Σχεδιάγραμμα για την Πολιτεία του Πλάτωνα
Ένα σχεδιάγραμμα για την Πολιτεία του Πλάτωνα, μια αποτύπωση των βασικών σημείων του διαλόγου είναι απαραίτητη για τη μαθήτρια και τον μαθητή στην κατεύθυνση των ανθρωπιστικών σπουδών στη Γ’Λυκείου. Πολλές φορές διαπιστώνουμε την αμηχανία των παιδιών, όταν καλούνται να εντάξουν την περίφημη αλληγορία του σπηλαίου στο ευρύτερο πλαίσιο της Πολιτείας, ενός κειμένου μεγάλου και σε αξία και σε μέγεθος, του οποίου διδάσκονται ένα πολύ μικρό απόσπασμα. Ποιο είναι τελικά το θέμα όλου του διαλόγου, ποιο είναι το θέμα της αλληγορίας, ποια εν τέλει μπορεί να είναι η σχέση μεταξύ τους και γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει και εμάς σήμερα; Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα ή ακόμα καλύτερα για να ξεκινήσει ο διάλογος πάνω σε αυτά είναι σημαντικό να έχουμε την εποπτεία του περιεχομένου του κειμένου.
Πολιτεία: Προκαταρκτικές επισημάνσεις
Η Πολιτεία θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε γύρω στο 375 π. Χ. Πρόκειται για ένα έργο που δεν σταμάτησε ποτέ να ασκεί επιρροή στους μεταγενέστερους. Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί, κυρίως με αφορμή την περίφημη αλληγορία του σπηλαίου και βέβαια την πολιτική στάση του Πλάτωνα, όπως διαφαίνεται μέσα από το κείμενο. Πριν ξεκινήσουμε το ξετύλιγμα του περιεχομένου του κειμένου ας σημειώσουμε τα εξής:
α. Είναι σημαντικό, όταν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε έργα ενός τόσο μακρινού παρελθόντος να θυμόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με άλλες δομές και άλλες κοσμοαντιλήψεις. Ο μηχανισμός της προβολής δρα πάντοτε και εν αγνοία μας. Έτσι, πρέπει να προσεγγίζουμε τα έργα με επιφύλαξη καθώς η δική μας πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
β. Όπως θα διαπιστώσουμε και στη συνέχεια, το πολίτευμα που περιγράφει ο Σωκράτης εντάσσεται στο πλαίσιο της φαντασίας. Στην προσπάθειά τους οι συνομιλητές να εστιάσουν στην έννοια της δικαιοσύνης, που είναι το βασικό θέμα του διαλόγου, επιχειρούν να συγκροτήσουν μια πόλη που θα είναι δίκαιη σε όλα τα επίπεδα. Πρόκειται για μια νοητική κατασκευή που έχει και πολλά στοιχεία παιχνιδιού στην κατασκευή της. Εξάλλου είναι γνωστό ότι στο έργο του Πλάτωνα το παίγνιον είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
Ο χώρος και ο χρόνος
Η αρχή του έργου βρίσκει τον Σωκράτη να αφηγείται τη συζήτηση που είχε την προηγούμενη ημέρα στο σπίτι του πλούσιου μέτοικου Κέφαλου. Ο τόπος είναι ο Πειραιάς. Ο Σωκράτης βρέθηκε εκεί με σκοπό να παρακολουθήσει μια θρησκευτική εορτή. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια με τα οποία ξεκινά η Πολιτεία («κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ μετά Γλάυκωνος τοῦ Ἀρίστωνος προσευξόμενός τε τῇ θεῷ καὶ ἅμα τὴν ἑορτὴν βουλόμενος θεάσασθαι τίνα τρόπον ποιήσουσιν ἅτε νῦν πρῶτον ἄγοντες», Πολιτεία, 327a1-3). “Κατέβηκα χθες στον Πειραιά με τον Γλάυκωνα τον γιο του Αρίστωνα για να προσευχηθώ στη Θεά και συγχρόνως για να δω πως θα διεξαχθεί η γιορτή που για πρώτη φορά επρόκειτο να πανηγυρίσουν”. Οι συνομιλητές του Σωκράτη είναι ο Κέφαλος, ο Πολέμαρχος, ο Θρασύμαχος, ο Κλειτοφώντας και οι Γλαύκωνας και Αδείμαντος που είναι οι βασικοί συνομιλητές του Σωκράτη. Ας σημειώσουμε ότι αυτοί οι δύο είναι αδέλφια του Πλάτωνα.
Το βασικό θέμα της Πολιτείας
Η Πολιτεία είναι μια διερεύνηση του ζητήματος της δικαιοσύνης. Ποια είναι η φύση της δικαιοσύνης και κατ’επέκταση ποιος είναι ο δίκαιος και ποιος ο άδικος. Στη συνέχεια, το ερώτημα γίνεται πιο σαφές. “Είναι του άδικου ανθρώπου η ζωή καλύτερη από τη ζωή του δίκαιου”; «τὸν τοῦ ἀδίκου βίον […] εἶναι κρείττω ἢ τὸν τοῦ δικαίου», 347e3-4, και «εἰ δὲ καὶ ἄμεινον ζῶσιν οἱ δίκαιοι τῶν ἀδίκων καὶ εὐδαιμονέστεροί εἰσιν», 352d2-3.
