Το ποίημα του Παρμενίδη

Στη δεύτερη συνάντησή μας στο πλαίσιο του σεμιναρίου για τους Πλατωνικούς μύθους θα αναφερθούμε στο ποίημα του Προσωκρατικού φιλοσόφου Παρμενίδη. Η σκέψη του επηρέασε βαθύτατα τον Πλάτωνα. Θα λέγαμε ότι είναι εκείνος ο Προσωκρατικός φιλόσοφος που το στίγμα του το βρίσκουμε σε όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία. Η φιλοσοφική του σκέψη είναι αποτυπωμένη με τη μορφή ποιήματος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου μας έχει διασωθεί.

Το ποίημα του Παρμενίδη είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, όπως και τα έπη του Ομήρου. Ο Ελεάτης φιλόσοφος παρουσιάζει τον ήρωα του ποιήματος να συμμετέχει σε ένα φανταστικό ταξίδι με αλληγορικό περιεχόμενο. Μια Θεά, η οποία δεν κατονομάζεται, δείχνει στον ήρωα τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να εξερευνήσουμε τις διαδρομές που ενδεχομένως μας οδηγούν στη γνώση.

Το ποίημα δεν αποκαλύπτει εύκολα τα μυστικά του. Είναι γραμμένο με έναν τρόπο κρυπτικό και για αυτό και οι ερμηνείες είναι ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες πολλές φορές. Θα αναφέρουμε εδώ, την αξιοσημείωτη ερμηνεία του Λάμπρου Κουλουμπαρίτση, που ξεκινώντας από μια νέα μετάφραση του όρου “εόν” μας δείχνει ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί και προσεκτικοί, όταν προσεγγίζουμε τη σκέψη διανοητών μιας άλλης εποχής και μιας άλλης πραγματικότητας.

 

 

Το ποίημα του Παρμενίδη: Επιλέξαμε τη αφίσα του σεμιναρίου. Παρουσιάζει την εικόνα των δεσμωτών στο σπήλαιο. Η σκέψη του Παρμενίδη είναι πολύ βασική για την κατανόηση του Πλάτωνα.

 

 

Το ποίημα του Παρμενίδη – Απόσπασμα 1 (Diels – Kranz)

 

Στη συνέχεια παραθέτουμε το απόσπασμα 1 του ποιήματος. Η μετάφραση είναι του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Τόσο το πρωτότυπο, όσο και η μετάφραση παρατίθενται στην ιστοσελίδα της πύλης για την Ελληνική γλώσσα.

 

ἵπποι ταί με φέρουσιν ὅσον τ᾽ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι
πέμπον, ἐπεί μ᾽ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ᾽ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
5ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ᾽ ὁδὸν ἡγεμόνευον.
ἄξων δ᾽ ἐν χνοίῃσιν ἵει σύριγγος ἀυτὴν
αἰθόμενος (δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοις ἀμφοτέρωθεν), ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτὸς
10εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.

ἔνθα πύλαι Νυκτός τε καὶ Ἤματός εἰσι κελεύθων,
καί σφας ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός.
αὐταὶ δ᾽ αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
τῶν δὲ Δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.
15τὴν δὴ παρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν.
πεῖσαν ἐπιφραδέως, ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο· ταὶ δὲ θυρέτρων
χάσμ᾽ ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
20γόμφοις καὶ περόνῃσιν ἀρηρότε· τῇ ῥα δι᾽ αὐτέων
ἰθὺς ἔχον κοῦραι κατ᾽ ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους.

καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ χειρὶ
δεξιτερὴν ἕλεν, ὧδε δ᾽ ἔπος φάτο καί με προσηύδα·
ὦ κοῦρ᾽ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
25ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ᾽, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ᾽ ὁδόν (ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμὲν Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
30ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.

 

Οι φοράδες που με πάνε όσο μακριά ποθεί η ψυχή μου

μ᾽ εκτόξευσαν μπροστά, σαν μ᾽ έφεραν στου θεού το ξακουστό

στρατί, που σηκώνει τον άνθρωπο τον γνώστη όλων των πόλεων.

Σ᾽ αυτόν λοιπόν βρέθηκα το δρόμο, όπου μ᾽ έφεραν τ᾽ άτια τα σοφά

σέρνοντας το άρμα μου, και μπροστά μου κόρες πήγαιναν.5

Κι ο άξονας στους τόρμους1 τσίριζε σα σφυρίχτρα,

αναμμένος (γιατί ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στις τορνευτές

τις ρόδες), καθώς του Ήλιου οι θυγατέρες σπεύδαν

να με συνοδέψουν, αφού άφησαν τα δώματα της Νύχτας για το φως

και με τα χέρια τους έβγαλαν τα πέπλα απ᾽ τα κεφάλια τους.10

 

Εκεί είναι οι πύλες των μονοπατιών της Νύχτας και της Μέρας,

ανάμεσα σ᾽ ένα ανώφλι και ένα κατώφλι πέτρινο.

Ψηλά ορθωμένες στον αέρα, κλείνουν με μεγάλες πόρτες,

κι η τιμωρός Δικαιοσύνη κρατάει τους διπλοσύρτες.

Μα οι κόρες την ξεγέλασαν με τα όμορφά τους λόγια15

και πονηρά την έπεισαν γρήγορα να τραβήξει το μάνταλο

απ᾽ τις πύλες. Κι οι πύλες, όταν άνοιξαν, άφησαν ανάμεσά τους

ένα τεράστιο χάσμα, διαδοχικά στρίβοντας μες στις θήκες τους

τους χαλκόδετους ρεζέδες,2 τους στερεωμένους

με ξυλοκάρφια και πιρτσίνια.3 Κι ευθύς ανάμεσά τους, στον20

πλατύ το δρόμο, πέρασε τ᾽ άρμα οδηγημένο απ᾽ τις κόρες.

 

Κι η θεά με καλοδέχτηκε, πήρε το χέρι το δεξί μου

στο δικό της και με τούτα τα λόγια με προσφώνησε:

«Καλώς όρισες, νέε, εσύ που έρχεσαι στο σπίτι μου συνοδεμένος

από αθάνατους ηνίοχους, με τ᾽ άλογα που σε κουβαλούν.25

Δεν σ᾽ έβαλε μοίρα κακή σ᾽ αυτό το δρόμο, που τόσο μακριά

είναι απ᾽ των ανθρώπων τα βήματα,

αλλά η δικαιοσύνη. Πρέπει όλα να τα μάθεις,

την ήσυχη καρδιά της στρογγυλής Αλήθειας

και τις ιδέες των θνητών τις ψεύτικες.30

Αλλά θα μάθεις και πώς πρέπει να ᾽ναι οι γνώμες των ανθρώπων

για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα.

 

(μετάφραση Δ. Κούρτοβικ)

 

1 τόρμος = οπή

2 ρεζές = μεντεσές

3 πιρτσίνι = είδος καρφιού