές διαμορφώνουν ένα νέο κοινωνικό τοπίο, καθώς τμήματα των παραδοσιακών τάξεων με ιδιοκτησία και κύρος (Stande/ομάδες στάτους) εκπίπτουν κοινωνικά ενώ με το βάθεμα του καπιταλισμού τέλη 19ου αιώνα, αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζονται νέες κοινωνικές τάξεις και νέα κοινωνικά στρώματα (εργατική τάξη, μεσαία αστικά στρώματα, μισθωτή διανόηση, διευθυντικά στρώματα κ.ά.). Αυτό το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο προσδιορίζει όπως είναι φυσικό και το αντικείμενο της κοινωνιολογίας υπαγορεύοντας θεωρητικά παραδείγματα, μεθόδους και τρόπους έρευνας της πραγματικότητας. Το πρόβλημα που τίθεται είναι πως θα ενσωματωθεί ο πληθυσμός (προβιομηχανικός, αγροτικός, πληβειακός κ.ά.) στο νέο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης του χωροχρόνου που βασίζεται στη μισθωτή εργασία και πως αυτός ο πληθυσμός θα ενστερνιστεί τις αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας και πρωτίστως την αξία της εργασίας, του ατομικισμού και της ανέλιξης; Ουσιαστικά πρόκειται για ένα εγχείρημα ανθρωπολογικής μετάλλαξης, καθώς οι άνθρωποι όφειλαν να εγκαταλείψουν παρωχημένες έξεις και καταλοιπικές πρακτικές, που αντιστοιχούσαν σε μια κοινωνία αυτάρκειας και αυτοκατανάλωσης, όπως λόγου χάρη στο «σύστημα επιβίωσης» (Speenhamlad System 1795), και να διαπαιδαγωγηθούν σε νέες ανάγκες για το χρόνο, για το χώρο, για την οικογένεια, για το σεξ κ.λπ. Νέα υποσυστήματα σχέσεων όφειλαν να υποστηρίξουν το εγχείρημα του «Μεγάλου Μετασχηματισμού» (K. Polanyi), δηλαδή της εμπορευματοποίησης όλων (της γης, της εργασίας κ.ά.) και ελέγχου της κοινωνίας από την αγορά, δημιουργώντας δομές αλλά και μια αίσθηση κοινότητας, καθώς θα επωμίζονταν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Το σλαμ (slam) των Εβραίων και άλλων εθνοτικών ομάδων, όπως αναλύθηκε από τη Σχολή του Σικάγου, αλλά και το γκέτο των μαύρων στις ΗΠΑ είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση κοινοτικής δομής ενώ αντίστοιχα λειτούργησαν παρά την αμφισημία τους και οι εργατικές υποκουλτούρες στην Ευρώπη που συνέβαλλαν με τη σειρά τους στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο καπιταλιστικό σύστημα (βλ. Groh 1973). Ως γνωστόν η προβληματική της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και της κοινωνικής ένταξης αποτέλεσαν τον κύριο άξονα επιστημονικής και ερευνητικής δραστηριότητας του Τμήματος Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Σικάγου (1892) (βλ. και Σαββάκης 2013:60).
Βαθιά επηρεασμένη από τον εξελικτικισμό του H. Spencer, τον εμπειρισμό του A. Comte αλλά και τις «ανομικές» τάσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας του E. Durkheim αλλά και της εμπειρίας της μητρόπολης (G. Simmel), η Σχολή του Σικάγου εμμένοντας περισσότερα στα πολιτισμικά και ψυχολογικά στοιχεία της κοινωνικής δράσης θα μετατρέψει την κοινωνιολογία σε μια εμπειρική επιστήμη (Wirklichkeitswissenschaft). Είναι προφανές πως η κοινωνική δυναμική εγκαλεί την κοινωνική σκέψη υποχρεώνοντας τη κοινωνιολογία να επεξεργαστεί τρόπους έρευνας και ταξινόμησης του κοινωνικών δεδομένων που προέρχονται από τις μεταναστευτικές κινήσεις, τον αυξημένο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, την αστικοποίηση, την κοινωνική περιθωριοποίηση κ.ο.κ. Ουσιαστικά η κοινωνιολογία από τον Comte ως τον Parsons, θέτουν, ανάλογα με τις κοινωνικές και ιστορικές προκλήσεις ως κύριο σκοπό την ενσωμάτωση, τη σταθερότητα και τη τάξη, δηλαδή την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. Αν σε περιόδους οικονομικής κρίσης, -όταν οι δυνάμεις της εργασίας βρίσκονται σε υποχώρηση (ανεργία, επισφάλεια κ.λπ.)-, προκρίνεται η λειτουργική ένταξη των «μερών» του συστήματος («συστημική ενσωμάτωση»), σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης και σχετικής έλλειψης εργατικών χεριών στην αγορά εργασίας, προκρίνεται η κοινωνική ένταξη των «φορέων» («κοινωνική ενσωμάτωση») (βλ. και Μουζέλης 1997: 77. 78, 79). Σε μεγάλο βαθμό η ένταση αυτών των διακυμάνσεων προσδιορίζουν και τις κοινωνιολογικές παραδοχές επηρεάζοντας επίσης πολιτικές πρακτικές. Av οι κεϋνσιανές-σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές εστιάζουν στη ενσωμάτωση κοινωνικών ομάδων, εθνοπολιτισμικών μειονοτήτων κ.ά., ξεκινώντας από αυτές, οι αγοραίες-φιλελεύθερες πολιτικές δίνουν προτεραιότητα στις ανάγκες της οικονομίας, στις συστημικές ανάγκες και στη λειτουργική ένταξη ομάδων του πληθυσμού.
ΙΙΙ. Η κοινωνιολογία ως ιδεολογία : η νομιμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων
Αν η ανάπτυξη της γνώσης από το θρησκευτικό στοιχείο διαμέσου του μεταφυσικού στο θετικό, νομιμοποιεί, στο πλαίσιο ενός ιδεολογικού ντετερμινισμού, γνωσιοθεωρητικά την κοινωνιολογία ως «θετική επιστήμη» της κοινωνίας (A. Comte), ο εξελικτικισμός του ίδιου μέσα από τα στάδια έρχεται να νομιμοποιήσει το νέο αστικό-καπιταλιστικό καθεστώς τη στιγμή που το παλαιό φεουδαρχικό καθεστώς καταρρέει. Μέσα από την προβολή των μεσαιωνικών αξιών της τάξης, της ιεραρχίας, της κοινότητας και της παράδοσης η κοινωνιολογία του Comte προσπαθεί να ελέγξει
την κοινωνική αναστάτωση που η εκβιομηχάνιση προκάλεσε και να πειθαρχήσει την κοινωνία (βλ. και Serres, Bensaude, Enthoven 1991:295). Καθώς η κοινωνία του 19ου αιώνα υποχωρεί και η αστική τάξη γίνεται ιδεολογικά και πολιτικά κυρίαρχη η αντίληψη του Comte για την επαναφορά της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων, έστω και αν αυτή βασίζεται τώρα στην νέα επιστήμη, η οποία έχει αντικαταστήσει τη θρησκευτική και μεταφυσική θεωρία, αντιστρατεύεται τον ωφελιμισμό και τον άκρατο ατομικισμό του φιλελευθερισμού. Ωστόσο η «κοινωνική δυναμική» εγκλωβίζεται στη «κοινωνική φυσική» του Comte από τη «κοινωνική στατική» καθώς η τάξη τίθεται πάνω από τη πρόοδο (Αντόρνο, Χορκχαϊμερ 1987:42), γεγονός που τη καθιστά άχρηστη, καθώς δεν μπορεί να συλλάβει τη δυναμική που έχει αναπτύξει η καπιταλιστική κοινωνία. Η θεωρία του H. Spencer (1820-1903) για την αυξανόμενη ολοκλήρωση και διαφοροποίηση της κοινωνίας φαίνεται να προσφέρει μια καλύτερη νομιμοποιητική βάση στην εποχή της κυριαρχίας της ελεύθερης αγοράς (laissez faire) (Timasheff, Theodorson 1983:79), καθώς ο εξελικτισμός της επιβεβαιώνει μια βασική αρχή του φιλελευθερισμού, δηλαδή πως μέσα από την κοινωνική επιλογή επικρατεί ο ισχυρότερος (κοινωνικός δραβισνισμός). Αυτονόητη και η αποστροφή του Spencer προς την παρέμβαση του κράτους στις κοινωνικές διεργασίες για να ελέγξει τους όρους αναπαραγωγής της κοινωνίας. Η επιστημολογική αντίφαση στη κοινωνιολογία των Comte και Spencer είναι παραπάνω από εμφανής. Ενώ η κοινωνιολογία σαν θετική επιστήμη έχει αποβάλλει κάθε πρόβλημα αξίας, ιδέας και σκοπού, με το φιλοσοφικο- ιστορικό νόμο της εξέλιξης αυτή επιχειρεί να καθορίσει τώρα φυσιοκρατικά το νόημα και το σκοπό της ιστορίας της ανθρωπότητας (Freyer χ.χ.: 86). Το πρωτοκοινωνιολογικό θεωρητικό μοντέλο του Α. Comte με τον εγγενή αναστοχασμό που περιέχει θέτει υπό αμφισβήτηση τις θετικοποιήσεις που το ίδιο ιδρύει, πόσο μάλλον όταν η θετικιστική του κοινωνιολογία συγκροτεί το αντικείμενό της στο φόντο μιας ιστορικής τελεολογίας (θεωρία των σταδίων) που οδηγεί στη σύγχρονη επιστημονική εποχή της αστικής-καπιταλιστικής πραγματικότητας (Ψυχοπαίδης 1996:545). Με άλλα λόγια η κοινωνιολογία μετατρέπεται σε ιδεολογία. Εξάλλου η αποδοχή της ύπαρξης μόνο εμπειρικών δεδομένων είναι μια οντολογική πρόταση, συνεπώς και μεταφυσική.
Από την άλλη οι κοινωνικοί αγώνες και το μέγεθος των προβλημάτων που προκύπτουν από τη δυναμική των κοινωνικών αντιθέσεων οδηγεί στη μαζική παρέμβαση του κράτους. Το κράτος μέσα από τα ασφαλιστικά ταμεία αναλαμβάνει κιόλας από την εποχή του καγκελάριου Bismark (τέλη του 19 ου αιώνα) τον έλεγχο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης διαμορφώνοντας την αντίστοιχη υποδομή (ασφαλιστικά ταμεία, εργασιακό πλαίσιο, κοινωνικές υποδομές κ.ο.κ.). Το γεγονός αυτό υποδεικνύει και τα όρια της κοινωνιολογίας του Spencer και του φιλελευθερισμού του. Πραγματικά αυτός, μετά την οικονομική κρίση του ’29, σχετικοποιείται αν δεν απωθείται πλήρως από τις αντικυκλικές οικονομικές πολιτικές του κράτους πρόνοιας (welfare state).
Αρνούμενος κάθε γενική θεωρία του γίγνεσθαι ο Ε. Durkheim (1858-1917) θα εμμείνει και αυτός σ’ έναν αυστηρό θετικισμό, ο οποίος αποκαθαίρει την κοινωνική πραγματικότητα από τις ιδέες, -«το πράγμα είναι αντίθετο της ιδέας» (Ντυρκαϊμ 2000:47)- διαμορφώνοντας το επιστημολογικό πλαίσιο μετατροπής της κοινωνιολογίας σε εφαρμοσμένη επιστήμη. Στο έργο του Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου (1895) υποδεικνύει πως η γνώση και οι τεχνικές θα αποκτούνται από την παρατήρηση, το πειραματισμό και τη συγκριτική μέθοδο. Aπό μεθοδολογική σκοπιά έχει ιδιαίτερη σημασία πως ο Durkheim αποσπά τη κοινωνιολογία από τη βιολογία και τη ψυχολογία και τις «καταστάσεις ατομικής συνείδησης» προτείνοντας την εξήγηση ενός κοινωνικού φαινομένου μέσα από άλλα (προγενέστερα) κοινωνικά φαινόμενα (Ντυρκαϊμ ό.π.:176).