Το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας μας εισάγει κατευθείαν στο βασικό θέμα της συζήτησης. Χαρακτηριστικό αυτής της συζήτησης είναι η ασυμφωνία στο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας την έννοια της δικαιοσύνης. Ο Κέφαλος, για παράδειγμα θεωρεί ότι δικαιοσύνη είναι η συνέπεια στις συναλλαγές. Για τον Θρασύμαχο δικαιοσύνη είναι απλά το δίκαιο του ισχυροτέρου κ.ο.κ
Το δεύτερο βιβλίο
Στο δεύτερο Βιβλίο (368c4 κ.ε.), οι συνομιλητές του Σωκράτη είναι μόνο τα αδέλφια του Πλάτωνα, ο Γλάυκων και ο Αδείμαντος. Οι συνομιλητές αποφασίζουν μετά από πρόταση του Σωκράτη να αναζητήσουν την έννοια της δικαιοσύνης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, στο πλαίσιο της πόλης. Ας σημειώσουμε εδώ ότι για τους αρχαίους η πόλις ήταν ζωντανός οργανισμός, της απέδιδαν ιδιότητες έμβιου όντος και συχνά ήταν προσωποποιημένη, όπως και ο νόμος. Ως μεγαλύτερος και τελειότερος οργανισμός η πόλις θα μπορούσε να βοηθήσει τους συνομιλητές μας να εντοπίσουν ευκολότερα την έννοια της δικαιοσύνης: «τότε λοιπόν ίσως να υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη στο μεγαλύτερο και να μπορεί κανείς ευκολότερα να την παρατηρήσει εκεί» («ἴσως τοίνυν πλείων ἂν δικαιοσύνη ἐν τῷ μείζονι ἐνείη καὶ ῥᾴων καταμαθεῖν, 368e7-8). Ο Σωκράτης επισημαίνει στους συνομιλητές του ότι θα επανέλθουν σε κάθε άτομο ξεχωριστά, όταν πλέον θα έχουν εξετάσει τη δικαιοσύνη στην πόλη. «Έτσι, αν θέλετε, ας ψάξουμε πρώτα στις πολιτείες να δούμε τι λογής πράγμα είναι η δικαιοσύνη• κι έπειτα ας συνεχίσουμε την αναζήτησή μας και στον καθένα χωριστά παρατηρώντας στη μορφή του μικρότερου την ομοιότητα με το μεγαλύτερο» («εἰ οὖν βούλεσθε, πρῶτον ἐν ταῖς πόλεσι ζητήσωμεν ποῖόν τί ἐστιν: ἔπειτα οὕτως ἐπισκεψώμεθα καὶ ἐν ἑνὶ ἑκάστῳ, τὴν τοῦ μείζονος ὁμοιότητα ἐν τῇ τοῦ ἐλάττονος ἰδέᾳ ἐπισκοποῦντες», 368e8-369a3).
Η νοερή κατασκευή της πόλης
Καμία από τις γνωστές πόλεις δεν πληροί για τους συνομιλητές μας τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα μας επέτρεπαν να τη χαρακτηρίσουμε ως δίκαιη. Το αντίθετο συμβαίνει. Οι πόλεις χαρακτηρίζονται ως διεφθαρμένες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ξεκινά η νοερή κατασκευή μιας πόλης στην οποία θα εφαρμοστεί το ιδανικό πολίτευμα.
Σε αυτή την πόλη οι τάξεις θα είναι τρεις, γιατί σύμφωνα με τα λόγια του Σωκράτη οι άνθρωποι δε γεννιούνται όμοιοι. Ανάλογα με τις ικανότητες και τη “φύση” του καθενός, θα τοποθετείται και στην αντίστοιχη τάξη. «Δεν γεννιόμαστε πολύ όμοιοι ο ένας με τον άλλο αλλά διαφέρουμε ως προς τις φυσικές μας κλίσεις» («ὅτι[…] μὲν ἡμῶν φύεται ἕκαστος οὐ πάνυ ὅμοιος ἑκάστῳ, ἀλλὰ διαφέρων τὴν φύσιν», 370a8-b1).
Οι τρεις τάξεις
Βασικό χαρακτηριστικό των τάξεων είναι ότι η καθεμιά τους θα ασχολείται μόνο με συγκεκριμένο έργο. Αυτό στο οποίο είναι η πλέον κατάλληλη με βάση τη φύση των μελών της. Την πόλη μας θα κυβερνούν οι φύλακες παντελείς διότι είναι οι καταλληλότεροι «για τη φύλαξη της πόλης» («κηδεμόνας τῆς πόλεως», 412c13). Το έργο τους θα ενισχύουν οι φύλακες επίκουροι, θα επιβάλλουν την τάξη και θα είναι πιστοί βοηθοί (επίκουροι) των κυβερνώντων την πόλη («ἐπικούρους τε καὶ βοηθοὺς τοῖς τῶν ἀρχόντων δόγμασιν», 414b5-6). Η πολυπληθέστερη ομάδα θα είναι οι δημιουργοί. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση των λέλεων “δήμος”και “έργο”. Στους δημιουργούς μπορούμε να εντάξουμε τους τεχνίτες, τους γεωργούς, τους μεταπράτες αλλά και τους καλλιτέχνες. Η εργασία τους θα είναι κατά κύριο λόγο να παράγουν τα υλικά αγαθά που χρειάζεται η πόλη τους («γεωργοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις δημιουργοῖς», 415a7).
Η παιδεία των φυλάκων
Είναι κατανοητό ότι μείζον θέμα για την πόλη, η οποία θα χαρακτηρίζεται από τη δικαιοσύνη είναι η εκπαίδευση των φυλάκων. Ο Σωκράτης θέτει το ερώτημα:«Αλλά πώς θα ανατραφούν και ποια παιδεία θα δώσουμε σ’ αυτούς;» («θρέψονται δὲ δὴ ἡμῖν οὗτοι καὶ παιδευθήσονται τίνα τρόπον;», 376c6-8). Πρόκειται για έναν προβληματισμό, ο οποίος ξεκινά στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας και ολοκληρώνεται στο τρίτο με τη φράση: «Αυτές θα ήταν λοιπόν οι γενικές αρχές της αγωγής και της παιδείας» («οἱ μὲν δὴ τύποι τῆς παιδείας τε καὶ τροφῆς οὗτοι ἂν εἶεν», 412b2-3).
