Ο Πλάτων και ο Μύθος

 

Ο Πλάτων και ο Μύθος: Απεικόνιση της μορφής του Ανδρόγυνου, όπως παρουσιάζεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.

 

Ο Πλάτων – εκτός των άλλων –  εισάγει ένα ξεχωριστό είδος λόγου το οποίο θεωρεί κατάλληλο για τη φιλοσοφία. Μέχρι την εποχή που γράφονται τα έργα του, ο φιλοσοφικός λόγος είχε συχνά εκφορά στίχου ή ρητορικού λόγου. Άρα, από τη μια έχουμε εκφορά ποιητική και από την άλλη έναν λόγο που θυμίζει αγορεύσεις στα δικαστήρια ή σε δημόσιες συνελεύσεις. Παρατηρούμε ότι στους Πλατωνικούς διαλόγους υπάρχει συχνά συζήτηση σχετικά με τον ρόλο τόσο της ποίησης όσο και της ρητορικής. Εκείνη την εποχή οι εκπρόσωποι της κάθε μορφής λόγου διεκδικούσαν να επιβάλλουν το δικό τους είδος ως το καταλληλότερο για τη φιλοσοφία.

Ο Πλάτων ορίζει – και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά – τη φιλοσοφία ως ξεχωριστό πνευματικό κλάδο. Την αντιδιαστέλλει τόσο από τη ρητορική όσο και από την ποίηση. Θεωρεί ότι και οι δύο οδηγούν σε ψευδή γνώση , σε σοφιστεία. Αντίθετα, η φιλοσοφία ορίζεται ως εκείνη η πνευματική διαδικασία που οδηγεί στην αλήθεια. Μάλιστα, αυτό γίνεται με τρόπο διαλεκτικό, άρα με έναν τρόπο που επιτρέπει την αμφισβήτηση, την αντίθετη άποψη. Ο ποιητικός και ρητορικός λόγος είναι κατά τον Πλάτωνα μια μορφή μονολόγου. Δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση ή την απόρριψη θέσεων με στόχο να αναδυθεί η αλήθεια. Επομένως, αυτές οι δύο μορφές λόγου χαρακτηρίζονται ως ακατάλληλες για τη φιλοσοφική αναζήτηση.

 

Ένα νέο είδος γραφής

Συνδυάζοντας πολλά επιμέρους είδη λόγου ο Πλάτων οδηγείται να δημιουργήσει σταδιακά έναν εξαιρετικά γοητευτικό και προσωπικό λόγο. Πολλά είναι τα σημεία στο Πλατωνικό έργο, όπου αναμειγνύεται η ποίηση, η ρητορική αλλά και η λογική επιχειρηματολογία. Αναφύεται λοιπόν εύλογα το ερώτημα γιατί ο Πλάτων χρησιμοποιεί μύθους από τη στιγμή που φαίνεται να αντιμάχεται αυτούς που κατεξοχήν τους χρησιμοποιούν, δηλαδή τους ρήτορες και τους σοφιστές.

Μια πρώτη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι ο φιλόσοφος βρίσκει προβληματικές για τη φιλοσοφία ορισμένες απόψεις και κυρίως την αντίληψη σοφιστών και ποιητών ότι εκφέρουν αυθεντική γνώση. Δεν απορρίπτει ωστόσο, εξ αρχής κάποια είδη λόγου με το σκεπτικό ότι χρησιμοποιούνται από τις προαναφερθείσες ομάδες. Θεωρεί αντίθετα ότι με την κατάλληλη χρήση τους και την ενσωμάτωσή τους σε κείμενα που βασίζονται στη διαλεκτική τα είδη αυτά μπορούν να αποβούν ωφέλιμα. Άρα, τα συγκεκριμένα είδη λόγου είναι αναγκαίο να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο κειμενικό πλαίσιο.

 

Η θεατρική σκηνή και η διαλεκτική

Έχουμε ξαναπεί ότι, όταν διαβάζουμε ένα Πλατωνικό διάλογο αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεατρική σκηνή και ότι μια παράσταση εκτυλίσσεται μπροστά μας. Ο φιλόσοφος επιλέγει ως κυρίαρχο όχημα με το οποίο θα μεταδώσει τη σκέψη του το διάλογο. Η επιλογή δεν είναι φυσικά τυχαία. Έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με αυτό που θεωρεί ο ίδιος ότι πρέπει να είναι η φιλοσοφία.