Ένα από τα κύρια προβλήματα που θα πρέπει να διαχειριστεί η κοινωνιολογία είναι, όπως αναφέραμε παραπάνω, η ενσωμάτωση και η προσαρμογή του πληθυσμού στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας; Πως θα ελεγχθούν οι κοινωνικές εντάσεις που επέφερε η εξασθένηση των ηθικών δεσμών εξαιτίας του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας; Κυρίως όμως πως θα ελεγχθεί η ανομία, η κατάσταση δηλαδή κατά την οποία οι κοινωνικές ρυθμίσεις έχουν χαλαρώσει δημιουργώντας τις παθολογικές μορφές του κοινωνικού καταμερισμού, όπως αυτές εξωτερικεύονται στις κοινωνικές ανισότητες. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται για τον Durkheim με την αύξηση της «φυσικής πυκνότητας» δηλαδή την πυκνότητα του πληθυσμού και της «ηθικής πυκνότητας», δηλαδή την ένταση των επαφών και της επικοινωνίας μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, η οποία θα επέλθει με τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (Αντωνοπούλου 1991:176). Αυτός είναι που θα εμπεδώσει και την «οργανική αλληλεγγύη», καθώς ο καταμερισμός εργασίας επιβάλλει και αλληλεξαρτούμενες λειτουργίες ανάμεσα στα άτομα, γεγονός που διαμορφώνει μια συλλογική αναγκαιότητα αλλά και μια νέα κοινωνική ηθική. Εφόσον ο κοινωνικός εργασίας προκύπτει από την διαφοροποίηση των ατόμων και την ανάπτυξη των ατομικών διαφορών και εφόσον αυτός αποδεσμευτεί από το τρόπο κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, όπως εμφανίζεται στη μισθωτή εργασία, τότε το κοινωνικό ζήτημα είναι ένα πρόβλημα ηθικής τάξης και κοινωνικής ένταξης, καθώς οι παθολογικές μορφές του (κοινωνικές ανισότητες, κοινωνικές αντιθέσεις κ.λπ.) δε προκύπτουν από εξω- κοινωνικούς λόγους (π.χ. από το επίπεδο και τις συνθήκες παραγωγής) αλλά από τη κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ των ατόμων και τον υπέρμετρο ατομικισμό και τις εγωιστικές διαθέσεις τους. Γι’ αυτόν το λόγο εξάλλου οι εντάσεις και οι τριβές που θα προκαλέσει ο καταμερισμός εργασίας μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της κοινωνικοποίησης και της διαπαιδαγώγησης (Αρόν 1993:101). Όπως είναι γνωστό ο Durkheim απέδωσε στη χαλάρωση της ηθικής πυκνότητας, την ανομία και την αυτοκτονία. Η απόκτηση ενός επαγγελματικού ήθους, όπως συνέβαινε στις συντεχνίες, θα αποτρέψουν κατά τον Durkheim τις ανομικές καταστάσεις που προέρχονται από το καταμερισμό εργασίας (βλ. συντεχνιακός σοσιαλισμός).
O κοινωνικός καταμερισμός εργασίας έχει να κάνει στον Durkheim όχι με τη μεταβολή της παραγωγής και της παραγωγικής διαδικασίας, όπως προτείνει ο Marx, αλλά προκύπτει από την αλλαγή της ηθικής πυκνότητας και των κοινωνικών σχέσεων. Ας έχουμε υπόψη το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο τη εποχής που ζει ο Durkheim. Η Γαλλία μετασχηματίζεται μετά τις επαναστάσεις του 1848 σε μια σύγχρονη βιομηχανική χώρα. Αυτό σημαίνει και την απώθηση των παραδοσιακών τρόπων ζωής και εργασίας και την εμπορευματοποίησή τους. Η συγκεντροποίηση της παραγωγής οδηγεί στη προλεταριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Η αλλοτρίωση και η έκπτωση που αυτή η εξέλιξη σηματοδοτούν δεν ήταν δυνατόν να μην ερμηνευτούν ηθικά από τον Durkheim, στη θεώρηση του οποίου βάραινε, τόσο η παράδοση των ουτοπιστών σοσιαλιστών (ό.π.:104) όσο και η έντονη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων στη γαλλική κοινωνία.
Κατά κάποιο τρόπο η κοινωνιολογία αυτονομούμενη από τη γενική θεματική της φιλοσοφίας αναλαμβάνει να προσφέρει μια μορφή αυτοσυνείδησης στην κοινωνία που φέρνει μαζί της ο καπιταλισμός. Η μεθοδολογική διαφοροποίηση απέναντι στη φιλοσοφία, καθώς η νομιμοποιητική βάση αναζητάτε πλέον στην αντίληψη και στη παρατήρηση και όχι στο λόγο και στη σκέψη εξυψώνει την εμπειρία σε κύριο παραγωγό γνώσης. Οι επιστημολογικές και μεθοδολογικές αρχές του D. Hume (17111776) για την εμπειρική γνώση που βασίζεται στα δεδομένα (που μπορούμε να εντοπίσουμε με τις αισθήσεις μας) ως μοναδικής πηγής επιστημονικής γνώσης χωρίς συνεξέταση του οντολογικού υπόβαθρου αυτών των εμπειρικών δεδομένων, συστηματοποιούνται από τον A. Comte για να αποτελέσουν τις επιστημολογικές βάσεις του θετικισμού. Η «υποταγή της φαντασίας στην παρατήρηση», που διακήρυττε ο A. Comte, -και ως αντίδραση στον σπιριτουαλισμό του H. Bergson που κυριαρχούσε στη Γαλλία (Catelet, Pisier-Kouchner 1982:501)- σήμαινε και μια τάση συγκατάθεσης προς το δεδομένο (Μαρκούζε 1985:328). Η απόρριψη της «αρνητικής μεταφυσικής» του Hegel, ο οποίος θεωρούσε πως η κοινωνία και το κράτος είναι ιστορικό έργο των ανθρώπων αντικαθίσταται με τις πρωτοκοινωνιολογικές θεωρήσεις της «θετικής φιλοσοφίας» πως η κοινωνική πραγματικότητα πρέπει να μελετάται αντικειμενικά ακολουθώντας το πρότυπο των φυσικών επιστημών. «Δεν λέμε» γράφει ο E. Durkheim, «ότι τα κοινωνικά πράγματα είναι υλικά πράγματα, αλλά ότι είναι τόσο πράγματα όσο και τα υλικά» (Ντουρκαϊμ 200:47). Ωστόσο η κοινωνική πραγματικότητα που «φυσικοποιείται» είναι αυτή της καπιταλιστικής κοινωνίας που έχει αυτονομηθεί από τα άτομα (είναι εξωτερική από αυτά) και χρήζει, μέσω της ιδεολογίας της (συλλογικές παραστάσεις), ηθικής νομιμοποίησης. Αυτή η κοινωνία είναι πάλι που θεοποιείται (Ritzer 2012:51). Με κάθε τρόπο έπρεπε να προασπιστεί η αυτονομία των γεγονότων έναντι των αξιών που τα πλαισιώνουν για να υπάρξει και αποδοχή του δεδομένου. Με το τρόπο αυτό μπορούσε να εξουδετερωθεί η κριτική λειτουργία που περιείχε η φιλοσοφική «άρνηση» του δεδομένου, όπως συνέβαινε στον Hegel και στους αριστερούς χεγκελιανούς και να επαναποκτήσουν τα γεγονότα το κύρος του θετικού (Μαρκούζε 1985:310). Ο περιορισμός του απριορισμού και η αποκατάσταση του κύρους της εμπειρίας (εμπειριοκρατία) όφειλε να προφυλάξει την αστική κοινωνία από το απρόβλεπτο της ιστορικής εξέλιξης. Η αστική κοινωνία έπρεπε να εμφανιστεί ως η πραγματική και η μοναδική κοινωνική πραγματικότητα και έπρεπε γι’ αυτό να αποκλειστεί η ιστορικοποίησησή της που θα σήμαινε και σχετικοποίσησή της με την έννοια πως καθώς η ιστορία τραβάει στο δρόμο της τίποτα δεν αποκλείει αυτή να αντικατασταθεί από μία άλλη, για παράδειγμα από μια κοινωνία χωρίς τάξεις (αταξική κοινωνία). Το ιδεολογικό αυτό πλαίσιο διαμορφώνει και το γνωστικό πλαίσιο αναφορά της κοινωνιολογίας, πόσο μάλλον όταν τα νοητικά εργαλεία της κοινωνιολογίας, αλλά και ο τρόπος σκέψης και δράσης του ανθρώπου ορίζονται, από τη στιγμή που ο αναλυτικός λογισμός έχει απαξιωθεί ως θεολογία, από τον πατέρα του θετικισμού, τον A. Comte, από το κοινωνικό πλαίσιο ^ρόν 1994:167 κ.ε.). Καθώς τα ερωτήματα τίθενται με βάση αυτό το πλαίσιο είναι σχεδόν αυτονόητο πως οι απαντήσεις δεν μπορούν να αποκλίνουν απ’ αυτό. Η θεματική των κοινωνιολόγων από τον A. Comte μέχρι τον T. Parsons κινείται πλέον γύρω από ζητήματα νομιμοποίησης και διατήρησης των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων. Και καθώς τα γεγονότα ερευνώνται μακριά από τις αξίες, -«αξιολογική ουδετερότητα» (M. Weber)-, οι αξίες της δεδομένης (αστικής) κοινωνίας αποκτούν διαχρονικότητα, πόσο μάλλον όταν οι λειτουργικές ανάγκες του συστήματος προηγούνται των αιτιών εξήγηση τους (λειτουργισμός). Ούτε εξηγείται ποτέ πως προκύπτουν οι κεντρικές αξίες της κοινωνίας (συλλογικές παραστάσεις κ.λπ.), ούτε πως διατηρούνται ή, μετασχηματίζονται μέσα στο χρόνο, πόσο μάλλον όταν αυτές αποκόβονται από τις κοινωνικές συγκρούσεις για την πρόσβαση σε υλικούς πόρους. Η ανάλυση, μεταξύ άλλων, στον Durkheim αλλά και στον Parsons, κινείται πάντα από τις βασικές αξίες της κοινωνίας προς τα μέλη της κοινωνίας ή στους φορείς ρόλων. Ποτέ όμως προς την αντίθετη κατεύθυνση (Μουζέλης 1997:30). Καμία ανάδραση, καμιά διαμεσολάβηση ανάμεσα στα ιστορικά άτομα, ας πούμε τους φορείς ταξικών θέσεων, και στην κοινωνία ή, το σύστημα.
Εντούτοις το κοινωνικό σύστημα που προέκυψε από την εμπέδωση της μισθωτής εργασίας για να είναι λειτουργικό απαιτούσε την νομιμοποίησή του σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό το πρόβλημα απασχόλησε κυρίως τον M. Weber, σύγχρονο του Durkheim (βλ. και Ψυχοπαίδης 1993:99). Ο ορθολογισμός έγινε η πεμπτουσία της βεμπεριανής σκέψης και αυτός μαζί με τη μονοπώληση της φυσικής βίας από το κράτος χαρακτηρίζει και νομιμοποιεί πλέον τις σύγχρονες μορφές πολιτικής εξουσίας. Καθώς το κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι ο εξορθολογισμός κάθε παραγωγικής δραστηριότητας οι ταξικές σχέσεις ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο και η διαδικασία χωρισμού του εργάτη από τα μέσα παραγωγής είναι μόνο μια στιγμή στη διαδικασία εξορθολογισμού της συμπεριφοράς που επεκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της σύγχρονης κοινωνίας (Giddens 1993:53). Av ο W. Sombart αναζητούσε την εμφάνιση του καπιταλισμού στους Εβραίους, στον πόλεμο, στην πολυτελή κατανάλωση ή στην αστεακή έγγεια πρόσοδο, ο Weber την αναζητά στην εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στην οικονομική ηθική των θρησκειών και στους οικονομικούς σχηματισμούς παραχωρώντας προτεραιότητα στο θρησκευτικό (ιδεολογικό) κίνητρο (Lukacs 1984:58) αγνοώντας συστηματικά την κοινωνική ιστορία της πρωταρχικής κεφαλαιακής συσσώρευσης. Το υφιστάμενο καπιταλιστικό σύστημα αποκτά για τον Weber το χαρακτήρα ενός θεωρητικού αναπόφευκτου (Anderson 1986:54). Μ’ αυτήν την έννοια η κοινωνιολογία του θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως προσπάθεια εκλογίκευσης της ιστορίας του καπιταλισμού και καθολικοποίησης των οικονομικών αρχών του (βλ. Μέικσινς Γουντ 1998:167) και αναγωγής τους σε υπεριστορικές αρχές, με την αγορά (σφαίρα κυκλοφορίας και ανταλλαγής) να επικαλύπτει τη σφαίρα παραγωγής και ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου. Η τελευταία όπως και οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν, για τον M. Weber, μη οικονομικές στιγμές. Η οικονομία για τον M. Weber δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία οργανώνει την παραγωγή και διανομή του κοινωνικού πλούτου (πολιτική οικονομία) αλλά απλά και μόνο ένας «τρόπος κατανομής και χρήσης των οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών» (Weber1997:130).