Οι φύλακες είναι οι εκλεκτές φύσεις της πόλης. “Βέλτιστες φύσεις”, ονομάζονται χαρακτηριστικά. Η εκπαίδευσή τους πρέπει να στοχεύει τόσο στην ανάπτυξη του σώματος, όσο και του νου. Για το σώμα η γυμναστική, για το νου και την ψυχή η μουσική («ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ ̓ ἐπὶ ψυχῇ μουσική», 376e3-4). Στον αρχαίο κόσμο με τον όρο μουσική περιλάμβαναν συχνά και την ποίηση. Μάλιστα, εδώ μεγάλο μέρος της συζήτησης θα αναλωθεί στο τι είναι επιτρεπτό να λέγεται στα πλαίσια του ποιητικού λόγου «τι πρέπει να λέμε» («ἃ μὲν λεκτέον, 394c7-8) και επίσης στον τρόπο με τον οποίο το λέμε, το «πώς πρέπει να το λέμε» («ὡς δὲ λεκτέον, 394c8).
Οι καταναγκασμοί έχουν να κάνουν – και ίσως στον υπερθετικό βαθμό – με τους άρχοντες της πόλης. Απαγορεύεται να έχουν περιουσία («οὐσίαν κεκτημένον μηδεμίαν μηδένα ἰδίαν»,
416d5) και όλοι μαζί θα ζουν «σαν σε στρατόπεδα» («ὥσπερ ἐστρατοπεδευμένους κοινῇ ζῆν», 416e4).
Οι τέσσερις αρετές
Η πόλη, όπως την οραματίζονται οι συνομιλητές μας θα χαρακτηρίζεται από τέσσερις αρετές, τη σοφία, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη («δῆλον δὴ ὅτι σοφή τ ̓ ἐστὶ καὶ ἀνδρεία καὶ σώφρων καὶ δικαία», 427e10-11). Η σωφροσύνη είναι η αρετή των δημιουργών. Η ανδρεία των επικούρων. Η σοφία των αρχόντων της πόλης. Όταν η κάθε τάξη καταπιάνεται μόνο με το δικό της έργο έρχεται και εγκαθιδρύεται στην πόλη η τέταρτη αρετή, η αρετή της δικαιοσύνης. Το ίδιο συμβαίνει και στην ανθρώπινη ψυχή, όταν τα τρία μέρη της ψυχής επιτελούν το δικό τους έργο χωρίς να πολυπραγμονούν. Άρα, δικαιοσύνη είναι τελικά «το να έχει και το να καταπιάνεται κανείς με αυτό που είναι δικό του και του ανήκει» («ἡ τοῦ οἰκείου τε καὶ ἑαυτοῦ ἕξις τε καὶ πρᾶξις», 433e12-434a1). Η κάθε ομάδα πολιτών πράττει τα δικά της έργα, τα οποία είναι και καθορισμένα: «Η ενασχόληση των επαγγελματιών,των επικούρων, των φυλάκων με τα δικά τους έργα, όταν δηλαδή καθεμιά από αυτές τις τάξεις μέσα στην πόλη πράττει τα δικά της, τούτο […] δεν θα ήταν η δικαιοσύνη και δεν θα καθιστούσε την πόλη δίκαιη; Συμφωνώ απολύτως, είπε [ο Γλαύκων]» («χρηματιστικοῦ, ἐπικουρικοῦ, φυλακικοῦ γένους οἰκειοπραγία, ἑκάστου τούτων τὸ αὑτοῦ πράττοντος ἐν πόλει, […] δικαιοσύνη τ ̓ ἂν εἴη καὶ τὴν πόλιν δικαίαν παρέχοι; οὐκ ἄλλῃ ἔμοιγε δοκεῖ, ἦ δ ̓ ὅς, ἔχειν ἢ ταύτῃ», 434c7-d1).
Τα τρία μέρη της ψυχής
Εφόσον η έννοια της δικαιοσύνης καθορίστηκε στο επίπεδο της πόλης η συζήτηση στρέφεται στο άτομο και η δικαιοσύνη αναζητείται τώρα στη σφαίρα της ψυχής. Αρχικά το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι αν «άλλη [είναι] η δύναμη με την οποία μαθαίνουμε, άλλη αυτή με την οποία οργιζόμαστε και [αν υπάρχει και] μια τρίτη, πάλι δύναμη αυτή με την οποία αποζητάμε τις ηδονές γύρω από την τροφή και την ερωτική πράξη και τα παρόμοια» («μανθάνομεν μὲν ἑτέρῳ, θυμούμεθα δὲ ἄλλῳ τῶν ἐν ἡμῖν, ἐπιθυμοῦμεν δ ̓ αὖ τρίτῳ τινὶ τῶν περὶ τὴν τροφήν τε καὶ γέννησιν ἡδονῶν καὶ ὅσα τούτων ἀδελφά», 436a9-b1).
Στόχος του Σωκράτη είναι να αποδείξει πως σε κάθε μια δύναμη και επιθυμία, αντιστοιχεί άλλη πλευρά της ψυχής. Στην αρχή αντιπαρατίθενται δύο διαφορετικά μέρη της ψυχής: «Δεν είναι λοιπόν παράλογο […] να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για δύο ειδών πράγματα, διαφορετικά μεταξύ τους, κι αυτό μεν με το οποίο λογίζεται [η ψυχή] θα το πούμε ‘λογιστικό’ μέρος της ψυχής, ενώ το άλλο, με το οποίο νιώθει τον έρωτα, την πείνα, τη δίψα, τους άλλους πόθους που
λιώνουν την καρδιά θα το πούμε αλόγιστο και ‘επιθυμητικό’, σύντροφο κάποιων χορτασμών και απολαύσεων» («οὐ δὴ ἀλόγως […] ἀξιώσομεν αὐτὰ διττά τε καὶ ἕτερα ἀλλήλων εἶναι, τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικὸν προσαγορεύοντες τῆς ψυχῆς, τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τε καὶ πεινῇ καὶ διψῇ καὶ περὶ
τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστόν τε καὶ ἐπιθυμητικόν, πληρώσεών τινων καὶ ἡδονῶν ἑταῖρον», 439d4-8).