Καταρχάς τόσο ο ίδιος όσο και ο Σωκράτης προϋποθέτουν την ύπαρξη της μίας και απόλυτης αλήθειας. Θεωρούν ότι ο τρόπος για να την αποκαλύψουν είναι η διαλεκτική. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια απλή αναζήτηση μέσω ενός απλού διαλόγου. Αντίθετα, η διαλεκτική είναι μια πολύ συγκεκριμένη μορφή διαλόγου κατά την εκτύλιξη του οποίου επιδιώκουμε να διερευνήσουμε την αλήθεια μιας θέσης ακολουθώντας τον λόγο, όπου αυτός μας οδηγεί. Άρα, είναι σημαντικό να είμαστε ανοιχτοί στην έκπληξη και στο απρόβλεπτο. Ας μη ξεχνάμε ότι τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη η έκπληξη είναι η αρχή της πορείας προς τη φιλοσοφία. Δε μας ενδιαφέρει να πείσουμε, μας ενδιαφέρει να ανακαλύψουμε. Η διαλεκτική είναι ένας δρόμος. Τον δημιουργούμε, καθώς βαδίζουμε. Είναι η κατεξοχήν μέθοδος, η οποία αναζητά, ερευνά και επιχειρηματολογεί. Σε καμία περίπτωση δεν είναι η υποστήριξη μιας θέσεως, όπως συμβαίνει στη ρητορική.

Κατανοούμε λοιπόν ότι για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι εν τέλει η διαλεκτική. Τα ζητούμενά της εντοπίζονται στον χώρο της Ηθικής και μάλιστα με την αναζήτηση του εντοπισμού των αξιών. Συνεπακόλουθα και εφόσον ο φιλόσοφος πρεσβεύει μια νοησιαρχική ηθική τα ζητούμενα της διαλεκτικής σχετίζονται και με το ζήτημα της γνώσης. Πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η φύση της, ποιοι είναι οι διαβαθμοί της.

Πολύ συχνά λοιπόν στα κείμενά μας διαπλέκονται η Ηθική και η Γνωσιολογία. Φυσικά αυτές είναι δικές μας μεταγενέστερες κατηγοριοποιήσεις. Ακόμα δεν έχουν εμφανιστεί στην Ιστορία της φιλοσοφίας ως ξεχωριστοί κλάδοι. Το πόσο ο Πλάτων πιστεύει στην ανάγκη οι θέσεις να εξετάζονται, να κρίνονται, να επαναξιολογούνται φαίνεται και από την κατάληξη που έχουν οι περισσότεροι διάλογοί του.

 

 

Η συνήθης κατάληξη των Πλατωνικών διαλόγων

Ακόμα και όταν αφήνει να διαφανεί ότι μια θέση επικρατεί παρατηρούμε ότι σε επόμενους διαλόγους η θέση αυτή επανεξετάζεται ή και αναθεωρείται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Νόμων που ως κείμενο διαφοροποιείται από τις θέσεις που εκφέρονται στην Πολιτεία, όσον αφορά την πολιτική θεωρία. Ο Πλάτων εκθέτει και συχνά αφήνει τους αναγνώστες να συνεχίσουν τη διερεύνηση που έμεινε ανοιχτή στο τέλος του διαλόγου.

Είναι το κατάλληλο σημείο εδώ να αναφερθούμε και στην περίφημη Σωκρατική άγνοια. Αντίθετα, από αυτό που πολλές φορές θεωρούμε ο Σωκράτης στους πρώιμους διαλόγους δεν διακρίνεται από άγνοια ή σκεπτικισμό. Αυτό για το οποίο διακρίνεται είναι η αποφυγή δέσμευσης σε κάποια συγκεκριμένη θέση. Ένας βασικός λόγος που δικαιολογεί αυτή τη στάση είναι πως για να καταλήξουμε σε μια συγκεκριμένη θέση πρέπει πρώτα να έχουμε περάσει από τη διαδικασία της διαλεκτικής. Άρα, ο Σωκράτης δεν θα μπορούσε να εκφέρει άποψη καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με όσα πρέσβευε για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούμε στο δρόμο για την εύρεση της αλήθειας. Για τον Σωκράτη αυτό που είναι σημαντικό είναι η ίδια η διαδικασία. Αυτήν προκρίνει, αυτή θεωρεί απαραίτητο να ακολουθηθεί.