Ωστόσο με την οικονομική κρίση του ’29 και τις αντικυκλικές οικονομικές πολιτικές του κράτους πρόνοιας αμφισβητήθηκε «η επιστημονική δικαιολόγηση του φιλελευθερισμού» (Timasheff, Theodorson1983:79), καθώς η αγορά αδυνατούσε να διασφαλίσει τόσο την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας όσο και τη κοινωνική αναπαραγωγή. Στο νέο κοινωνικό συγκείμενο του κράτους πρόνοιας που προσδιορίζονταν από τη «συναίνεση» ανάμεσα στους εκπροσώπους του κόσμου της εργασίας και του κεφαλαίου, η κοινωνική ένταξη της εργατικής τάξης θεωρήθηκε δεδομένη, γεγονός που επέτρεπε τώρα στη κοινωνιολογία να εστιάσει στη διατήρηση και στην εσωτερική ισορροπία του συστήματος (δομολειτουργισμός). Η έμφαση στις λειτουργίες του συστήματος αποδέσμευε τη κοινωνική δράση από τη βεμπεριανή εννοιολόγηση («μεθοδολογικός ατομικισμός») εστιάζοντας πλέον στους θεσμούς. Έτσι η κοινωνία δεν είναι πλέον άθροισμα ατόμων αλλά ένας συνδυασμός θεσμών. Το γεγονός αυτό επιτρέπει με τη σειρά του, -αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει με τα άτομα και τα υποκειμενικά νοήματα,- την ταξινόμηση των θεσμών με αντικειμενικά κριτήρια (Κονιαβίτης 1994:4010 κ.ε.). Αυτή η μεθοδολογική μετατόπιση «περνάει» και στον T. Parsons, καθώς αυτός εισάγοντας την έννοια του «συστήματος» πλησιάζει τον E. Durkheim ενώ απομακρύνεται από τον μεθοδολογικό ατομικισμό του M. Weber. Η κοινωνία είναι δομή, δηλαδή ένα σύστημα από σχέσεις και ρόλους προσώπων που λειτουργεί όμως σαν οργανισμός (Graib1998:73). Σε αυτό το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο όπου διατυπώθηκε το δομολειτουργιστικό παράδειγμα οι αξίες και οι κανόνες γύρω από τους οποίους οργανώνονται τα συστήματα δράσης και τα κοινωνικά συστήματα δε φαίνεται να έχουν «υλικό υπόστρωμα». Δεν αναφέρονται δηλαδή σε υλικά πράγματα (ταξικά συμφέροντα κ.λπ.). Όπως αναφέρει ο D. Lockwood στο λειτουργισμό του Parsons παραγνωρίζονται τα διαφορετικά μέσα δράσης που έχει το κάθε άτομο, τα οποία διαμορφώνουν και διαφορετικές ευκαιρίες και ικανότητες, απ’ όπου απορρέουν και διαφορετικές αξίες (Lockwood 1964:99). Το κανονιστικό σύστημα θεωρείται ότι αντανακλά την κοινωνία ως σύνολο, παρόλο που αυτό διαμορφώνεται από τις ιδεολογικές προβολές των κυρίαρχων στρωμάτων και των οργανικών τους διανοουμένων στην κοινωνία (Ritzer 1996:67). Κατ’ αυτό τον τρόπο οι αξίες των αστικών στρωμάτων ανάγονται σε καθολικές αξίες της αμερικανικής κοινωνίας και οι αξίες της αμερικανικής κοινωνίας σε οικουμενικές αξίες. Εδώ οι αξίες αποκτούν οντολογικό βάθος και στο βαθμό που αναγνωριστεί σ’ αυτές μια ιστορικότητα, αυτή είναι η ιστορικότητα του αξιακού συστήματος της καπιταλιστικής κοινωνίας που μέσα από την εκσυγχρονιστική διαδικασία ξεπερνά τις παραδοσιακές του μορφές και γενικεύεται (βλ. Ψυχοπαίδης1999:523). Στις σύγχρονες κοινωνίες, αξία γίνεται και ο ίδιος ο γενικός κανόνας (ό.π.), δηλαδή η εκσυγχρονιστική διαδικασία (καπιταλιστική ανάπτυξη) και τα παράγωγά της. Πως αλλιώς να εξηγηθεί πως οι κοινωνικές ανισότητες αλλά και οι άνισες κοινωνικές θέσεις αντιμετωπίζονται στο λειτουργισμό ως λειτουργικοί όροι για την ισορροπία και την αναπαραγωγή του συστήματος; Συνεπώς η ίδια η αστική-καπιταλιστική κοινωνία, συνιστά αξία και η προσέγγισής της μπορεί να γίνεται μόνο από μια οπτική σταθεροποίησης και αναπαραγωγής της. Αυτονόητο πως στο πλαίσιο αυτό δεν υπάρχει χώρος για διαφορετικές αξίες. Επομένως περιορισμένα μπορούν να υπάρξουν και διαφορετικά συμφέροντα. Στο βαθμό όμως που αυτό συμβαίνει, η άρθρωση συμφερόντων συνιστά περισσότερο δυσλειτουργία του συστήματος που ως παρεκκλίνουσα συμπεριφορά θα πρέπει να προσαφθεί στο άτομο για να εξουδετερωθεί στη συνέχεια από άτυπες και τυπικές μορφές κοινωνικού ελέγχου (καταστολή, κοινωνική εργασία κ.ο.κ.). Οι ιδιαιτερότητες που ανάγονται σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και επηρεάζουν (αξιακά) την κοινωνικοποίηση του ατόμου προσλαμβάνονται ως δυσλειτουργίες και ως παθολογικά φαινόμενα. Αν δηλαδή το άτομο δεν εσωτερικεύσει τις κυρίαρχες αξίες για τη ζωή και την κοινωνία, που είναι αντικείμενο της κοινωνικοποίησης, ή αρνηθεί την αντιπροσωπευτικότητά τους, συνεπώς και τη δέσμευσή του σ’ αυτές (βλ. αντικουλτούρες, υποκουλτούρες κ.ο.κ.), αυτό γίνεται αντικείμενο των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου. Μ’ αυτό τον τρόπο η θεωρία της συναίνεσης που υπονοεί ο δομολειτουργισμός όταν υπερτονίζει τις αρμονικές σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, τείνει να γίνει μια μεταφυσική αναπαράσταση της κυρίαρχης ιδεολογικής μήτρας (Horowitz 1967:270).
ιν.Κοινωνική δράση και κοινωνικά υποκείμενα στη ακαδημαϊκή κοινωνιολογία
Το ζήτημα της κοινωνικής δράσης εξελίχτηκε σ’ ένα από πιο σημαντικά προβλήματα της κοινωνιολογίας. Στα περισσότερα κοινωνιολογικά παραδείγματα οι κοινωνικοί δρώντες, όσον αφορά τα κίνητρα και τους σκοπούς δράσης, εξατομικεύονται (μεθοδολογικός ατομικισμός), ακόμη και όταν εμφανίζονται παθητικά ως φορείς ρόλων (δομολειτουργισμός). Ενδεχομένως ο προσδιορισμός του χώρου που αυτοί συγκροτούνται αλλά και η ποιότητα των αντιθέσεων στις οποίες εμπλέκονται με τις αντίστοιχες θέσεις πρόσβασης (ή αποκλεισμού) από πόρους θα μπορούσε να προσδιορίσει τι αυτοί μπορούν να κάνουν, μέχρι που να φτάσουν; Κατά κάποιο τρόπο τα κυρίαρχα κοινωνιολογικά παραδείγματα επιλέγουν ως ζώνες αναφοράς, περιοχές χαμηλής κοινωνικής έντασης, που δίνουν επίσης αντίστοιχα ισχνά κοινωνικά υποκείμενα, όπως είναι λόγου χάρη η σφαίρα κοινωνικής αναπαραγωγής (κυκλοφορία και κατανάλωση εμπορευμάτων). Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί επίσης πως μεγάλο μέρος των κοινωνικών επιστημόνων (κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, ψυχολόγοι κ.ά.) που ορίζουν τις ερευνητικές στρατηγικές της κοινωνικής έρευνας προέρχονται από τα μεσαία ή, τα αστικά στρώματα, γεγονός που επηρεάζει, λόγω των αξιών και της ομόλογης βιωματικής τους εμπλοκής τα θέματα που θα επιλεγούν. Αυτό δε σημαίνει πως δε μπορεί να παραχθεί έγκυρη επιστημονική γνώση, ακόμη και στη μορφή της «δράσης ως προς την αξία», εξαιτίας της ταξικής καταγωγής των κοινωνιολόγων, ωστόσο δεν μπορεί να αγνοηθεί ο τρόπος συγκρότησης του «επιστημονικού πεδίου», όπως το έχει θέσει, μεταξύ άλλων, ο P. Bourdieu (Homo Academicus) (Bourdieu 1992). Ίσως αυτό να εξηγεί, εν μέρει, και την περιορισμένη θεματοποίηση των υλικών όρων ζωής του πληθυσμού που συνδέονται άμεσα με την κοινωνική οργάνωση της εργασίας και της οικονομίας. Αυτή η βιωματική εμπλοκή, πάλι, μπορεί να εξηγεί την προνομιακή χρήση μεθόδων έρευνας, όσον αφορά στην κοινωνική πραγματικότητα, με έμφαση τους ατομικούς δρώντες και τα υποκειμενικά νοήματα (βιογραφική μέθοδο, συμμετοχική παρατήρηση κ.ά.). Εξάλλου λόγω της κοινωνικής τους θέσης αλλά και ως κάτοχοι κοινωνικού κεφαλαίου και φορείς κοινωνικής δικτύωσης αυτοί οι κοινωνικοί επιστήμονες βρίσκονται πιο κοντά σε επιστημονικά δίκτυα και μπορούν να επηρεάζουν και από εδώ τα θέματα αλλά και τις πρακτικές χρηματοδότησης. Στο βαθμό μάλιστα που το μεγαλύτερο μέρος των επιστημόνων και ερευνητών προέρχονται από τα μεσαία και αστικά στρώματα, ελέγχουν μέσα από τα αντίστοιχα επιστημονικά δίκτυα (ερευνητικές επιχορηγήσεις, προώθηση ερευνητικών αποτελεσμάτων, επιστημονικά περιοδικά κ.λπ.) και τα μέσα παραγωγής επιστημονικής έρευνας και γνώσης. Πόσο μάλλον όταν οι εμπειρικές μέθοδοι έρευνας έχουν αποκοπεί εν μέρει από τη θεωρία, συνεπώς και από ενοχλητικά θεωρητικά ερωτήματα, και έχουν εκπέσει σε τεχνικές (μεθοδολογικός εμπειρισμός) όπως συμβαίνει με τις νέες τεχνικές έρευνας (path analysis, factor analysis κ.ο.κ.) (βλ. και Mullins 1975:500, 501, 502). Είναι προφανές πως οι τριβές, οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις που εμφανίζονται στη σφαίρα αναπαραγωγής μπορούν να διευθετηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου συστήματος κοινωνικών σχέσεων (βλ. Θεωρία συγκρούσεων). Στη βάση αυτών περιγράφονται κοινωνικά χαρακτηριστικά (καταναλωτικές πρακτικές, πολιτισμικό κεφάλαιο, τρόποι ζωής, εκπαιδευτικό επίπεδο, εισόδημα κ.λπ.) όπως και ο τρόπος κατανομής τους σε ομάδες του πληθυσμού (κοινωνική διαστρωμάτωση). Αντίθετα από τη σφαίρα αναπαραγωγής που δίνει κοινωνικά υποκείμενα των οποίων η δράση δύσκολα μπορεί να υπερβεί τις συστημικές προκείμενες, η σφαίρα παραγωγής, εκεί δηλαδή που παράγεται και αποσπάται ο κοινωνικός πλούτος, δίνει, όπως είναι αυτονόητο, εξαιτίας της κρισιμότητάς του (διατήρηση και αναπαραγωγή της κοινωνίας), κοινωνικά υποκείμενα που θα μπορούν να θέσουν ακόμη, -εκτός από ζητήματα ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου- και το ζήτημα κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής (βλ. κοινωνικές τάξεις). Εντούτοις αυτές οι μορφές κοινωνικής δράσης που δύναται να πλήξουν τις θεμελιώδεις παραδοχές μιας καπιταλιστικής κοινωνίας θεωρητικοποιούνται περιορισμένα στα κυρίαρχα κοινωνιολογικά παραδείγματα που συχνά ορίζουν νομιναλιστικά ή συστημικά (μέσα από τις λειτουργίες του συστήματος) τα κοινωνικά υποκείμενα. Εξάλλου οι εσωτερικά παραγόμενοι μηχανισμοί αλλαγής, λόγου χάρη, στον Τ. Parsons αδυνατούν να προσδώσουν δυναμική στις παραπάνω μορφές δράσης, επειδή αυτοί προσανατολίζονται μάλλον προς το σύστημα και σε καταστάσεις μάλλον παρά προς τη δράση (Μουζέλης 1997:38). Αλλά και αυτές οι θεωρίες των συγκρούσεων (R. Mertton, R. Dahrendorf κ.ά.) που διαφοροποιούνται έναντι της εξαναγκαστικής συναίνεσης του δομολειτουργισμού, με τις συγκρούσεις να ορίζονται στη σφαίρα της εξουσίας (όπως στον M. Weber), αποσκοπούν να δείξουν περισσότερο με ποιο τρόπο το σύστημα, αποκτά, ενόσω ολοκληρώνεται, μια «εσωτερική» νομιμοποίηση.
Χαρακτηριστική περίπτωση μιας νομιναλιστικής προσέγγισης των κοινωνικών υποκειμένων και φορμαλιστικού ορισμού της κοινωνικής δράσης είναι η κοινωνιολογία του M. Weber που εξηγεί τη κοινωνική δράση σύμφωνα με τα ατομικά κίνητρα και τις υποκειμενικές νοηματοδοτήσεις της κοινωνικής πράξης (μεθοδολογικός ατομικισμός). Στην ερμηνευτική κοινωνιολογία του M. Weber έσχατο αναλυτικό συστατικό των ανθρώπινων κοινωνιών είναι το άτομο που ενεργεί ανάλογα με τις προσωπικές του διαθέσεις και την αντίληψη που έχει για τη δική του κατάσταση (Μοσχονάς 1988:24). Στον υπερβολικό νεοθετικισμό του M. Weber η κοινωνική πραγματικότητα ανάγεται στο νόημα, όπως το αντιλαμβάνονται υποκειμενικά οι φορείς του (Freyer χ.χ.:49). Αν το δρών άτομο δεν αποδίδει στη πράξη του υποκειμενικό νόημα ή, δεν παίρνει υπόψη του τη συμπεριφορά των άλλων δεν υπάρχει και κοινωνική δράση (Αντωνοπούλου 1991:257). H βουλησιαρχική θεωρία της δράσης (μεθοδολογικός ατομικισμός) που εναρμονίζεται σε ένα πλήρη «ορθολογικό» ανταγωνιστικό καπιταλισμό (Τερλεξής 1999: 291) αποτελεί την κοσμοαντίληψη και για τον Τ. Parsons, για τον οποίο υπάρχουν άτομα (παθητικοί φορείς δράσης) και συστήματα χωρίς ιστορική αναφορά. Η ποιοτική διάσταση της κοινωνικής δομής, δηλαδή οι άνισες ταξικές θέσεις στο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας αντικαθίστανται στις μεθοδολογίες κοινωνικής στρωμάτωσης από ποσοτικές καταγραφές (εισόδημα, δύναμη, κύρος, μορφωτικό επίπεδο κ.ο.κ.) στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής διαστρωμάτωσης. Εφόσον μάλιστα η κοινωνία γίνεται αντιληπτή ως άθροισμα ατόμων (ή ρόλων) χωρίς υλικές ή ταξικές διαφορές, σα να πρόκειται για (δι)αταξικά υποκείμενα, σα να είναι δηλαδή όλοι αστοί (ιδιοκτησιακός ατομικισμός) (βλ. Μάκφερσον1994:25), απαλείφονται και οι ιδιότητες μιας δομούσας δομής (μισθωτή συνθήκη) που προσδιορίζει δυνατότητες και περιορισμούς των ατόμων.