Στη συνέχεια, ο Σωκράτης θέτει το ερώτημα αν «το ψυχωμένο όμως κομμάτι της ψυχής, αυτή η δύναμη που μας κάνει να θυμώνουμε, είναι άραγε ένα τρίτο είδος» («τὸ δὲ δὴ τοῦ θυμοῦ καὶ ᾧ
θυμούμεθα πότερον τρίτον», 439e3-4). Το συμπέρασμα είναι πως «όπως ακριβώς η πόλη απαρτιζόταν από τρεις τάξεις: τους επαγγελματίες, τους πολεμιστές και τους άρχοντες, έτσι και στην ψυχή υπάρχει ως ένα τρίτο μέρος της, τούτο το θυμοειδές» («καθάπερ ἐν τῇ πόλει συνεῖχεν αὐτὴν τρία ὄντα γένη, χρηματιστικόν, ἐπικουρητικόν, βουλευτικόν, οὕτως καὶ ἐν
ψυχῇ τρίτον τοῦτό ἐστι τὸ θυμοειδές», 440e10-441a2) και αυτό «αποτελεί κάτι διαφορετικό από το λογιστικό, όπως ακριβώς έγινε φανερό ότι είναι διαφορετικό από το επιθυμητικό» («ἄν γε τοῦ λογιστικοῦ ἄλλο τι φανῇ, ὥσπερ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ ἐφάνη ἕτερον ὄν», 441a5-6).
Η αντιστοιχία
Ήδη αποδείξαμε ότι η πόλη είναι δίκαιη, όταν κάθε μία από τις τρεις διαφορετικές τάξεις που υπήρχαν σε αυτήν ασχολείται με το δικό της έργο. Με τον ίδιο τρόπο και το κάθε άτομο θα είναι δίκαιο, όταν κάθε ένα από τα μέρη της ψυχής του θα πράττει το έργο για το οποίο είναι προορισμένο (βλ. 441d12-e2). O δίκαιος άνθρωπος δεν επιτρέπει «στα διαφορετικά μέρη της ψυχής του να πράττουν άλλα από τα δικά τους ούτε να ανακατεύονται το ένα στα του οίκου του άλλου, αλλά έχοντας βάλει σε τάξη ό, τι πραγματικά του είναι οικείο και δικό του, κι έχοντας πάρει ο ίδιος στα χέρια του την εξουσία του εαυτού του, τακτοποιημένος μέσα του και συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, έχει αρμονικά συνταιριάξει τα τρία διαφορετικά στοιχεία, ακριβώς σαν αυτά να ήσαν οι τρεις τόνοι μιας μουσικής κλίμακας: o τόνος της πιο χαμηλής, της πιο ψηλής και της μέσης, και ενδεχομένως και κάποιοι άλλοι τόνοι των ενδιάμεσων βαθμίδων• όλα αυτά τα έχει δέσει μαζί έτσι που να μην αποτελεί πια ο εαυτός του πολλότητα αλλά να έχει γίνει κάτι εντελώς ενιαίο, κάτι με φρονιμάδα και αρμονία»
(«μὴ ἐάσαντα τἀλλότρια πράττειν ἕκαστον ἐν αὑτῷ μηδὲ πολυπραγμονεῖν πρὸς ἄλληλα τὰ ἐν τῇ
ψυχῇ γένη, ἀλλὰ τῷ ὄντι τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον καὶ ἄρξαντα αὐτὸν αὑτοῦ καὶ κοσμήσαντα καὶ φίλον γενόμενον ἑαυτῷ καὶ συναρμόσαντα τρία ὄντα, ὥσπερ ὅρους τρεῖς ἁρμονίας ἀτεχνῶς, νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης, καὶ εἰ ἄλλα ἄττα μεταξὺ τυγχάνει ὄντα, πάντα ταῦτα συνδήσαντα καὶ παντάπασιν ἕνα γενόμενον ἐκ πολλῶν, σώφρονα καὶ ἡρμοσμένον», (443d1-e2).
Περαιτέρω διευκρινήσεις
Μετά από σχετική ερώτηση του Πολέμαρχου και του Αδείμαντου ο Σωκράτης θα αναφερθεί και στη κοινοκτημοσύνη των γυναικών και των παιδιών «σχετικά με τις γυναίκες και τα παιδιά
είναι σε όλους φανερό πως ανάμεσα στους φίλους τα πάντα θα είναι κοινά» («ὡς ἄρα περὶ γυναικῶν τε καὶ παίδων παντὶ δῆλον ὅτι κοινὰ τὰ φίλων ἔσται», 449c4-5).
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στην ιδανική πόλη, που θα διέπεται από το ιδανικό πολίτευμα οι γυναίκες θα λαμβάνουν την ίδια παιδεία και θα συμμετέχουν στα ίδια γυμνάσια με τους άντρες. Κριτήριο είναι και πάλι η φύση του καθενός. Απαράβατος κανόνας που πρέπει να τηρείται είναι ότι κανείς από τους φύλακες δεν πρέπει να έχει τη δική του οικογένεια. Ο σκοπός είναι να μη γνωρίζουν τα φυσικά τους παιδιά. ( 457c10-d3).
Στη συνέχεια του λόγου του ο Σωκράτης επισημαίνι πως παρ’ όλο που μπορεί να ακουστεί
παράδοξο, στην ιδανική πολιτεία η πολιτική δύναμη πρέπει να συμπέσει με τη φιλοσοφία («καὶ τοῦτο εἰς ταὐτὸν συμπέσῃ, δύναμίς τε πολιτικὴ καὶ φιλοσοφία», 473d2-3), δηλαδή πρέπει απαραιτήτως ή να κυβερνήσουν οι φιλόσοφοι ή να φιλοσοφήσουν οι κυβερνήτες («ἐὰν μή, ἦν δ ̓ ἐγώ, ἢ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἢ οἱ βασιλῆς τε νῦν λεγόμενοι
καὶ δυνάσται φιλοσοφήσωσι», 473c11-d2), αλλιώς «δεν θα ’χουν τελειωμό, φίλε Γλαύκων, οι συμφορές για τις πολιτείες» («οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα, ὦ φίλε Γλαύκων, ταῖς πόλεσι», 473d5-6).
