Ο T.S. Eliot απαγγέλλει

Ο T.S. Eliot απαγγέλλει το ποίημά του The  hollow menΗ μετάφραση είναι του Γιώργου Σεφέρη. Ο Έλληνας ποιητής ανέπτυξε στενή σχέση με τον Eliot. Υπήρξε ο μεταφραστής του στα Ελληνικά. Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε και το θαυμασμό του για τον Βρετανό ομότεχνό του αλλά και την βαθύτατη επίδραση που άσκησε στη γραφή της δικής του ποίησης.

 

Η τελευταία στροφή

 

Η τελευταία στροφή του ποιήματος θεωρείται ότι σημαδεύει τον αιώνα που έφυγε. Σπαραχτική μες την απλότητά της.

 

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

έτσι τελειώνει ο κόσμος

έτσι τελειώνει ο κόσμος

όχι με έναν κρότο, μα με έναν λυγμό

 

 

Ο T.S. Eliot απαγγέλλει : Η μετάφραση του Σεφέρη

 

Θα παραθέσουμε δύο μεταφράσεις. Ξεκινάμε από την κλασική, (αυτή που υπάρχει και στο video) του Γιώργου Σεφέρη.

 

 

Ο T.S. Eliot απαγγέλλει: Επιλέξαμε για τ κείμενο με τις μεταφράσεις του ποιήματος "the hollow men" να παραθέσουμε μια φωτογραφία από το 1934. Φωτογράφος η lady Ottoline Morrell

 

Οι κούφιοι άνθρωποι

 

“Κύριο Κουρτς – πέθανε”

Μια δεκάρα για τον Γέρο – Γκάη

 

Ι

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι

Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι

Που σκύβουμε μαζί

Καύκαλα μ’ άχερα γεμάτα. Αλίμονο!

Οι στεγνές μας φωνές

Σαν ψιθυρίζουμε μαζί

Είναι ήσυχες και ασήμαντες

Σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι

Ή σε σπασμένα γυαλικά των ποντικών το ποδάρι

Μες το ξερό μας το κελάρι.

 

Μορφή χωρίς σχήμα,

Σκιά δίχως χρώμα,

Παραλυμένη Δύναμη

Γνέψιμο χωρίς κίνηση

 

Εκείνοι που ταξίδεψαν

Με ίσιες ματιές,

στου θανάτου την άλλη Βασιλεία

Μας θυμούνται – α! θυμούνται –

όχι σα να’ μαστε χαμένες

Παράφορες ψυχές, μα μοναχά

Οι κούφιοι ανθρώποι

Οι παραγεμισμένοι ανθρώποι.

 

ΙΙ

Μάτια που δεν μπορώ

ν’ αντικρίσω στα όνειρα

Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων

Αυτά δεν φανερώνονται:

Εκεί, τα μάτια είναι

Ήλιος σε σπασμένη στήλη

Εκεί, ένα δέντρο σείεται

Και οι φωνές είναι

Στου αγέρα το τραγούδισμα

Πιο απόμακρες…πιο επίσημες

Από τ’ άστρο που σβήνει.

 

Ας μην έρθω κοντύτερα

Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων

Κι αν φορέσω ακόμη

Τέτοια μελετημένα μασκαρέματα

Ποντικού, τομάρι, κόρακα πετσί,

σταυρωτά ραβδιά

Σ’ ένα χωράφι

Κάνοντας όπως κάνει ο άνεμος

Όχι κοντύτερα –

 

Όχι το τελευταίο τούτο συναπάντημα

στη δειλινή βασιλεία

 

ΙΙΙ

Τούτη είναι η πεθαμένη χώρα

Τούτη είναι του κάκτου η χώρα

Εδώ τα πέτρινα ομοιώματα

Υψώνονται, εδώ είναι που δέχουνται

Την ικεσία του χεριού ενός πεθαμένου

Κάτω από το παίξιμο του άστρου που σβήνει.

 

Έτσι είναι τα πράγματα

Στου θανάτου την άλλη βασιλεία

Ξυπνάς μοναχός

Την ώρα εκείνη

που τρέμεις τρυφερός

Χείλια που θα φιλούσαν

Λεν προσευχές στη σπασμένη πέτρα.

 

IV

Δεν είναι εδώ τα μάτια

Εδώ δεν είναι μάτια

Στο λαγκάδι των άστρων που πεθαίνουν

Στο κούφιο αυτό λαγκάδι

Τούτη η σπασμένη σιαγών

απ’ τις χαμένες βασιλείες μας

 

Στο τελευταίο τούτο συναπάντημα

Μαζί ψηλαφούμε

Και αποφεύγουμε τα λόγια

Μαζεμένοι στην άκρη

του φουσκωμένου ποταμού

Χωρίς βλέμμα, εκτός

Αν ξαναφανούν τα μάτια

Σαν τ’ άστρο τοαιώνιο

Το εκατόφυλλο ρόδο

Της δειλινής βασιλείας του θανάτου

Η ελπίδα μόνο

Άδειων Ανθρώπων.

 

V

 

Γύρω – γύρω όλοι

Στη μέση το Φραγκόσυκο

Φραγκόσυκο

Γύρω γύρω όλοι

Στις πέντε την αυγή

 

Ανάμεσα στην ιδέα

Και στο γεγονός

Ανάμεσα στην κίνηση

Και στη πράξη

Η Σκιά πέφτει

 

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

 

Ανάμεσα στη Σύλληψη

και της δημιουργίας

Ανάμεσα στη Συγκίνηση

Και στην ανταπόκριση

Η Σκιά πέφτει

 

Η ζωή είναι μακριά πολύ

 

Ανάμεσα στον πόθο

και στον σπασμό

Ανάμεσα στη δύναμη

και στην ύπαρξη

Ανάμεσα στην ουσία

και στην κάθοδο

Η Σκιά πέφτει

 

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

 

Ότι Σου εστίν

Είναι η ζωή

Ότι Σου εστίν η…

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

Όχι με έναν βρόντο

μα μ’ ένα λυγμό

 

 

Η Μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου

 

Κύριο Κουρτς – πέθανε

Μια δεκάρα για τον γέρο – Γκάι

 

I

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι

Είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι

Γέρνοντας μαζί

Με την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!