Ωστόσο ανθρωπογεωγραφικές ανακατατάξεις (προλεταριοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων, μετανάστευση κ.λπ.) θέτουν την κοινωνιολογία ξανά μπροστά σε ζητήματα μιας ομαλής και χωρίς κοινωνικούς κραδασμούς κοινωνικής ενσωμάτωση του πληθυσμού. Το γεγονός μάλιστα ότι η κοινωνιολογία από τον Comte και Durkheim μέχρι τον Weber και τον Parsons δεν αναγνωρίζει συλλογικούς φορείς δράσης (βλ. κοινωνικές τάξεις) παρά μόνο άτομα, αθροίσματα ατόμων, συλλογικές παραστάσεις που δεσμεύουν ηθικά τη δράση των ατόμων (Ε. Durkheim) ή «θεσμοποιημένων προτύπων» («institutionalized patterns») (Parsons 1968:XVIII) ευνοεί την εμπέδωση μιας μικροκοινωνιολογίας με τις αντίστοιχες μεθόδους έρευνας (εμπειρικές). Ουσιαστικά η ακαδημαϊκή κοινωνιολογία φάνηκε απρόθυμη, πρωτίστως για ιδεολογικούς λόγους, να επεξεργαστεί θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία, ώστε να συνδέσει την ατομική δράση με συλλογικούς φορείς δράσης αγνοώντας τις μορφές συλλογικής δράσης που μπροστά της εκτυλίσσονταν, όπως ήταν αυτή του εργατικού κινήματος. Αυτή η απροθυμία συνοδεύτηκε από μια διαφοροποίηση της «θεσμικής» δράσης, δηλαδή της ελεγχόμενης δράσης, από την «εξωθεσμική δράση», δηλαδή από τη δράση κοινωνικών υποκειμένων που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν πλήρως και υπερέβαιναν τη λογική του συστήματος. Μάλιστα η μετατόπιση προς ψυχολογικές ή ακόμη και ψυχοπαθολογικές ερμηνείες της συλλογικής δράσης, ως «συλλογικής συμπεριφοράς», αποσκοπούσε επίσης στην απαξίωση της συλλογικής δράσης, ως ανορθολογικής πράξης (βλ. Coen 1985:671 κ.ε.). Φαίνεται πως η συλλογική δράση του εργατικού κινήματος, όπως αρθρώνονταν στην πολιτική του οργάνωση στο μεταίχμιο του 19ου αιώνα (ίδρυση σοσιαλιστικών κομμάτων) του εργατικού κινήματος ενεργοποιούσε φοβικά αντανακλαστικά στην κυρίαρχη τάξη επηρεάζοντας με τη σειρά της την κοινωνιολογική ανάλυση. Ακριβώς γι’ αυτό οι κοινωνιολόγοι αντιμετώπιζαν το εργατικό κίνημα ως μια μορφή κοινωνικής απόκλισης ενώ σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούσαν τη χρήση βίας, το μονοπώλιο της οποίας αναγνώριζαν στο κράτος (βλ. M. Weber), για την αλλαγή της κοινωνίας, καθώς αυτό συνιστούσε παρέκκλιση από τις κοινωνικές αξίες. Οι αξίες αυτές συγκροτούσαν τα συστατικά της αστικής διϋποκειμενικότητας που υποστασιοποιούνταν τώρα ως η πραγματική ανθρώπινη φύση (Κύρτσης 1997:36).
Έτσι λοιπόν, οι «ιστορικοί άνθρωποι» (Κ. Marx) δεν φαίνεται να έχουν ποτέ τουλάχιστον στην ακαδημαϊκή κοινωνιολογία την ευκαιρία ή, την δυνατότητα να ενεργήσουν ανεξάρτητα και ενάντια στις εξωτερικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τις συνθήκες της ζωής τους (βλ. Anderson 1986:55). H παράδοση αυτή χαρακτηρίζει ακόμη και τις σύγχρονες κοινωνιολογικές θεωρίες, όπως αυτή του γενετικού δομισμού του P. Bourdieu, στον οποίο οι δυνατότητες ανάληψης δράσης από τα άτομα είναι ελάχιστες, καθώς η δράση τους, η συμπεριφορά τους εξαρτώνται σχεδόν κατά απόλυτο τρόπο από τις έξεις τους (habitus) που προσδιορίζονται όμως πάλι (ασύνειδα ή συνειδητά) από τη δομή (βλ. Bourdieu 1999:69, 70). Δράση μπορεί να αναλάβει μια ομάδα προτίμων, στην περίπτωση του Comte οι «κοινωνιολόγοι κληρικοί», στην περίπτωση του V. Pareto μια ελίτ («κυκλοφορία των ελιτ»), στην περίπτωση του Weber οι επαγγελματίες πολιτικοί ενώ ο Bourdieu προτιμά πάλι τους κοινωνιολόγους. Με αμυδρό τρόπο και μόνο ως μία πιθανότητα μπορεί να αναγνωριστεί στον κόσμο της εργασίας η δυνατότητα κοινωνικής δράσης. Να μετεξελιχτεί δηλαδή μια κοινότητα βιοτικών ευκαιριών σε συλλογική δράση, πόσο μάλλον όταν, σύμφωνα με τον M. Weber, το ταξικό συμφέρον δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί (Weber 1997:134). Και μόνο ο ορισμός της ορθολογικής δράσης στον M. Weber με όρους αγοράς, όπως αυτή υπερκαθορίζεται από τον «ορθολογισμό» του καπιταλισμού, απαξιώνει εκ των πραγμάτων ως αξιολογικού χαρακτήρα μια κοινωνική δράση, ας πούμε συλλογική δράση, που στοχεύει στην αλλαγή των ιδιοκτησιακών σχέσεων (Ψυχοπαίδης 1994:294, 296).
Από την άλλη η αποστροφή του Th. Adorno προς τη τζαζ (Αντόρνο 1984), σαφώς έχει να κάνει με τη μαζικοποίηση της κουλούρας και τη βιομηχανοποίηση της μουσικής, ωστόσο υποδηλώνει και μια επιφύλαξη στους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι επειδή ετεροπροσδιορίζονται, ζουν και εκφράζονται αντίθετα από τους χρήστες της υψηλής κουλτούρας, εργαλειακά. Αποχαιρετώντας το προλεταριάτο ως υποκείμενο αλλαγής και αντίστασης (Mimesis: μιμητικής ικανότητας) ο Th. Adorno στην Αρνητική Διαλεκτική θα εκχωρήσει τη γνωστική αρμοδιότητα στη τέχνη και τη μιμητική ικανότητα, δηλαδή τη δυνατότητα για αντίσταση, στους καλλιτέχνες (βλ. και Habermas 1993:93 κ.ε.). Αντίθετα ο H. Marcuse θα αναγνωρίσει, υπό την επίδραση της πολιτισμικής διαμαρτυρίας αλλά και του φεμινιστικού κινήματος των δεκαετιών του ’60 και του ’70 μια χειραφετητική δράση μόνο σε περιθωριακές ομάδες και κοινωνικά στρώματα που έχουν εκτεθεί λιγότερο στις διαλυτικές λειτουργίες του συστήματος (αντικομφορμιστές διανοούμενοι, φοιτητές, γυναίκες, κινήματα πόλης, λούμπεν προλεταριάτο, «φωτισμένοι» αστοί κ.ά.) (βλ. Marcuse 2004β:77,80·Bottomore 1974:25). Σε αντιδιαστολή με την εργατική τάξη που έχει ενσωματωθεί, σύμφωνα με αυτές τις προσεγγίσεις, στο σύστημα, αυτά τα κοινωνικά στρώματα μπορούν να διαφεύγουν ως νομάδες (βλ. A. Negri), όπως περίπου και στον M. Foucault, των δομικών καταναγκασμών και βιοπολιτικών ελέγχων και να αναπτύσσουν μια αυθόρμητη και αυτόνομη δράση κατά του συστήματος. Ωστόσο το νέο επαναστατικό υποκείμενο που θα αναλάβει το μετασχηματισμό της κοινωνίας της εκμετάλλευσης σε μια κοινωνία της ελευθερίας θα πρέπει να διαθέτει, σύμφωνα με τον Marcuse, επίσης μια άλλη αισθητικότητα, άλλες ορμές, μια «ριζοσπαστική ευαισθησία», ώστε να συνδέσει τη προσωπική ανάγκη με την πολιτική πράξη για κοινωνική απελευθέρωση (Marcuse 2004α:257, 258). Δε χρειάζεται να υπενθυμίσω πως το πολιτισμικό κεφάλαιο, η αισθητική κρίση, το γούστο κ.ά. που θα εξοπλίσουν το νέο επαναστατικό υποκείμενο στον H. Marcuse με αυτές τις χειραφετητικές και δημιουργικές ικανότητες είναι απόρροια των ταξικών θέσεων και είναι γι’ αυτό άνισα κατανεμημένα (βλ. Bourdieu 2008). Επομένως προνομιακός φορέας της νέας επαναστατικότητας δεν είναι η εργατική τάξη που ζει και κινείται σε μια πεζή καθημερινότητα αλλά τα νέα μικροαστικά στρώματα μέρος των οποίων απασχολείται σε διαδραστικά και δημιουργικά-ποιητικά εργασιακά περιβάλλοντα. Έμμεσα αλλά σταθερά αναπαράγεται, σε ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινωνιολογίας, μια «αριστοκρατική», σχεδόν αντινεωτερική αντίληψη για την κοινωνική δράση που βλέπει με επιφύλαξη και καχυποψία τη δράση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Αυτή χρονολογείται από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν η προλεταριοποίηση του πληθυσμού με τον «υλισμό» και τον «εξισωτισμό» που τη συνόδευε (βλ. αγώνας για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα) επέφερε την κατάρρευσης της παραδοσιακής κοινωνικής διαστρωμάτωσης των «ομάδων κύρους».
Από την άλλη ο τρόπος εννοιολόγησης της κοινωνικής δράσης στον T. Parsons ως εξωτερίκευση των δυσλειτουργιών των επιμέρους υποσυστημάτων («δομικές εντάσεις»), λόγω δυσαρέσκειας (σχετικής ή, απόλυτης αποστέρησης), καθιστά αυτή υπόθεση θεσμικών και περιορισμένα εξωθεσμικών φορέων δράσης (Αλεξανδρόπουλος 2001:231). Ωστόσο η δράση των εξωθεσμικών φορέων δύσκολα διαχωρίζεται στον T. Parsons από τη «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» και τις αντίστοιχες υποκουλτούρες (βλ. Parsons 1979:521, 522). Μάλιστα η ερμηνεία της κοινωνικής μεταβολής διαμέσου της «σχετικής αποστέρησης» (relative deprivation), ερμηνεία που αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις πολιτισμικές διεργασίες (βλ. νέα κοινωνικά κινήματα) προσδιορίζει το μέγεθος των «δομικών εντάσεων» στη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Ωστόσο, χάριν της συλλογικής δράσης του εργατικού κινήματος, η οποία επέχει θέση συλλογικού κοινωνικού κεφαλαίου για τα εργατικά στρώματα, κατέστη δυνατόν η εργατική τάξη από τάξη αντικείμενο να εξελιχτεί σε τάξη υποκείμενο, συμβάλλοντας με τον κοινωνικό αγώνα (απεργίες κ.λπ.) στη κατοχύρωση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (καθολική ψηφοφορία, 8/ωρο κ.λπ.) για ολόκληρη την κοινωνία. Στο θεωρητικό πλαίσιο του Parsons οι πράξεις ξεκινούν από τους θεσμοποιημένους ρόλους ενώ υπάρχει μια συμπεριφορά ψυχολογικής τάξης με ωφελιμιστικό περιεχόμενο όπως απορρέει από μια κοινότητα αξιών (κουλτούρα). Η κοινωνική δράση προκαλείται από τις ανάγκες και την ικανοποίησή τους και από τις προσδοκίες που εγγράφονται στους ρόλους και τις αξίες που τη προσανατολίζουν. Παρόλο που η κοινωνιολογική θεωρία του Ρarsons ξεκινάει από κλασσικές έννοιες της κοινωνιολογίας (βεμπεριανές ή ντυρκεϊμικές) όπως άτομο, δράση, νόημα, σύστημα κ.ά., αυτή αναπτύσσει στη συνέχεια την επιχειρηματολογία της σ’ ένα πλαίσιο που προσδιορίζεται από την πολιτισμική ανθρωπολογία και την ψυχολογία. Βεβαίως στο «μεθοδολογικό ατομικισμό» του Weber (κίνητρα και πιθανότητες δράσης, υποκειμενικό νόημα, κ.λπ.) ενυπάρχει ένας λανθάνον ψυχολογισμός και κουλτουραλισμός που έχει να κάνει και με τον τρόπο συγκρότησης της κοινωνιολογίας στη Γερμανία (ψυχολογία των πολιτισμών/Volkerpsychologie, ψυχοπαθολογία K. Jaspers) (βλ. Τερλεξής 1999:23 3·Αρόν 1993:279). Καθώς μάλιστα ο Parsons αντιλαμβάνεται τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία μέσα από τις υποθέσεις της ψυχανάλυσης, και βλέπει την κουλτούρα ως σύστημα συμβόλων και όχι ως εμπειρικό σύστημα (σύστημα σχέσεων) (Timasheff, Theodorson 1983:434) το μη προσδιορίσιμο (προσωπικότητα/συμπεριφορά, πολιτισμός) γίνεται, δεδομένης της σημασίας που αποδίδει ο Ρarsons στην κουλτούρα (αξίες), ίσως το πλέον κρίσιμο μέρος της θεωρίας του.