Πως εννοεί ο Σωκράτης τους φιλοσόφους
Ο Σωκράτης τόνισε πως πρέπει να κυβερνήσουν οι φιλόσοφοι. Ας δούμε πως εννοεί την έννοια του φιλοσόφου μέσα από μια αναλογία που χρησιμοποιεί ο ίδιος. Τους αντιπαραθέτει με αυτούς που τους «αρέσει να παρακολουθούν θεάματα, αυτούς που αγαπούν την τέχνη» («φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», 476a10) και παραδέχονται «ότι υπάρχουν όμορφα πράγματα, αυτή κάθεαυτήν όμως την ομορφιά» («ὁ οὖν καλὰ μὲν πράγματα νομίζων, αὐτὸ δὲ κάλλος μήτε νομίζων», 476c2-3) δεν την παραδέχονται.
Οι φιλόσοφοι «είναι σε θέση να πλησιάσουν την ίδια την ομορφιά και να την αντικρίσουν στην
καθεαυτότητά της» («οἱ δὲ δὴ ἐπ ̓ αὐτὸ τὸ καλὸν δυνατοὶ ἰέναι τε καὶ ὁρᾶν», 476b10-11). Ο φιλόσοφος χαρακτηρίζεται ως γνώστης, ενώ ο άλλος [ ο φιλοθεάμων] έχει απλά γνώμη, δεδομένου ότι εκείνος απλώς νομίζει» («οὐκοῦν τούτου μὲν τὴν διάνοιαν ὡς γιγνώσκοντος γνώμην ἂν ὀρθῶς φαῖμεν εἶναι, τοῦ δὲ δόξαν ὡς δοξάζοντος», 476d5-6).
Ο φιλόσοφος, επομένως, αναζητά την ουσία των πραγμάτων και όχι τις μορφές με τις οποίες φανερώνονται: ο φιλόσοφος «έχοντας το βλέμμα του στραμμένο σε οντότητες μιας αιώνιας και αναλλοίωτης τάξης, οι οποίες ούτε αδικούν ούτε αδικούνται η μια από την άλλη, οντότητες τακτοποιημένες, όλες, σύμφωνα με το λόγο, τις μιμείται και προσπαθεί όσο το δυνατόν περισσότερο να εξομοιώνεται με αυτές» («ἀλλ ̓ εἰς τεταγμένα ἄττα καὶ κατὰ ταὐτὰ ἀεὶ ἔχοντα ὁρῶντας καὶ θεωμένους οὔτ ̓ ἀδικοῦντα οὔτ ̓ ἀδικούμενα ὑπ ̓ ἀλλήλων, κόσμῳ δὲ πάντα καὶ κατὰ
λόγον ἔχοντα, ταῦτα μιμεῖσθαί τε καὶ ὅτι μάλιστα ἀφομοιοῦσθαι», 500c2-
5). Ο Σωκράτης εξηγεί τη διαφορά των πραγμάτων καθεαυτών με τα πράγματα στις επιμέρους περιπτώσεις τους: «υπάρχουν πολλά όμορφα πράγματα και πολλά αγαθά πράγματα και ούτω καθεξής» («πολλὰ καλά […] καὶ πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ἕκαστα», 507b2-3). «Κι από την άλλη υπάρχει το
ωραίο στην καθεαυτότητά του και το αγαθό στην καθεαυτότητά του, και το ίδιο σχετικά με όλα τα άλλα πράγματα που τότε τα χαρακτηρίσαμε ως πολλά•» («καὶ αὐτὸ δὴ καλὸν καὶ αὐτὸ ἀγαθόν, καὶ οὕτω περὶ πάντων ἃ τότε ὡς πολλὰ ἐτίθεμεν», 507b5-6). «Κι υποστηρίζουμε επίσης ότι τα
επιμέρους πράγματα τα βλέπουμε αλλά δεν τα νοούμε, κι από την άλλη […] τις ιδέες, τις νοούμε αλλά δεν τις βλέπουμε» («καὶ τὰ μὲν δὴ ὁρᾶσθαί φαμεν, νοεῖσθαι δ ̓ οὔ, τὰς δ ̓ αὖ ἰδέας νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ ̓ οὔ», 507b9-10).
Ο Δυισμός
Βρισκόμαστε πλέον στο σημείο που ο Σωκράτης αρχίζει να αναπτύσσει τη θεωρία των Ιδεών. Έχουμε δύο πεδία, ένα αισθητό ( γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις ) και ένα νοητό ( γίνεται αντιληπτό με το νου ). Ας αφήσουμε το ίδιο το κείμενο να μας καθοδηγήσει: «Πάρε τώρα μια γραμμή κομμένη σε δύο άνισα τμήματα και κόψε πάλι καθένα από αυτά —το τμήμα του ορατού γένους και το τμήμα του νοητού— κατά την αυτή αναλογία σε δύο άνισα μέρη και θα έχεις τότε τη σχέση του ενός με το άλλο ως προς τη σαφήνεια και την ασάφεια. Στο τμήμα του ορατού το ένα κομμάτι θα αντιστοιχεί στις εικόνες —και λέγοντας εικόνες εννοώ πρώτον τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των πραγμάτων» («ὥσπερ τοίνυν γραμμὴν δίχα τετμημένην λαβὼν ἄνισα τμήματα, πάλιν τέμνε ἑκάτερον τὸ τμῆμα ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τό τε τοῦ ὁρωμένου γένους καὶ τὸ τοῦ
νοουμένου, καί σοι ἔσται σαφηνείᾳ καὶ ἀσαφείᾳ πρὸς ἄλληλα ἐν μὲν τῷ ὁρωμένῳ τὸ μὲν ἕτερον τμῆμα εἰκόνες —λέγω δὲ τὰς εἰκόνας πρῶτον μὲν τὰς σκιάς, ἔπειτα τὰ […] φαντάσματα», 509d6-510a1).
Το άλλο κομμάτι είναι αυτό του οποίου το κομμάτι που μόλις εξετάσαμε αποτελεί ένα είδωλο και αντιστοιχεί στα έμβια όντα γύρω μας, σε καθετί φυσικό και σε όλα τα ανθρώπινα κατασκευάσματα («τὸ τοίνυν ἕτερον τίθει ᾧ τοῦτο ἔοικεν, τά τε περὶ ἡμᾶς ζῷς καὶ πᾶν τὸ φυτευτὸν καὶ τὸ σκευαστὸν ὅλον γένος», 510a5-6).