Ας δώσουμε ένα ακόμη παράδειγμα. Στον διάλογο “Θεαίτητος”, οι τρεις προτάσεις που αφορούν το ερώτημα το τι μπορεί να θεωρηθεί ως γνώση απορρίπτονται ως ανεπαρκείς. Η απορία θα είναι η κατάληξη του διαλόγου και το θέμα θα παραμείνει ανοιχτό. Η συνέχιση της διαλεκτικής από τον καθένα χωριστά προβάλλει ως η καταλληλότερη αξιοποίηση των όσων προηγήθηκαν στον διάλογο.

 

Ο Πλάτων και ο Μύθος

Ο διάλογος είναι το βασικό όχημα που χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος. Χρησιμοποιεί ωστόσο και μεταφορές, αναλογικούς συλλογισμούς, παραδείγματα παρμένα από τη μυθολογία και διάφορες μορφές αφήγησης. Όλες αυτές τις ξεχωριστές μορφές λόγου τις χαρακτηρίζει με τον γενικό όρο “μύθος”. Μάλιστα αντιδιαστέλλει τον όρο από τον αντίστοιχο όρο “λόγος”. Για τους περισσότερους από εμάς ο Πλάτων είναι γνωστός για αυτά τα αποσπάσματα του έργου του, πολλά από τα οποία είναι αριστουργηματικά δείγματα ενός απίστευτου λογοτεχνικού ταλέντου.

Τελικά, είναι φιλοσοφικά σημαντικοί οι μύθοι; Η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι καταρχάς καταφατική. Για να κατανοήσουμε καλύτερα όμως τη χρήση του μύθου εκ μέρους του φιλοσόφου είναι σημαντικό να κάνουμε μια διάκριση. Ο Πλάτων διακρίνει δύο είδη ποιητικού λόγου: Το πρώτο είδος είναι η μίμηση. Ταυτίζει το είδος με τους μύθους που χρησιμοποιεί και τον τρόπο που τους χρησιμοποιεί το αρχαίο δράμα, τόσο η τραγωδία, όσο και η κωμωδία.  Στην άλλη πλευρά τοποθετεί τη διήγηση που δεν μιμείται. Καταδικάζει την πρώτη μορφή και όχι τη δεύτερη, την οποία και αξιοποιεί.

Η διήγηση είναι συμβατή με το πνεύμα της διαλεκτικής, διότι επιδέχεται ερμηνείας αντίθετα η μίμηση είναι κάτι το παγιωμένο που δεν επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες μέσω της διαλεκτικής. Από την άλλη μεριά ο Πλάτων γνωρίζει ότι υπάρχουν περιοχές της ανθρώπινης  ζωής που η διαλεκτική είναι δύσκολο να εισχωρήσει. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσουμε πάθη, όπως ο φόβος μέσω της διαλεκτικής και μόνο. Εκεί η συνδρομή της μυθολογικής αφήγησης είναι πολύτιμη.

Αν αναρωτηθούμε γιατί θα πρέπει, για παράδειγμα, να αντιμετωπίσουμε τον φόβο, η απάντηση είναι ότι τόσο για τον φιλόσοφο που μελετάμε, όσο και γενικά για το σύνολο της αρχαίας φιλοσοφίας το ζητούμενο μέσα από την άσκησή της είναι και η κατάκτηση της ευδαιμονίας. Μάλιστα ως ευδαιμονία εδώ μπορούμε να φανταστούμε κάτι αντίστοιχο με τον όρο που συναντάμε στην επιστήμη της ψυχολογίας, την αυτοπραγμάτωση, την ολοκλήρωση του ατόμου στο πλαίσιο της κοινωνικής του ζωής και προσφοράς. Επομένως, ο μύθος εδώ μπορεί να λειτουργήσει και ως ένα επιπλέον όπλο προς την κατεύθυνση αυτή.