Αλλά και όταν αυτό συμβαίνει, όταν δηλαδή αναγνωρίζεται η δυνατότητα ανάληψης δράσης, όπως στον P. Bourdieu, τα μέλη της εργατικής τάξης δεν διαθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο, πολιτισμικό κεφάλαιο κ.ο.κ., για να δράσουν, πόσο μάλλον όταν η κατοχή του εξατομικεύεται, γίνεται ιδιοκτησία, ενώ απαξιώνονται άλλες μορφές κοινωνικού κεφαλαίου σε συλλογική μορφή (συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις, συλλογική μνήμη κ.λπ.). Εξάλλου ο ορισμός της κοινωνικής δράσης, από τον P. Bourdieu με όρους έξεων (habitus) που είναι όμως ομόλογες των ταξικών θέσεων, εγκλωβίζει εκ νέου τη δράση των εργατικών στρωμάτων, στους δομικούς καταναγκασμούς, αφήνοντας το πεδίο δράσης ελεύθερο για τα μεσαία και αστικά στρώματα. Οι διαπιστώσεις αυτές, όσον αφορά στη κοινωνική δράση που διακρίνονται, εκτός των άλλων, και για τον αναγωγισμό τους, δεν θα πρέπει να μας εξωθήσει σε μια άκριτη αποδοχή φαινομενολογικών και εθνομεθοδολογικών προσεγγίσεων για την πραγματικότητα. Ως γνωστόν αυτές από αντίδραση στο δομολειτουργισμό αλλά και στον αντουμανισμό του δομομαρξισμού (απόρριψη του υποκειμένου) έφτασαν να ορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα μακριά από τις δομές, στο μικρόκοσμο των διαπροσωπικών σχέσεων ή, από το πώς βιώνεται ο κοινωνικός κόσμος (φαινομενολογία).
Αν η κυρίαρχη προσέγγιση για την κοινωνική δράση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων στη κοινωνιολογία εννοιολογείται με όρους αποσπασματικής δράσης, σχεδόν καθόλου δεν θεωρητικοποιείται η δυνατότητα της κυρίαρχης τάξης, αυτής που ελέγχει εκτός από τα υλικά μέσα παραγωγής και τα μέσα πνευματικής παραγωγής, όπως το έθετε ο Marx, να αναστέλλει την έγερση μιας κοινωνικής συνείδησης με χειραφετητικό πρόσημο. Ο παράγοντας αυτός περιορίζει όπως είναι αυτονόητο τις δυνατότητες ανάληψης κοινωνικής δράσης στις «υποτελείς τάξεις» (A. Gramsci) της κοινωνίας. Αυτό σχετίζεται συχνά, κυρίως στις αντιδημοκρατικές θεωρίες για τη κοινωνική δράση, με τη γνωστική κατάσταση των μελών από αυτά τα στρώματα ή, εκλαμβάνεται, -παραγνωρίζοντας την άνιση κατανομή πόρων (οικονομικών, πολιτισμικών, γνωστικών κ.λπ.) όπως σε ένα βαθμό θεωρητικοποιείται από τον A. Giddens («δυαδικότητα της δομής») που όμως προσδιορίζουν την ικανότητα δράσης-, ως συναίνεση προς το σύστημα. Έμμεσα αλλά σαφώς η ικανότητα δράσης αναγνωρίζεται στα «στρώματα παιδείας», στα ανώτερα στρώματα που έχουν κύρος, μόρφωση, γνώση, ιδιοκτησία ή, στις ελίτ. Αυτή η αντιδημοκρατική αντίληψη χαρακτήριζε εξάλλου το δικαίωμα ψήφου ακόμη και τις πρώτες δεκαετίες του 20ο αιώνα ενώ το αίτημα για τη «μορφωμένη ψήφο» στις γυναίκες ζητούσε την αφαίρεση του αντίστοιχου δικαιώματος από τους ακατάλληλους άνδρες (μαύρους, μετανάστες κ.ά.) (Bryson 2005:129, 130). Εντούτοις για να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί «ένα σύστημα αξιών», γράφει ο B. Moore, έχοντας υπόψη τη πολιτισμική και εξελικτικιστική διάσταση των θεωριών του εκσυγχρονισμού (Weber, Rostov, Parsons κ.α.) «οι άνθρωποι κακοποιούνται, τρομοκρατούνται, ρίχνονται στις φυλακές, κλείνονται σε στρατόπεδα, δελεάζονται, δωροδοκούνται, ανακηρύσσονται ήρωες, παρακινούνται να διαβάσουν εφημερίδες, στήνονται στο τοίχο και πυροβολούνται και καμιά φορά μέχρι που διδάσκονται και κοινωνιολογία. Το να μιλάει κανείς για αδράνεια, παθητικοποίηση «σημαίνει ότι παραβλέπει τα συμφέροντα και προνόμια που υπηρετούνται από την ανατροφή, την εκπαίδευση και την όλη περίπλοκη διαδικασία μεταβίβασης της κουλτούρας από γενιά σε γενιά» (Moore 1984:558). Ούτε μπορεί να παραγνωριστεί επίσης ο ρόλος της ιδεολογίας στη χειραγώγηση των επιθυμιών ή στη διαπαιδαγώγηση σε συγκεκριμένες ανάγκες (σεξουαλικές πρακτικές και καταναλωτικές πρακτικές κ.λπ.). Ωστόσο μια κριτική ανάλυση των επιθυμιών, των προτιμήσεων, των γούστων, των συναισθημάτων, των ιδιοτροπιών κ.ο.κ. με όρους ηγεμονίας θα έδειχνε τους τρόπους επίσης που παραμορφώνονται οι επιλογές των ανθρώπων μέσα από τη συνήθεια, το φόβο, τις χαμηλές προσδοκίες και τις άδικες κοινωνικές συνθήκες (βλ. και Nussbaum 2000:214).
- Από το θετικισμό στην ερμηνευτική και στις θεωρήσεις του «μετά»
Στο μεταξύ μετατοπίσεις στο εσωτερικό της κοινωνίας, κυρίως στο χώρο της εργασίας, η μετάβαση από τη «βιομηχανική κοινωνία» στη «μεταβιομηχανική κοινωνία», δηλαδή στη κοινωνία όπου κυριαρχεί η εργασία στις υπηρεσίες ενώ προαναγγέλλεται και η μετάβαση στη «κοινωνία της γνώσης» διαμορφώνει και μια άλλη κοινωνική δομή. Κύριο χαρακτηριστικό της νέας κοινωνικής δομής είναι η μείωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης και η ανάδειξη των νέων μικροαστικών στρωμάτων (κάτοχοι τίτλων σπουδών και ειδικών εργασιακών δεξιοτήτων, τεχνική διανόηση κ.ά.). Αν λάβει κανείς υπόψη και τη λειτουργική διαφοροποίηση ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και διαχειριστές των μέσων παραγωγής (μάνατζερ), όπως το εισηγείται ο R. Dahrendorf, δημιουργείται η εντύπωση μιας κοινωνικής δομής «κρεμμυδιού» (Bolte, Hradil 1984:220). Η μείωση της εργοστασιακής εργατικής τάξης, από τη μια, και η διεύρυνση των νέων μικροαστικών στρωμάτων, από την άλλη, έδωσε την εντύπωση πως αμβλύνθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες που χαρακτήριζαν τη βιομηχανική κοινωνία αλλά και πως η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία απόλεσε σε δυναμική. Αυτή η «εξισωτική δομή» που δίνει έμφαση στην αυξημένη παρουσία νέων μικροαστικών στρωμάτων και στα κοινωνικό-πολιτισμικά περιβάλλοντα όπου αυτά κοινωνικοποιούνται αποτυπώνεται στην ενοιολόγηση της κοινωνικής δομής με όρους «μεταϋλιστικών αξιών» (Inglehart 1998:159, 160). Ενδεχομένως για αναλυτικούς λόγους και μόνο, καθώς υπάρχουν σοβαρές μεθοδολογικές ενστάσεις όσον αφορά τη προσέγγιση των κοινωνικών τάξεων με όρους υλιστικών και μεταϋλιστικών αξιών, – κυρίως της θέσης για άρση της διάκρισης μεταξύ «αριστεράς» και «δεξιάς»-, η εννοιολόγηση αυτή θα μπορούσε να αποδώσει με πιο παραστατικό τρόπο τις υποκειμενικές διαθέσεις των νέων μικροαστικών στρωμάτων. Δείχνει επίσης τη σημασία κοινωνικο-πολιτισμικών περιβαλλόντων (milieus) και τρόπων ζωής (lifestyles) στη κοινωνικοποίηση και στην κοινωνική ανέλιξη, κυρίως νέων μικροαστικών στρωμάτων, όπως έχει θεωρητικοποιηθεί στον M. Weber και έχει εγχειρηματοποιηθεί από τον P. Bourdieu (πολιτισμικό κεφάλαιο κ.ο.κ.). Κατά κάποιο τρόπο αυτά τα στρώματα φαίνεται να προσανατολίζονται προς μεταϋλιστικές αξίες (αυτονομία, αυτοπραγμάτωση, στιλ κ.ο.κ.), σε αντίθεση με τις αξίες που φαίνεται να χαρακτηρίζουν την παραδοσιακή εργατική τάξη (εισόδημα, ασφάλεια από την ανεργία, σταθερό επάγγελμα κ.λπ.). Σε αντιδιαστολή, λόγου χάρη, με τα εργατικά στρώματα που βλέπουν την εργασία ως μέσον για την επιβίωσή τους τα νέα μικροαστικά στρώματα βλέπουν την εργασία ως θετική κοινωνική αξία, ως πεδίο προσωπικής ολοκλήρωσης (βλ. και Graib 1988:99).
Η στροφή προς την ερμηνευτική (νόημα, καθημερινότητα κ.ο.κ.) και τη γλώσσα συνδέεται σ’ ένα βαθμό και με αυτές τις αλλαγές στην εργασία και τη κοινωνία και την ανάγκη τακτοποίησης των βιογραφικών ασυνεχειών των νέων μικροαστικών στρωμάτων. Καθώς μάλιστα αυτά τα στρώματα είναι και προνομιακοί κάτοχοι πολιτισμικού κεφαλαίου αλλά και γλωσσικού κεφαλαίου και επειδή η εργασία τους συνιστά πρωτίστως διάδραση και επικοινωνία, η σημασία της γλώσσας, του νοήματος, της βιωμένης εμπειρίας σε συνάρτηση με την ανάγκη αυτών των στρωμάτων για δημοσιοποίηση (πολιτικοποίηση) της ιδιωτικής τους σφαίρας (Aλεξίου 2002:73) διαμορφώνουν και νέα επιστημολογικά δεδομένα ευνοώντας τη στροφή της κοινωνιολογίας προς την ερμηνευτική. Εξάλλου η κρίση του κράτους πρόνοιας που οφείλονταν, μεταξύ άλλων, στις αλλαγές στη κοινωνική δομή (συρρίκνωση της εργατικής τάξης κ.λπ.) υπονόμευσε την ίδια τη λειτουργία του (ως υποκείμενο αναπαραγωγής του κοινωνικού σώματος) (βλ. «συλλογική κατανάλωση» κ.λπ.). Η άρση της «συναίνεσης» ανάμεσα στη βιομηχανική εργατική τάξη και το κεφάλαιο αμφισβητούσε έμμεσα τη σταθερότητα και την ισορροπία των συστημάτων που σε ένα βαθμό «εγγυούνταν» ο λειτουργισμός, πόσο μάλλον όταν οι λειτουργίες της κοινωνικής αναπαραγωγής βασίστηκαν πρωτίστως στη ποσοτικοποίηση της κοινωνικής εμπειρίας και στη συλλογή πρωτογενών δεδομένων άκρως αναγκαίων για τη διαχείριση ανθρώπων και πραγμάτων (κοινωνικές υποδομές, οικογένεια, σχολείο κ.λπ.).