Ο διαχωρισμός στην περιοχή του νοητού γίνεται με τον ίδιο τρόπο. Στο ένα τμήμα του νοητού η ψυχή χρησιμοποιεί ως εικόνες τα πράγματα τα οποία στο προηγούμενο τμήμα αποτελούσαν αντικείμενα μίμησης, δηλαδή τα έμβια όντα, καθετί φυσικό και τα ανθρώπινα δημιουργήματα.
Η ψυχή είναι εδώ «αναγκασμένη να ανιχνεύει ξεκινώντας από υποθέσεις και δεν κατευθύνεται προς μιαν αρχή αλλά προς ένα πέρας» («ὡς εἰκόσιν χρωμένη ψυχὴ ζητεῖν ἀναγκάζεται ἐξ ὑποθέσεων, οὐκ ἐπ ̓ ἀρχὴν πορευομένη ἀλλ ̓ ἐπὶ τελευτήν», 510b4-6). Αντιστρόφως, στο άλλο τμήμα «ξεκινώντας η ψυχή από μιαν υποθετική παραδοχή κατευθύνεται προς μιαν απόλυτη αρχή ακολουθώντας μια μέθοδο που δεν χρησιμοποιεί εικόνες, όπως εκείνες στο προηγούμενο τμήμα, αλλά βασίζεται αποκλειστικά σε καθαρά ιδεατά αντικείμενα» («τὸ δ ̓ αὖ ἕτερον —τὸ ἐπ ̓
ἀρχὴν ἀνυπόθετον— ἐξ ὑποθέσεως ἰοῦσα καὶ ἄνευ τῶν περὶ ἐκεῖνο εἰκόνων, αὐτοῖς εἴδεσι δι ̓ αὐτῶν τὴν μέθοδον ποιουμένη», 510b6-9).
Οι τέσσερις καταστάσεις
Χωρίζοντας τον ορατό και τον νοητό κόσμο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις καταστάσεις: «Αντίστοιχα τώρα σ’ αυτά τα τέσσερα τμήματα να δεχθείς ότι υπάρχουν μέσα στην ψυχή τέσσερις καταστάσεις: η νόηση, αντίστοιχη στο ανώτερο τμήμα, η διάνοια στο
αμέσως πιο κάτω, στο τρίτο η πίστη και, στο τελευταίο, η εικασία» («καί μοι ἐπὶ τοῖς τέτταρσι τμήμασι τέτταρα ταῦτα παθήματα ἐν τῇ ψυχῇ γιγνόμενα λαβέ, νόησιν μὲν ἐπὶ τῷ ἀνωτάτω, διάνοιαν δὲ ἐπὶ τῷ δευτέρῳτῷ τρίτῳ δὲ πίστιν ἀπόδος καὶ τῷ τελευταίῳ εἰκασίαν», 511d6-e2).
Η αλληγορία του σπηλαίου
Πλέον ο Σωκράτης έχοντας αναφερθεί σε όλα τα προηγούμενα σημεία έχει τη δυνατότητα να εστιάσει στην παιδεία, την ύπαρξή της ή την απουσία της. Θα το πράξει στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας με την αλληγορία του σπηλαίου. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα εκτός από τη δύναμη του νοήματος που μαγνητίζει είναι και ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι εικόνες και η περιγραφή έχουν ασύλληπτη δύναμη, αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων. Οι συνομιλητές φαντάζονται υπό την καθοδήγηση του Σωκράτη ένα υπόγειο οίκημα, κάτι σαν σπηλιά όπου το άνοιγμά της είναι ελεύθερο στο φως. Άνθρωποι βρίσκονται μέσα σε αυτό το σπήλαιο αλυσοδεμένοι από παιδιά, ώστε ακινητοποιημένοι να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν να στρέφουν το κεφάλι τους οιαδήποτε κατεύθυνση (βλ. 514a2-b2). Πίσω από ένα τοίχο χτισμένο σε ελαφρά υπερυψωμένο σημείο κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα τα οποία ρίχνουν τις σκιές τους στον αντίκρυ στους δεσμώτες εσωτερικό τοίχο του σπηλαίου. Οι δεσμώτες θεωρούν τις σκιές πραγματικά όντα. Αυτή είναι μόνη πραγματικότητα που έχουν γνωρίσει. Ο Σωκράτης μας προτρέπει να φανταστούμε ότι κάποιος από αυτούς θα απελευθερώνεται και περπατά προς το φως. Στην αρχή το φως θα τον τύφλωνε και τα μάτια του θα πονούσαν. Αν κάποιος όμως τον ανάγκαζε να ανέβει πάνω στο φως, μετά από κάποιον αναγκαίο χρόνο προσαρμογής θα έβλεπε πρώτα και ευκολότερα τις σκιές, ύστερα τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων
πραγμάτων και ύστερα τα πράγματα τα ίδια. Κατόπιν θα έστρεφε τα μάτια του στον ήλιο και θα καταλάβαινε πως αυτός κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες. Αν φανταστούμε τώρα ότι ο απελευθερωμένος δεσμώτης κατέβαινε πάλι στο
σπήλαιο, σίγουρα η όρασή του θα διαταρασσόταν από το σκοτάδι και θα προκαλούσε τον χλευασμό ή ακόμη και την αγανάκτηση των άλλων δεσμωτών. Ο Σωκράτης εξηγεί την αλληγορία του σπηλαίου και λέει ότι το σπήλαιο είναι ο κόσμος, η φωτιά είναι ο ήλιος και οι δεσμώτες εμείς οι άνθρωποι. Η συσκοτισμένη όραση και η υποδοχή με καχυποψία την οποία
επιφυλάσσουν οι δεσμώτες στον απελευθερωμένο δεσμώτη που επιστρέφει στο σπήλαιο είναι οι καχυποψίες και η αγανάκτηση απέναντι στον φωτισμένο άνθρωπο ο οποίος διαταράσσει τις αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για τη σκιώδη πραγματικότητα (βλ. 514b2-517b4).