Οι εξαντλημένες μας φωνές όταν

Μαζί ψιθυρίζουμε

Είναι βουβές και άσκοπες

Όπως ο αέρας στο ξερό χορτάρι

Ή τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά

στο ξηρό μας κελάρι

Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,

Δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση

Εκείνοι που διέσχισαν

Με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία

Μας θυμούνται – όπως ήμασταν – όχι σαν χαμένες

λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά

Σαν τους κούφιους ανθρώπους

Τους παραφουσκωμένους ανθρώπους.

 

ΙΙ

 

Βλέμματα που δεν τολμώ στο όνειρο να αντικρίσω

Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο

Αυτά δεν εμφανίζονται:

Εκεί, τα βλέμματα είναι

Ηλιόφως σε έναν σπασμένο κίονα

Εκεί, είναι ένα δέντρο που ταλαντεύεται

Και υπάρχουν φωνές

Στου ανέμου το τραγούδι

Πιότερο μακρινές και ακόμα πιο ιερές

Απ’ ότι ένα αστέρι που σβήνει.

Ας μη βρεθώ πιο κοντά

Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο

Κι ακόμα ας ντυθώ

Με μια τέτοια προμελετημένη μεταμφίεση

Τη δορά του ποντικού, το πετσί του κορακιού, σανίδια σταυρωτά

Σε ένα λιβάδι

Και όπως φυσάει ο άνεμος τα πάει

Όχι πιο κοντά –

όχι αυτή η τελική συνάντηση

Στο βασίλειο του λυκόφωτος.

 

ΙΙΙ

 

Αυτή είναι η νεκρή χώρα

Αυτή είναι του κάκτου η χώρα

Εδώ τα λίθινα ειδώλια

Υψώνονται, εδώ δέχονατι

Την ικεσία από το χέρι ενός νεκρού ανθρώπου

Κάτω από την μαρμαρυγή ενός αστεριού που σβήνει.

Κάπως έτσι είναι

Στου θανάτου την άλλη βασιλεία

Ξυπνάς μοναχός

Εκείνη την ώρα που εμείς

τρέμουμε με τρυφερότητα

Χείλη που θα φιλούσαν

Πλάθουν προσευχές για τη σπασμένη πέτρα.

 

IV

 

Τα βλέμματα δεν είναι εδώ

Εδώ δεν υπάρχουν βλέμματα

Σ’ αυτή την κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν

Σ’ αυτή την κούφια κοιλάδα

Το σπασμένο αυτό σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας

Σε αυτόν τον ύστατο τόπο συνάντησης

Μαζί ψαχουλεύουμε

Και αποφεύγουμε τα λόγια

Συγκεντρωμένοι στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού

Τυφλοί, εκτός κι αν

Τα μάτια επανέλθουν

Όπως το αιώνιο άστρο

Ρόδο εκατόφυλλο

Της λυκόφωτης του θανάτου βασιλείας

Η ελπίδα μόνο

Των κενών ανθρώπων.

 

V

 

Γύρω – γύρω όλοι

Φραγκόσυκο στη μέση

Γύρω – γύρω όλοι

Στις πέντε ξημερώνει

 

Μεταξύ της ιδέας

Και της πραγματικότητας

Μεταξύ της κίνησης

Και της πράξης

Ενσκήπτει η Σκιά

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Μεταξύ της επινόησης

Και της δημιουργίας

Μεταξύ του αισθήματος

Και της ανταπόκρισης

Ενσκήπτει η Σκιά

Η ζωή είναι μακριά πολύ

 

Μεταξύ της επιθυμίας

Και του σπασμού

Μεταξύ της ισχύος

Και της ύπαρξης

Μεταξύ της ουσίας

Και της πτώσης

Ενσκήπτει η Σκιά

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Ότι Σου εστίν

Είναι η ζωή

ότι Σου εστίν

 

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

 

Όχι με έναν κρότο αλλά με ένα κλαψούρισμα

 

Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου

 

 

Η μετάφραση καθρεφτίζει

 

Έχει ειπωθεί πως κάθε εποχή είναι αναγκαίο να παραδίδει τη δική της μετάφραση στα σπουδαία λογοτεχνικά έργα. Είτε μεταφράζουμε σύγχρονη ποίηση, είτε Όμηρο, είτε Σαπφώ, με κάθε νέα μετάφραση ο άνεμος της εποχής μεταδίδεται και το έργο ξαναζεί. Η θαυμάσια μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου σέβεται την κλασική μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη. Την αισθανόμαστε, ωστόσο, πιο οικεία και έτσι το έργο έρχεται κοντά μας.

Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι δε νοείται πλέον μια μετάφραση ποίησης στην οποία να μην παρατίθεται και το πρωτότυπο. Η δίγλωσση μετάφραση είναι η μόνη αποδεκτή, καθώς με την παράθεση του πρωτότυπου κειμένου ο αναγνώστης συμμετέχει στη δημιουργική διαδικασία. Ταυτόχρονα ο μεταφραστής έχει τη δυνατότητα να εκφραστεί πιο ελεύθερα καθώς το πρωτότυπο κείμενο είναι στη διάθεση του αναγνώστη, ο οποίος δεν επαφίεται μόνο στη δουλειά του μεταφραστή για να έρθει σε άμεση επαφή με το κείμενο.