Εντούτοις η «πτώση» του λειτουργισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’60, – κρίση που συμπίπτει χρονικά με την αντίστοιχη κρίση του κεϋνσιασνού-φορντικού «καθεστώτος συσσώρευσης» (μεταφορντισμός, «εξανθρωπισμός» της εργασίας κ.λπ.)- και η γενικότερη θεωρητική κρίση δημιούργησαν με τη σειρά τους τις προϋποθέσεις για μια αποδέσμευση της εμπειρικής έρευνας από τη θεωρία (μεθοδολογικός εμπειρικισμός). Ακόμη και ο «μεθοδολογικός καταστασιασμός» που ορίζει την κοινωνική δομή ως άθροισμα μικρο-συναντήσεων (κατάσταση, μικρο-αντίδραση κ.λπ.), θα επιδοθεί, -βάζοντας τη πραγματικότητα σε παρένθεση (βλ. φαινομενολογία, εθνομεθοδολογία, εθνογραφία κ.λπ.) και υποβαθμίζοντας τη σημασία ιεραρχικών σχέσεων- στην πολύ λεπτομερή εμπειρική ανάλυση ώστε να μεταφέρει μακρο-έννοιες (κοινωνία, κοινότητα, κοινωνική τάξη, κράτος) σε εμπειρικά παρατηρήσιμες διαντιδράσεις μεταξύ συγκεκριμένων ανθρώπων (Μουζέλης 1995:46,
47·Κονιαβίτης1994:27) Ας έχουμε υπόψη πως η ανάδειξη της κατάστασης, της συνάντησης ή, της διάδρασης σε μονάδα ανάλυσης γίνεται σε μια περίοδο που οι κινητοποιήσεις με πολιτισμικό αλλά και μεταρρυθμιστικό πρόσημο δημιουργούν τους όρους για την εμφάνιση των νέων κοινωνικών κινημάτων, όπου οι ατομικές δράσεις συναρθρώνονται με συναντήσεις μεσο-επιπέδου (κινηματικές δράσεις),
αμφισβητώντας το θεσμικό πλαίσιο αλλά και τις πολιτισμικές πρακτικές στη σφαίρα αναπαραγωγής. Αυτό αφορά την έμφυλη ανισότητα, τρόπους ζωής και σεξουαλικές πρακτικές (φεμινιστικό κίνημα, ΛΟΑΤ), τις θεραπευτικές πρακτικές «ολοπαγών» ιδρυμάτων (ψυχιατρεία, φυλακές κ.λπ.) (αντιψυχιατρικό κίνημα κ.ά.) αλλά και τα κινήματα πόλης (ποιότητα ζωής κ.λπ.). Κατά κάποιο τρόπο η πολιτισμική διαμαρτυρία των δεκαετιών του ’60 και ’70 έχοντας ως υπόβαθρο τη δυσαρέσκεια στους χώρους εργασίας, -απότοκο των τεϊλορικών διαχωρισμών-, συναντάται με τη κριτική στη μαζική κουλτούρα (βλ. H. Marcuse) επιχειρώντας να άρει μέσα από τη κινηματική (διαταξική) δράση τη διάσταση μεταξύ «βάσης» και «υπερδομών». Η ίδια η οικονομία εμφανίζεται περισσότερο ως μια πολιτισμική πρακτική ενώ η κοινωνική και ιστορική ανάλυση εστιάζει στη βιωμένη και βουβή εμπειρία των «υποτελών τάξεων», στη «λαϊκή κουλτούρα» και στη κουλτούρα της εργατικής τάξης (βλ. Σχολή του Birmingham) πηγαίνοντας από το υποκείμενο στα υποκείμενα, από την εργατική τάξη στους εργάτες κ.ο.κ. (βλ. E. P. Thompson, The Making of English Working Class). Κατά τον ίδιο τρόπο η εννοιολόγηση της εξουσίας στη βεμπεριανή μεθοδολογία με όρους τυπικής επιβολής μιας βούλησης πάνω σε άλλες αποκόβει την εξουσία από την κοινωνικο-οικονομική σχέση (Ψυχοπαίδης 1993:45), πόσο μάλλον όταν ο συγκρουσιακός χαρακτήρας του κοινωνικού δεσμού στις σύγχρονες κοινωνίες (M.Weber) δημιουργεί με τη σειρά του τους όρους για τους πολλούς πόλους εξουσίας (βλ. «μικροφυσική της εξουσίας») πράγμα που σχετικοποιεί τη σημασία κεντρικών πόλων εξουσίας, όπως είναι, μεταξύ άλλων, το κράτος και το κεφάλαιο (όπως M. Foucault). Κατ’ αυτό το τρόπο η κοινωνιολογία αποφεύγει μεν τον απλοϊκό οικονομικό αναγωγισμό, αφού δεν εξετάζει τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις, χάνεται όμως στις βιωμένες εμπειρίες του υποκειμένου και της βούλησης που επειδή βασίζεται σε ατομικά και όχι σε κοινωνικά δεδομένα μπορεί να εκπέσει σε ψυχολογισμό ή, σε κουλτουραλισμό.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ενόσω συρρικνώνεται η βιομηχανική εργατική τάξη και διευρύνονται τα νέα μικροαστικά στρώματα που είναι και κάτοχοι πολιτισμικού κεφαλαίου, η κοινωνική ανάλυση εστιάζει ολοένα και περισσότερο στη πολιτισμική ανάγνωση της πραγματικότητας. Υπό την επίδραση μάλιστα μεταδομιστικών θεωρήσεων η ολιστική προσέγγιση της κοινωνίας μετατρέπεται σε μια ανάγνωση της διαφοράς, της ετερότητας, «του άλλου» (των σημαινόντων) παρακολουθώντας ίσως τη δόμηση των κοινωνικών βιογραφιών αυτών των στρωμάτων. Ήδη η κοινωνιολογία έχει ολοκληρώσει τη στροφή (δεκαετίες ’60, ’70) από το λειτουργισμό, το νεολειτουργισμό και τη θεωρία των συγκρούσεων προς το χώρο των διϋποκειμενικών σχέσεων, προς το βιωμένο κόσμο, δηλαδή το κόσμο της ανθρώπινης εμπειρίας που απειλείται να αποικειοποιηθεί και να πραγμοποιηθεί από το σύστημα και τους μηχανισμούς της αγοράς (βλ. Σχολής της Φρανκφούρτης). Έμμεσα και ενώ αμφισβητείται ο θετικισμός και η κοινωνική εξέλιξη ορίζεται ως μια ανοικτή διαδικασία χωρίς αιτιώδεις σχέσεις (νεολειτουργισμός) αμφισβητούνται και τα όρια ανάμεσα στην επιστήμη και τη πολιτική ενώ το «κυνήγι» των εμπειρικών δεδομένα (ποσοτικών και ποιοτικών) υποκαθιστά την επιστημονική αξιολόγηση. Ολοένα και πιο συχνά παρεισφρέουν και επικαλύπτουν τη κοινωνική ανάλυση, -τη στιγμή που αποφεύγεται μια εννοιολόηγηση της κοινωνικής πραγματικότητας με όρους ταξικής ανάλυσης (κοινωνικές τάξεις, κοινωνικές ανισότητες κ.λπ.)-, έννοιες της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας (κοινωνικός αποκλεισμός, ευπαθείς ομάδες, ειδικές κοινωνικές πολιτικές, ανθεκτικότητα, καλές πρακτικές, καινοτομία κ.ο.κ.), πράγμα που ιδεολογικοποιεί, εκτός των άλλων, την ανάλυση.
Θεωρώ πως αυτή την εξέλιξη θα πρέπει να τη βλέπουμε πάντα σε συνάρτηση, όπως ανέφερα παραπάνω, με τις αλλαγές στην εργασία και στη κοινωνία και κυρίως με τον ιδιαίτερο ιδεολογικό λόγο των νέων μικροαστικών στρωμάτων και της εργασίας τους (περιεχόμενο και μορφή). Πραγματικά η εργασία αυτών των στρωμάτων βασίζεται στη γλώσσα, στα νοήματα, στην επικοινωνία, στη διάδραση κ.ά. Και πραγματικά η εργασία στη παραγωγή υπηρεσιών, γνώσεων, πληροφοριών, συμβόλων κ.ο.κ., ως «ένστικτη δραστηριότητα», όπως την ορίζει A. Negri, δηλαδή η εργασία των νέων μικροαστικών στρωμάτων, εμφανίζεται λιγότερο τυποποιημένη και ορθολογική από τη βιομηχανική εργασία που προσφέρεται σε σταθερούς χρόνους και σε σταθερούς χώρους (εργοστάσιο κ.λπ.). Το γεγονός μάλιστα ότι τα αγαθά που εδώ παράγονται (υπηρεσίες, πληροφορίες, σύμβολα κ.λπ.) καταναλώνονται πάραυτα, δηλαδή δεν υπάρχει χρονική απόσταση ανάμεσα στη παραγωγή και τη κατανάλωσή τους, δε χρειάζεται να μπουν στη σφαίρα της κυκλοφορίας, δημιουργεί την αίσθηση του εφήμερου και του αποσπασματικού. Αυτή η αίσθηση φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο το κοινωνικό ψυχισμό των νέων μικροαστικών στρωμάτων που απασχολούνται εδώ. Φαίνεται μάλιστα πως αυτός ο ψυχισμός αναδεικνύεται ανάγλυφα μέσα από το καταναλωτικό εκλεκτικισμό και την αντίστοιχη αισθητική κρίση, όπως το έχει θέσει ο P. Bourdieu. Εκφράζεται δε αντίστοιχα μέσα από την αποσπασματική πρόσληψη της πραγματικότητας του μεταμοντέρνου πνεύματος απ’ ότι μέσα από την ολιστική αντίληψη του μοντερνισμού (Harvey 2009:449 κ.ε.). Πόσο μάλλον όταν η σύντηξη του εργασιακού χρόνου με το προσωπικό χρόνο που διακρίνει σε ένα βαθμό την εργασία των νέων μικροαστικών στρωμάτων συμβάλλει με τη σειρά του στην αναθεώρηση των συμβατικών αξιών για την προσωπική ζωή και την οικογένεια (βιογραφίες εργένηδων, μονογονεϊκές μορφές οικογένειας κ.λπ.).
Οι νέες προσπάθειες άρθρωσης κοινωνιολογικού λόγου, σε συνθήκες «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή σε συνθήκες «εκμηδένισης» του χώρου μέσω του χρόνου ώστε να μειωθεί ο χρόνος ανακύκλησης του κεφαλαίου (βλ. και Harvey 2009:403) θα εξελιχτεί περισσότερο σε μια απολογητική συμβάλλοντας μέσα από την απόδοση ταυτότητας στη διαχείριση ανθρώπων και εμπορευμάτων (βλ. «πολυπολιτισμική κοινωνία» κ.λπ.). Η έμφαση στη ρευστότητα των σημείων, στην αναγνώριση, στη διαφορά, στη ταυτότητα θα εγκλωβίσει τη κοινωνική ανάλυση στη δίνη των cultural studies (σπουδές φύλου, φυλής, μεταποικιακές σπουδές κ.ο.κ.) υπονομεύοντας τη δυνατότητα συνάρθρωσης των επιμέρους στοιχείων σε ένα ενοποιητικό λόγο. Εφόσον μάλιστα οι κοινωνικοί δρώντες αδυνατούν, λόγω της ροής των διαφορών, να αποκτήσουν σταθερή ταυτότητα αδυνατούν να αποκτήσουν και συνείδηση των ταξικών τους συμφερόντων, πόσο μάλλον όταν η ταυτότητά τους δε είναι τίποτα άλλο από μια συνάρθρωση διαρκώς μεταβαλλόμενων θέσεων (από- κεντρωμένο υποκείμενο) (Laclau 1997:206). Εδώ τα συμφέροντα συγκροτούνται κατά κάποιο τρόπο τυχαία και μετασχηματίζονται σε λογοθετικές πρακτικές για το «κλείσιμο» και την καθήλωση του νοήματος.
Αν μέχρι τώρα τα κοινωνιολογικά ρεύματα σκέψης κινούνταν γύρω από μια βάση εμπειρισμού (θετικισμός) και ατομικισμού (το άτομο ως φορέας δράσης) στο νέο κοινωνιολογικό παράδειγμα έχουμε μια αποστροφή προς τον θετικισμό, την αναγωγική σκέψη και την ορθολογικότητα και μια μετατόπιση προς τη θεωρία τoυ νοήματος (theory of meaning) και τη νοησιαρχία (νοεθετικισμός). Η εθνολογική μεθοδολογία αναγορεύει σε αντικείμενό της τη δόμηση του νοήματος που διέπει τη καθημερινή δάση (Weingarten, Sack 1976:10), γεγονός που υπαγορεύεται και από την ανάγκη για δόμηση ταυτοτήτων κυρίως νέων μικροαστικών στρωμάτων σε μια κινητική κοινωνία. Αν η ερμηνεία (das Verstehen) συνιστά στο Weber μια μέθοδο, είναι ένα μέσο εξέτασης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ατομικής δράσης τώρα στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της κοινωνιολογίας αυτό υποστασιοποιείται σε τέτοιο βαθμό που γίνεται (οντολογικός) όρος της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, όπως συμβαίνει στον L. Wittgenstein και στη φαινομενολογία του Α. Schutz (βλ. και Κονιαβίτης 1994:643, 64). Η έμφαση στις καταστάσεις της καθημερινής ζωής, στα βιώματα και τη κουλτούρα, στη μνήμη κ.ο.κ. συνοδεύεται από την έμφαση στις ιδιογραφικές περιγραφές και στις ποιοτικές μεθόδους (βιογραφική μέθοδο, εθνογραφία, συμμετοχική παρατήρηση κ.λπ.) και την αναβίωση ποιοτικών ιστορικών πηγών (μαρτυρίες, ιστορίες ζωής κ.λπ.). Αυτή η «στροφή» σημαδεύεται επίσης υφολογικά από μια επιστροφή στην αφηγηματική μορφή, χαρακτηριστικό της «προ- επιστημονικής» περιόδου (Mclennan 1990:179). Καθώς όμως αυτή υπερτονίζει τη διαφορετικότητα των ξεχωριστών «νοηματικών κόσμων» (Sinnwelten)-σύμφωνα με τη γνωστή θέση του Wittgenstein για την αναλογία της κοινωνίας με τη γλώσσα- εύκολα το αξίωμα της σχετικότητας των νοηματικών κόσμων και των εμπειριών μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα επιστημολογικό σχετικισμό όπου όλα μπορούν να ισχύουν. Εφόσον μάλιστα δεν υφίσταται και μια κοινή μετα-θεωρία (μετα-αφήγηση) και δεδομένου ότι κάθε θεωρία απορροφά τη μετα-θεωρία της υπάρχει αδυναμία μετάβασης από τη μια θεωρία στην άλλη, όσο και αδυναμία συγκρότησης ενιαίου γνωστικού αντικειμένου επειδή αυτό διασπάται στις επιμέρους θεωρητικοποιήσεις (Ψυχοπαίδης 1996, σ. 545). Στη κοινωνική θεωρία ενθαρρύνονται η περιπλοκότητα και ο εκλεκτικισμός. Οι δομές αποδυναμώνονται, ο φονξιοναλισμός εξορίζεται και η αιτιότητα αποσιωπάται (βλ. νεολειτουργισμός) (Mclennan 1990:180).