Η ανοδική πορεία του απελευθερωμένου δεσμώτη είναι ένας συμβολισμός για την παιδεία. Η θέαση των πραγμάτων του πάνω κόσμου αντιπαραβάλλεται με την άνοδο της ψυχής «στον νοητό τόπο»(«εἰς τὸν νοητὸν τόπον», 517b5). Η ιδέα του Αγαθού η οποία αποτελεί το
ανώτατο μάθημα για τους φύλακες («μέγιστον μάθημα», 505a2) λέγεται εδώ πως «σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς να τη συλλογιστεί ως την αιτία κάθε σωστού και ωραίου πράγματος όσον αφορά όλα τα όντα» («ὀφθεῖσα δὲ συλλογιστέα εἶναι ὡς ἄρα πᾶσι πάντων αὕτη ὀρθῶν τε καὶ καλῶν αἰτία», 517c1-2).
Ο άδικος άνθρωπος και ο άδικος βίος
Το βασικό θέμα της Πολιτείας είναι το ζήτημα της δικαιοσύνης.Μάλιστα, ιδιαίτερα ενδιαφέρει τους συνομιλητές κατά πόσο η ζωή του άδικου είναι καλύτερη από τη ζωή του δίκαιου. Αφού ο Σωκράτης επισημάνει ότι υπάρχουν τέσσερα είδη πολιτευμάτων (τιμοκρατία, ολιγαρχία, δημοκρατία και τυραννία) εκτός του ιδανικού πολιτεύματος, προχωρά στη διερεύνηση του ερωτήματος κατά πόσο η ζωή του δίκαιου είναι πιο ευτυχισμένη από τη ζωή του άδικου.
Παραθέτει έναν μαθηματικό υπολογισμό: «Αν τώρα […] λογαριάσει κανείς πόσο απέχει ο αληθινός άρχοντας από τον τύραννο ως προς την αυθεντικότητα της ηδονής, θα βρει, άμα κάνει τον πολλαπλασιασμό, ότι ο άρχοντας ζει εφτακόσιες είκοσι εννέα φορές πιο ευχάριστα κι ότι, από την άλλη, ο τύραννος ζει ακριβώς τόσες φορές πιο δυσάρεστα» («οὐκοῦν ἐάν τις μεταστρέψας ἀληθείᾳ ἡδονῆς τὸν βασιλέα τοῦ τυράννου ἀφεστηκότα λέγῃ ὅσον ἀφέστηκεν, ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις ἥδιον αὐτὸν ζῶντα εὑρήσει τελειωθείσῃ τῇ πολλαπλασιώσει, τὸν δὲ τύραννον ἀνιαρότερον τῇ αὐτῇ ταύτῃ ἀποστάσει», 587d12-e4).
Ο αριθμός 729 έχεισχέση με τις ημέρες, τις νύχτες, τους μήνες και τα χρόνια της ανθρώπινης
ζωής και αποδεικνύει ότι σε κάθε χρονική περίοδο ο δίκαιος άνθρωπος διάγει ευτυχέστερο βίο από τον άδικο (βλ. 588a3-8). Αυτή η επιμονή με τους αριθμούς αλλά και τη στερεομετρία την οποία συναντάμε και σε άλλα κείμενα του Πλάτωνα δεν πρέπει να μας ξενίζει. Είναι γνωστό ότι ο Πλάτων ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τον Πυθαγορισμό με τον οποίο ήρθε σε επαφή και κατά τα ταξίδια του στη Σικελία. Ο Πυθαγόρειοι ονόμαζαν τους εαυτούς τους φιλοσόφους, δηλαδή εραστές και αναζητητές της σοφίας καθώς θεωρούσαν ότι μόνο ο Θεός μπορεί να είναι σοφός. Μπορούμε να τους αντιπαραβάλουμε με τους Ίωνες στοχαστές, αυτούς που συνηθίζουμε να ονομάζουμε Προσωκρατικούς, για τους οποίους το προσωνύμιο “σοφός” ήταν συχνό.
Η αθανασία της ψυχής
Τα βασικά σημεία που θίγονται στο δέκατο βιβλίο είναι η καταδίκη της μιμητικής
ποίησης η οποία είχε συζητηθεί και στο τρίτο Βιβλίο, η αθανασία της ψυχής, και οι ανταμοιβές του δίκαιου ανθρώπου όσο ακόμα ζει. Το έργο κλείνει με έναν ακόμα μύθο, κορυφώνεται με τον μύθο του Ηρός, ο οποίος αναφέρεται στην τύχη των ψυχών μετά τον θάνατο. Πιο συγκεκριμένα ο Σωκράτης δηλώνει ικανοποιημένος με τον τρόπο που θεμελίωσαν την πόλη. Τον ικανοποιεί ιδιαίτερα «η απόλυτη άρνησή των ιδρυτών της πολιτείας να επιτρέψουν να μπει στην πόλη το κομμάτι της ποίησης που έχει χαρακτήρα μιμητικό» («τὸ μηδαμῇ παραδέχεσθαι αὐτῆς ὅση μιμητική», 595a5). Οι τραγικοί ποιητές και οι άλλοι καλλιτέχνες της μίμησης δεν γνωρίζουν αυτά για τα οποία μιλούν, ή αναπαριστούν («μὴ ἔχουσι φάρμακον τὸ εἰδέναι αὐτὰ οἷα τυγχάνει ὄντα», 595b6-7) και άρα θα πρέπει να αποκλειστούν από την πόλη. Δεν αξίζει καταλήγει ο Σωκράτης να παρασυρθούμε από την τέχνη ούτε από τιμές, χρήματα και αξιώματα, γιατί οι ανταμοιβές που επιφυλάσσονται για τον άνθρωπο ο οποίος δεν θα παραμελήσει τη
δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές έχουν εξαιρετική σπουδαιότητα (βλ.608b4-c4).