Βεβαίως η στροφή προς τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις, η στροφή δηλαδή από τις μεγάλες του νοήματος στον άκρατο εμπειρισμό με το νόημα να επέχει θέση «σκληρού» δεδομένου (Αλεξίου 2007:75), σηματοδοτήθηκε και από το γεγονός ότι οι «μεγάλες αφηγήσεις» δηλαδή φιλοσοφικά συστήματα που προσέγγιζαν ολιστικά τον κόσμο σαν μια ενότητα (Διαφωτισμός, Μαρξισμός κ.ά.) απόλεσαν σύμφωνα με τον F. Lyotard (βλ. Λυοτάρ 1988) σε πειστικότητα και επιστημονική εγκυρότητα. Στη «μεταμοντέρνα κατάσταση» ο κοινωνικός δεσμός κερματίζεται και η κοινωνία ως ολότητα μετατρέπεται σε ένα συνονθύλευμα «μαζών απαρτιζόμενων από ξεκομμένα άτομα» (ό.π:56). Σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο η γνώση αντικαθίσταται από το ενδιαφέρον, ο ρεαλισμός αμφισβητείται από το κονστρουκτιβισμό, την αντίληψη δηλαδή πως όλα «κατασκευάζονται» ή, είναι κατασκευασμένα και η αντικειμενικότητα μεταφράζεται σε στρατηγικές λόγου (Mclennan 1990:180).
Συνέπεια μιας τέτοιας ανάγνωσης που μπορεί να κατανοηθεί ως «αλλαγή παραδείγματος», είναι η αποδυνάμωση της δομικής αιτιότητας ανάμεσα στα πράγματα. Στο παράδειγμα του μεταδομισμού και της «μεταμοντέρνας κατάστασης» η αιτιότητα αντικαθίσταται από την πολυαιτιακή, πολυπαραγοντική προσέγγιση της πραγματικότητας (επιστημολογικός σχετικισμός), γεγονός που ισοδυναμεί με απόρριψη της αιτιότητας ως παράγοντα που καθορίζει σχέσεις μεταξύ πραγμάτων και επιπέδων άρα και με «τυχαιοποίηση της ιστορίας» (βλ. Anderson 1988). Αντίθετα με τις φαινομενολογικές προσεγγίσεις που εστιάζουν στο υποκείμενο (μεθοδολογικός υποκειμενισμός) ο μεταδομισμός αγνοεί πλήρως το ατομικό και κοινωνικό υποκείμενο κατηγορώντας τις θεωρίες του υποκειμένου για ουσιοκρατία. Η καχυποψία του μεταδομισμού απέναντι στο υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη κοινωνία ως «διαδικασία χωρίς υποκείμενο» καθιστώντας μονάδα ανάλυσης τις κοινωνικές πρακτικές που έχουν αποσυνδεθεί όμως από τους φορείς δράσης που τους δημιούργησαν (κοινωνικές τάξεις, ομάδες συμφερόντων κ.ά.) (Μουζέλης 2000:90). Στο κοινωνικό συγκείμενο της «μεταμοντέρνας κατάστασης» η κοινωνιολογία υιοθετεί ολοένα και πιο συχνά προσεγγίσεις από το χώρο των πολιτισμικών σπουδών, που οδηγούν στη σχετικοποίηση των δομικών σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα δίνοντας την εντύπωση πως η κοινωνιολογία είναι λογοτεχνία (βλ. και Ρότρυ 2000:94). Από την άλλη η «αποϋλικοποίηση» της εργασίας (θεωρία της άυλης εργασίας του A. Negri κ.ά.) (βλ. Negri 2000) κατέστησε την εργασία μη μετρήσιμη υπονομεύοντας πάραυτα τη λειτουργία της ως καθολικού σημείου αναφοράς (σημαινόμενο) αλλά και ως μηχανισμού κοινωνικής ένταξης, όπως ήταν στη «βιομηχανική κοινωνία» και τη νεωτερικότητα. Αν και αυτή η εξέλιξη αφορούσε περισσότερο τη συρρίκνωση της εργοστασιακής εργατικής τάξης, ωστόσο η γενίκευση της εργασιακής επισφάλειας, – ως εγχείρημα ρευστοποίησης της εργασιακής δύναμης και επανασύλληψής της σε νέα εργασιακά περιβάλοντα (άτυπες μορφές εργασίας κ.λπ.)-, συνέβαλλε με τη σειρά του στο κατακερματισμό του εργασιακού χώρου και στην εξατομίκευση της εργασιακής βιογραφίας υπονομεύοντας επίσης την αίσθηση του ενιαίου εργασιακού υποκειμένου. Αυτές τις μεταμορφώσεις της μισθωτής εργασίας έχει μπροστά του ο μεταδομισμός αλλά και η «μεταμοντέρνα κατάσταση» (δεκαετίες ’70 και ’80 του 20ου αιώνα) όταν αποφαίνονται πως η κοινωνία δεν υφίσταται πλέον ως ενιαίο και καταληπτό αντικείμενο. Σε ένα βαθμό αυτές οι αποφάνσεις φαίνεται να επιβεβαιώνονται από τις πρακτικές της μεταφορντικής παραγωγής και της «ευέλικτης συσσώρευσης» (άμβλυνση των τεϊλορικών διαχωρισμών στην εργασία, αποκέντρωση παραγωγής, υπεργολαβική εργασία) που είχαν ως συνέπεια την εξασθένηση των συνδικαλιστικών φορέων εκπροσώπησης κ.λπ.. Η κοινωνιολογία των «ρευστών καιρών» εστιάζει τώρα το ενδιαφέρον της σε τμήματα που έχουν αποσπαστεί από τον ενιαίο κύκλο εργασίας στη παραγωγή και τη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δηλαδή στα σημαίνοντα (βιογραφικές τροχιές, καταναλωτικές πρακτικές, τρόποι ζωής, αισθητική κρίση κ.λπ.) Εντούτοις η έμφαση στα σημαίνοντα με τη συνακόλουθη (δικαιολογημένη ως ένα βαθμό) κριτική στο θετικισμό και νεοθετικισμό (φυσιοκρατία και νοησιαρχία αντίστοιχα) υπονομεύει το επιστημονικό εγχείρημα ως προσπάθεια αναπαράστασης της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία υπάρχει και οφείλει να περιγραφεί ώστε στη συνέχεια να εξηγηθεί. Η άρση αυτού του δυϊσμού, ή, των οριοθετήσεων ανάμεσα στο πραγματικό («εμπειρική» πραγματικότητα) και την απεικόνισή του (σκέψη, θεωρία), παρά το θεμιτό της κριτικής που αφορούσε πρωτίστως στη ποσοτικοποίηση της κοινωνικής εμπειρίας (εμπειρικισμός) και της μετατροπής του ορθού λόγου σε εργαλειακό (θετικισμός κ.λπ.), συνέβαλλε στη διάλυση των αιτιωδών σχέσεων ανάμεσα στο γενικό και στο μερικό, αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο στο σχετικισμό, η ακόμη και στον ανορθολογισμό. Εντούτοις με αυτό το τρόπο καταργείται η διάκριση της πραγματικότητας ανάμεσα σε σκεπτόμενο πράγμα (res cogitans) και σε αισθητό- εκτακτό πράγμα (res extensa) και του μηχανισμού αναπαράστασης που ενοποιεί τα πράγματα (αξίωμα της ταυτότητας). Δεν υπάρχει μια πραγματικότητα αλλά πολλές πραγματικότητες που παρατίθενται μεταξύ τους χωρίς σχέση και χωρίς μια δομούσα δομή (κεφάλαιο, εργασία, κράτος κ.λπ.). Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των θεωρήσεων είναι η ανάδειξη των καταπιεσμένων λόγων, των «βουβών» υποκειμένων, του «άλλου», γεγονός που οδηγεί με τη χρήση κυρίως ποιοτικών μεθόδων σε ένα ιστορικισμό του «διαφορετικού» αλλά και στην εκ νέου ηθικοποίηση της πολιτικής (αναγνώριση, αξιοπρέπεια, αποδοχή κ.λπ.). Είναι προφανές πως η αλλαγή οπτικής, η αλλαγή παραδείγματος, θα επιφέρει μια εκτεταμένη και βαθιά μετατόπιση «στη δομή του συναισθήματος» (Harvey 2007:29), δηλαδή για το πως βλέπουμε και πως αξιολογούμε τα πράγματα αλλά ίσως και σε μια αισθητική πρόσληψη της πραγματικότητας με ότι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική ανάλυση.
Συζήτηση
Σε μεγάλο βαθμό η «ανακάλυψη» της κοινωνίας δημιούργησε και τους όρους για τη θεμελίωση της «θετικής επιστήμης» της κοινωνίας, της κοινωνιολογίας. Με αυτή την έννοια η κοινωνιολογία συνέβαλε στην εκλογίκευση των κοινωνικών σχέσεων και στον αυτοπροσδιορισμό της αστικής κοινωνίας. Παρόλο που η κοινωνιολογία ως θετική επιστήμη στεγανοποίησε το αντικείμενό της, δηλαδή την αστική-καπιταλιστική κοινωνία από αξιακά προτάγματα, δηλαδή από δράσεις «ορθολογικές προς την αξία», ώστε να αποτραπεί η αμφισβήτησή της, εντούτοις ο γενικός κανόνας, η εμφάνιση, η διατήρηση και η αναπαραγωγή της ίδιας κοινωνίας γίνεται αυταξία που διαπερνά πλέον την ίδια τη κοινωνιολογία προσδιορίζοντας τόσο τις (μετα)θεωρητικές παραδοχές της όσο και τις μεθοδολογίες της. Συνεπώς η δυσκολία θεωρητικοποίησης, ας πούμε της «κοινωνικής μεταβολής» στα κυρίαρχα κοινωνιολογικά παραδείγματα, παρά τον εγγενή αναστοχασμό των πρωτοκοινωνιολογικών συστημάτων (θεωρία των σταδίων, εξελικτικισμός) δείχνει τον αξιακό (ιδεολογικό) λόγο της κοινωνιολογίας σε μια περίοδο μάλιστα που χαρακτηρίζεται από την όξυνση των ταξικών συγκρούσεων, πρωτίστως όμως από τη συνδικαλιστική και πολιτική δράση του εργατικού κινήματος αλλά και τη κρατική δράση (καταστολή εργατικών εξεγέρσεων, πάταξη μεγάλων απεργιών κ.λπ.). Κατά περίεργο τρόπο η κοινωνιολογία, ως κυρίαρχο αφήγημα για την αστική κοινωνία, «επινοεί» κοινωνικά υποκείμενα που αδυνατούν να σταθούν σε μια ταξική αντιπαράθεση (μακροφορείς δράσης), να θέσουν δηλαδή το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής, απαξιώνοντας πάραυτα την αντικαπιταλιστική δράση ως ανορθολογική («ορθολογική προς την αξία»), θεωρητικοποιώντας όμως μόνο τη συστημική δράση. Τη δράση δηλαδή που είναι «ορθολογική προς το σκοπό» (βλ. αγοραία δράση) και συμβάλλει στη μεγιστοποίηση του κέρδους και της εκμετάλλευσης των άλλων. Όπως περίπου θεωρητικοποιείται στον M. Weber. Παρόλο που φαίνεται κάπως σχηματικό, ωστόσο η κοινωνιολογία από τη στιγμή που διασφαλίστηκε η σταθερότητα της αστικής κοινωνίας, πήρε απόσταση από τον εγγενή αναστοχασμό που τη διέκρινε, θέτοντας ουσιαστικά σε παρένθεση την ίδια τη κοινωνική πραγματικότητα με τις αντιφάσεις, τα αδιέξοδα και τις πιθανές υπερβάσεις. Κατά αυτό το τρόπο μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει η αναδίπλωση στο υποκείμενο και τη συνείδηση που χαρακτηρίζει τη θεωρία για τη κοινωνία από το Μεσοπόλεμο και μετά (φαινομενολογία).
Στο μεταξύ η αποδόμηση του κράτους πρόνοιας και η υποχώρηση του κοινωνικού ως αιτίας εξήγησης των κοινωνικών φαινομένων, με την έννοια πως ένα κοινωνικό γεγονός το εξηγούμαι με ένα άλλο κοινωνικό γεγονός (E. Durkheim), φαίνεται πως συνέβαλε με τη σειρά του στην αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος για τον αιτιακό χαρακτήρα αυτών των φαινομένων. Η υποχώρηση της καθολικότητας του κράτους πρόνοιας και ο εστιασμός στις ειδικές κοινωνικές πολιτικές («συστημική ενσωμάτωση») σήμανε επίσης και τη στροφή της κοινωνικής έρευνας από τα μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα (κοινωνικές τάξεις κ.λπ.) στις «ομάδες στόχος» (ευπαθείς ομάδες, αποκλεισμένες ομάδες κ.λπ.). Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται πλέον από το «σύστημα» και τις λειτουργίες του (δομολειτουργισμός) στο συγκυριακό, στις συναντήσεις και στις καταστάσεις (συμβολική διαντίδραση, εθνομεθοδολογία κ.λπ.) ενώ το υποκείμενο αποκόβεται πλήρως από την «ιστορία» και από τις κοινωνικές του συζεύξεις (ταξικές ή κοινωνικές θέσεις) υποδεικνύοντας πως δεν υπάρχει πλέον εμπρόθετος δράση, πόσο μάλλον φορέας δράσης. Στα συγκεκριμένα κοινωνιολογικά ρεύματα θεωρητικοποιείται ως ένα βαθμό η δραματουργία της κοινωνικής δράσης (βλ. νέα κοινωνικά κινήματα) η οποία εκτός των άλλων συμβάλλει στη ρευστοποίησης της σχέσης ανάμεσα στο λόγο και τις επιθυμίες (λεκτικοποίηση), στην ανάδειξη του ασύνειδου υποκειμένου (ψυχανάλυση) αλλά και στην «πολιτικοποίηση» του προσωπικού. Αυτό το «νοηματικό περίσσευμα» (excess of meaning) (Ε. Laclau) δίνει μια αίσθηση απροσδιοριστίας και ρευστότητας του κοινωνικού, καθιστώντας αδύνατη τη «συνάρθρωση» ενός συνεκτικού λόγου και αφηγήματος για τη κοινωνία. Εξάλλου η αποϋλικοποίηση-διάχυση της εργασίας σε ολόκληρη την κοινωνία («κοινωνία εργοστάσιο»), επέφερε, σύμφωνα με κάποιες απόψεις (A.Negri κ.ά.), μαζί με την αποκέντρωση της παραγωγής και την αποκέντρωση του υποκειμένου της εργασίας, δηλαδή της εργατικής τάξης.
Πηγή:
Βιβλιογραφία
Αντόρνο, Θ. (1984), «Τζάζ. Η αιώνια μόδα», στο Λόβενταλ, Μαρκούζε, Χορκχαϊμερ, Τέχνη και μαζική κουλτούρα, Αθήνα:Ύψιλον.
Albrow, M. (1997), “Reisen jenseits der Heimat. Soziale Landschaften in einer globalen Stadt”, στο Beck, U. (επιμ.), Kinder der Freiheit, Frankfurt:Suhrkamp. Αλεξανδρόπουλος, Σ. (2001), Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα, τομ. Α’, Αθήνα:Κριτική.
Αλεξίου, Θ. (2007), «Δυνατότητες και όρια των ερμηνευτικών προσεγγίσεων στις κοινωνικές επιστήμες» Θέσεις 100, σσ. 69-97.
Αnderson, Ch.-H. (1986), Προς μια Νέα Κοινωνιολογία, Αθήνα:Παπαζήσης.
Anderson, P. (1988), In the tracks of Historical Materialism, London:Verso.
Αντόρνο, Τ., Χορκχαϊμερ, Μ. (1987), Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης. Κοινωνιολογία. Εισαγωγικά δοκίμια, Αθήνα:Κριτική.
Αντωνοπούλου, Μ. (1991), Θεωρία &Ιδεολογία στη σκέψη των κλασσικών της κοινωνιολογίας, Αθήνα:Παπαζήσης.
Αρόν, Ρ (1993), Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, τόμος Β’ (Ντυρκέμ, Παρέτο, Βέμπερ), Αθήνα:Γνώση.
Bryson, V. (2005), Φεμινιστική Πολιτική Θεωρία, Αθήνα:Μεταίχμιο.
Serres, M., Bensaude, B., Enthoven, J.-P. (1991), «Ο August Comte και ο θετικισμός», στο Encyclopedie de la pleiade: Ιστορία της φιλοσοφίας. 19ος αιώνας, Ρομαντικοί- Κοινωνιολόγοι, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Bolte, K.-M., Hradil, S. (1986), Soziale Ungleichkeit in der Bundesrepublik Deutschland, Opladen:Leske &Budrich.
Bottomore, T.-B. (1974), Επικριτές της κοινωνίας, Αθήνα:Παπαζήσης.
Bourdieu, P. (2008), Η διάκριση. Κριτική της καλαισθητικής κρίσης, Αθήνα:Παττάκης. Bourdieu, P.(1999), Κείμενα Κοινωνιολογίας, Αθήνα:Στάχυ.
Bourdieu, P.(1992), Homo academicus, Frankfurt:Suhrkamp.
Catelet, F., Pisier-Kouchner, E. (1982), Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ού αιώνα. Ιστορία της πολιτικής σκέψης, Αθήνα:Ράππας.
Coen, J. (1985), “Strategy or Identity:New Theoretical Paradigms and Contemporary Social Movements”, Social Research 4, σσ. 663-716.
Greib, Ι. (1998), Σύγχρονη κοινωνική θεωρία. Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Αθήνα:Ελληνικά Γράμματα.
Giddens, A. (2001), Οι συνέπειες της νεωτερικότητας, Αθήνα:Οδευσσέας.
Giddens, A. (1993), Πολιτική και κοινωνιολογία στη σκέψη του Max Weber, Αθήνα:Οδυσσέας.
Groh, D. (1973), Negative Integration und revolutioarer Attentismus. Die deutsche Sozialademokratie am Vorabend des Ersten Weltkrieges, Frankfurt-Berlin:Propylaen Verlag.
Habermas, J. (1997), Αλλαγή δομής της δημοσιότητας. Έρευνες πάνω σε μια κατηγορία της αστικής κοινωνίας, Αθήνα:Νήσος.
Habermas, J. (1993), Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας. Δώδεκα παραδόσεις, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Harvey, D. (2007), Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Horowitz, I.-L.(1967), “Consensus, Conflict and Cooperation”, στο Demerath, N., Peterson, R. (επιμ.), System, Change and Conflict, New York:Free Press.
Freyer, Η. (χ.χ.), Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, Αθήνα:Αναγνωστίδης.
Inglehart, R. (1998), Modernisierung und Postmodernisierung. Kultureller, wissenschaftlicher und politischer Wandel in 43 Gesellschaften, Frankfurt-New York:Campus Verlag.
Κανελλόπουλος, Α. (χ.χ.), «Πρόλογος: Η συμβολή του Freyer στα σύγχρονα προβλήματα της Κοινωνιολογίας», στο Freyer, Η., Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, Αθήνα: Αναγνωστίδη ς.
Κονιαβίτης, (1994), Πλουραλισμός στην κοινωνιολογία. Μεθοδολογική προσέγγιση, Αθήνα:Οδυσσέας.
Κύρτσης, Α.-Α. (1996), Κοινωνιολογική σκέψη και εκσυγχρονιστικές ιδεολογίες στον ελληνικό μεσοπόλεμο, Αθήνα:Νήσος.
Laclau, Ε. (1997), Για την Επανάσταση της Εποχής μας, Κοινωνική εξάρθρωση, ηγεμονία και ριζοσπαστική δημοκρατία, Αθήνα:Νήσος.
Lockwood, D. (1964), “Social integration and system integration”, στο: Zollschan, G.- K., Hirsch, W. (επιμ.), Explanation in Social Change, London:Routledge and Kegan Paul.
Lukacs, G. (1984), Die Zerstorung der Vernuft. Irrationalismus und Soziologie, τόμος ΙΙΙ, Darmstadt-Neuwied: Luchterhand.
Lyotard, J- (1998), Η μεταμοντέρνα κατάσταση, Αθήνα:Γνώση.
Marcuse H. (2004α), Schriften:Aufsatze und Vorlesungen 1948-1969, Band 8, Springe: zu Klampen Verlag
Marcuse H. (2004β), Schriften: Konterevolution und Revolte, Zeitmessungen, Die Permanenz der Kunst, Band 9, Springe: zu Klampen Verlag.
Μαρκούζε, Χ. (1985), Λόγος και επανάσταση. Ο Χέγκελ και η γένεση της κοινωνικής θεωρίας, Αθήνα:Ύψιλον.
Μάκφεροσν, Κ. -Μπ.(1994), Η ιστορική πορεία ης φιλελεύθερης δημοκρατίας, Αθήνα:Γνώση.
Mclennan, G. (1990), «Ιστορία και Θεωρία: Σύγχρονες διαμάχες και κατευθύνσεις», Θεωρία και Κοινωνία 3, σσ.177-221.
Μarx, Κ. (1978), Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα :Παπαζή σης.
Μέικσινς Γουντ, Ε. (1988), Η δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό. Για μια ανανέωση του ιστορικού υλισμού, Αθήνα:Στάχυ.
Moore, B. (1985), Κοινωνικές ρίζες της δικτατορίας και της δημοκρατίας. Αγρότες, γαιοκτήμονες, εργάτες, αστοί και διανοούμενοι στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου, Αθήνα:Κάλβος.
Μοσχονάς, Α.(1998), Τάξεις και στρώματα στις σύγχρονες κοινωνίες, Αθήνα:Οδυσσέας.
Μουζέλης, Ν. (1997), Επιστροφή στην κοινωνιολογική θεωρία. Η έννοια της ιεραρχίας και το πέρασμα από τη μικρο- στη μακρο-κοινωνιολογία, Αθήνα:Θεμέλιο.
Νουζέλης, Ν. (1995), Η κρίση της κοινωνιολογικής θεωρίας. Τι πήγε λάθος; Αθήνα:Θεμέλιο.
Mullins, N. (1975),“New causal theory:an elite speciality in social science” History of Political Economy 4, σσ. 499-529.
Negri, A. (2000), “Wert und Affekt”, Das Argument 253, σσ. 247-252.
Νίσμπετ, Ρ. (1995), Κοινωνική αλλαγή και ιστορία, Αθήνα:Γνώση.
Nussbaum, M.-C. (2000), Women and Human Development:The Capabilities Approach, Cambridge-New York: Cambridge University Press.
Parsons, T. (1979), The Social System, London:Routledge &Kegan Paul.
Parsons, T. (1968), The Structure of Social Action, New York:The Free Press.
Ritzer, G. (2012), Σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία, Αθήνα:Κριτική.
Ritzer, G. (1996), «Δομικός λειτουργισμός και η εμφάνιση μιας εναλλακτικής θεωρίας με έμφαση στις συγκρούσεις», στο Πετμεζίδου, Μ. (επιμ.), Σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία. Δομο-λειτουργισμός, κριτική στο θετικισμό, συμβολικές διαντιδράσεις, νόημα και ερμηνεία, τόμος Ι, Ηράκλειο:Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Ρότρυ, Ρ. (2000), Η αριστερή σκέψη στην Αμερική του 20 ου αιώνα, Αθήνα:Πόλις. Σαββάκης, Μ, (2013), Μικροκοινωνιολογία και ποιοτική έρευνα. Θεωρητικά παραδείγματα και εμπειρικές εφαρμογές, Αθήνα: Κριτική.
Τερλεξής, Π. (1999), Max Weber.Ιδεόκοσμοι σε αντιπαράθεση, τόμος τρίτος, Αθήνα :Παπαζή σης.
Timasheff, N.-S., Theodorson, G.-A. (1983), Ιστορία των κοινωνιολογικών θεωριών, Αθήνα: Gutenberg.
Χάλαρης, Γ. (1994), «Η επιστροφή του υποκειμένου στη σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία», Αξιολογικά 7, σσ. 156-173.
Ψυχοπαίδης, Κ. (1999), Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, Αθήνα: Πόλις. Ψυχοπαίδης, Κ. (1996), «Επίμετρο», στο Κουζέλης, Γ., Ψυχοπαίδης, Κ. (επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα:Νήσος.
Ψυχοπαίδης, Κ. (1994), Ιστορία και μέθοδος, Αθήνα:Σμίλη.
Weingarten, E., Sack, F. (1976), “Ethnomethodologie. Die methodische Kostruktion der Realitat”, στο Weingarten, E., Sack, F.&Schenkein, J. (επιμ.), Ethnomedologie. Beitrage zu einer Soziologie des Alltagshandelns, Frankfurt:Suhrkamp.
Weber, Μ. (1997), Εθνοτικές σχέσεις και Πολιτικές κοινότητες, Αθήνα: Κένταυρος.
1 O K. Polanyi κάνει λόγο για την «ανακάλυψη» της κοινωνίας υπονοώντας πως με αφορμή το πρόβλημα της φτώχιας έγινε συνείδηση του 19ου αιώνα (Malthus, Towsend κ.ά.) πως οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία της κοινωνίας δεν είναι ανθρώπινοι αλλά φυσικοί (νατουραλισμός) (Πολάνυι 2001:125).