Οι ανταμοιβές αυτές δεν έχουν τον χαρακτήρα της παροδικότητας που έχουν οι εγκόσμιες ανταμοιβές. Με άλλα λόγια οι επιβραβεύσεις αυτές είναι αιώνιες γιατί και η ψυχή μας είναι αθάνατη. Ο Σωκράτης αναγκάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποδείξει στη συνέχεια
την αθανασία της ψυχής (βλ. 608d3-611a3). Αφού η συζήτηση η σχετική με
την αθανασία της ψυχής τελειώνει, το ζήτημα που απασχολεί τους
συνομιλητές ήταν αυτό που είχαν πριν αφήσει, οι ανταμοιβές του δίκαιου
και ενάρετου ανθρώπου από θεούς και ανθρώπους (611b10-614a4).
Μετά την περιγραφή αυτών των ανταμοιβών, ο Σωκράτης προσθέτει πως αυτές είναι μηδαμινές σε σχέση με όσα περιμένουν τον άνθρωπο στον άλλο κόσμο («ταῦτα τοίνυν, ἦν δ ̓ ἐγώ, οὐδέν ἐστι πλήθει οὐδὲ μεγέθει πρὸς ἐκεῖνα ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον περιμένει», 614a5-6).
Ένας μύθος μάς αποκαλύπτει τις ανταμοιβές και τις τιμωρίες που λαμβάνουν οι άνθρωποι μετά θάνατον.
Η κατακλείδα -Ο μύθος του Ηρός
Ο Ηρ ήταν ένας γενναίος άνθρωπος. Σκοτώθηκε σε μάχη πόλεμο και λίγο πριν τον κάψουν επανήλθε στη ζωή. Εξιστορώντας όσα είχε δει, είπε ότι σαν βγήκε η ψυχή του, πορεύτηκε μαζί με άλλους ώσπου έφτασαν σε έναν τόπο, όπου υπήρχαν δύο ανοίγματα της γης δίπλα το ένα με το άλλο και απέναντί τους στον ουρανό άλλα δύο. Ανάμεσα σε αυτά κάθονταν δικαστές οι οποίοι αφού έπαιρναν την απόφασή τους, τους μεν δίκαιους ανθρώπους τους πρόσταζαν να ακολουθήσουν τον δρόμο προς τα δεξιά και προς τα πάνω, ενώ τους άδικους τους έστελναν προς τα αριστερά και προς τα κάτω. Εκεί ο Ηρ είδε πώς οι ψυχές οι οποίες κατέβαιναν από τον
ουρανό μιλούσαν για την άφατη ομορφιά που είχαν αντικρίσει εκεί ενώ όσοι έρχονταν από κάτω έκλαιγαν και οδύρονταν. Για όσες αδικίες διέπραξαν, πλήρωσαν ο καθένας δέκα φορές για την κάθε μία, δηλαδή με δεκαπλάσια οδύνη για κάθε τους αδίκημα. Εκεί αντίκρισε ο Ήρ τις
θυγατέρες της Ανάγκης, την Λάχεση, την Κλωθώ και την Άτροπο. Και τότε ένας προφήτης («προφήτην οὖν τινα», 617d2-3) ανεβαίνοντας σ’ ένα ψηλό βήμα φώναξε: «Ψυχές της μιας ημέρας, αρχίζει για το θνητό γένος άλλος ένας κύκλος με κατάληξη το θάνατο. Δεν θα σας πάρει με κλήρο κάποιος δαίμονας, θα τον διαλέξετε εσείς το δαίμονα. […] Δεν έχει δεσπότη η αρετή• ανάλογα αν την τιμάει κανείς ή την περιφρονεί, θα ’ναι και πιο μεγάλο ή πιο μικρό το μερτικό του επάνω της. Η ευθύνη είναι αυτουνού που διαλέγει• ο θεός δεν έχει ενοχή» («‘Ψυχαὶ ἐφήμεροι, ἀρχὴ ἄλλης περιόδου θνητοῦ γένους θανατηφόρου. οὐχ ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ ̓ ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε. […] ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον, ἣν τιμῶν καὶ ἀτιμάζων πλέον καὶ ἔλαττον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. αἰτία ἑλομένου: θεὸς ἀναίτιος’», 617d6-e5).
Έπειτα οι ψυχές οδηγήθηκαν στον Αμέλητα ποταμό, από όπου όλες υποχρεωτικά ήπιαν μία ορισμένη ποσότητα νερό και λησμόνησαν όλα όσα είχαν δει στον άλλο κόσμο. Στον Ήρα, όμως,
απαγόρευσαν να πιει από εκείνο το νερό και όταν αυτός επανήλθε στη ζωή μπόρεσε να διασώσει αυτόν τον μύθο και να τον διηγηθεί. Η Πολιτεία τελειώνει με τον Σωκράτη να μας προτρέπει να μη λησμονήσουμε αυτόν τον μύθο αλλά να τον διασώσουμε και εμείς όπως ο Ηρ. Τότε μπορεί ο μύθος «να μας σώσει κι εμάς» («καὶ ἡμᾶς ἂν σώσειεν», 621c1) και να μας
οδηγήσει στην ευπραξία («εὖ πράττωμεν», 621d2-3).
Βιβλιογραφία
Το κείμενο έχει βασιστεί σε πολλά σημεία στην εξαιρετική διατριβή της κυρίας Γαλάτειας Καπράλου “Οι αντιλήψεις του Πλάτωνα στην Πολιτεία γιά την τέχνη και η προσέγγιση τους από την αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία”. Ακολουθήσαμε τη δομή με την οποία παρουσιάζει το περιεχόμενο του διαλόγου. Σε σημεία που παραπέμπει στο αρχαίο κείμενο έχουμε ακολουθήσει και τη νεοελληνική μετάφραση για λόγους συνοχής του κειμένου.
Με αυτόν τον τρόπο το κείμενο απευθύνεται και στους μαθητές μας που θέλουν να έχουν μια πιο πλήρη εικόνα του περιεχομένου της Πολιτείας, αλλά και σε όποια και όποιον θα επιθυμούσε να εμβαθύνει στα σημεία του διαλόγου. Κυρίως στη σύγχρονη πρόσληψή του.