 

 

Βασικές διαφορές Μύθου και Λόγου

Τα όρια ανάμεσα στον Μύθο και τον Λόγο έχουν απασχολήσει τη θεωρία του κειμένου σε μεγάλο βαθμό. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο μύθος δεν είναι απλά μια μυθοπλασία αλλά στην πραγματικότητα ένας καθιερωμένος τρόπος ομιλίας που την εποχή για την οποία μιλάμε ακολουθούσε αυστηρές κειμενικές συμβάσεις.

Σε κάθε περίπτωση όμως, μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιες διαφορές τουλάχιστον στο επίπεδο που μας ενδιαφέρει και το οποίο είναι η χρήση τους στο Πλατωνικό έργο.

Έτσι λοιπόν:

  • Και στον μύθο ενδέχεται να να παρατηρήσουμε τεκμηρίωση, όπως επίσης και σχέσεις αιτιότητας. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο σε όλες τις περιπτώσεις. Πολύ συχνά δεχόμαστε σημεία χωρίς τεκμηρίωση και μάλιστα σημεία που μεταξύ τους είναι και αντιφατικά πολλές φορές.
  • Αν επιχειρήσουμε να στηρίξουμε μια θέση σε έναν μύθο, η στήριξη αυτή είναι κατ’ανάγκην ελλειμματική.
  • Ως συνέπεια η αξίωση που μπορούμε να αποδώσουμε στην αλήθεια που εκφέρει ο μύθος ή ο λόγος είναι διαφορετική κατά περίσταση. Στον μύθο μπορούμε να δεχτούμε ότι ένα τμήμα του είναι ψευδές και κάποιο άλλο αληθές. Αυτό δεν ισχύει στον λόγο. Ο λόγος μπορεί να είναι ή συνολικά ψευδής ή συνολικά αληθής.
  • Επομένως η χρήση του μύθου μπορεί να είναι ενισχυτική, όχι αποδεικτική.

 

 

Η αξία του Μύθου

 

Καλό θα ήταν στον επίλογο του κειμένου μας να παραθέσουμε τα ίδια τα λόγια του Σωκράτη στον διάλογο “Φαίδων”. Εκεί ο Σωκράτης χρησιμοποιεί έναν μύθο για να ενισχύσει τη θέση του σχετικά με την αθανασία της ψυχής. Ας παρακολουθήσουμε το κείμενο σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη:

“Συνηθίζουν λοιπόν να λένε πως όταν κανείς πεθάνει, ο δαίμων του καθενός,αυτός που τον φροντίζει και ζωντανό, τον παίρνει και τον οδηγεί σε κάποιον τόπο, εκεί που συναθροίζουνται οι νεκροί για να κριθούν κι έπειτα να αρχίσουν την πορεία τους στον Άδη με οδηγό εκείνον που έχει προσταχτεί να τους οδηγήσει. Κι αφού λάβουν την τύχη που είναι να λάβουν και μείνουν το διάστημα που πρέπει, άλλος οδηγός τους φέρνει πάλι εδώ, έπειτα από πολλά και μεγάλα γυρίσματα του καιρού. Αυτή η πορεία δεν είναι λοιπόν, όπως την παρουσιάζει ο Τήλεφος του Αισχύλου·γιατί εκείνος λέει πως ο δρόμος που μας φέρνει στον Άδη είναι απλός, ενώ δεν είναι μήτε απλός μήτε μοναδικός καθώς μου φαίνεται· αν ήταν έτσι δεν θα χρειάζουνταν οδηγός· ούτε θα τον έχανε κανείς αν ήταν ένας και μόνο. Αλλά μοιάζει να έχει πολλά παρακλάδια και σταυροδρόμια καθώς απεικάζω από τις παραδομένες συνήθειες της λατρείας μας. Λοιπόν η σωστή και φρόνιμη ψυχή συμμορφώνεται και δεν αγνοεί αυτά που της συμβαίνουν· αλλά εκείνη που οι επιθυμίες τη δένουν με το σώμα, όπως έλεγα στην αρχή, εκείνη που το σώμα και ο ορατός τόπος τη γεμίζουν τρόμους με πολλές αντιστάσεις και πολλά παθήματα, καταναγκαστικά και δύσκολα, πηγαίνει καθώς την οδηγεί ο προσταγμένος δαίμων. Κι όταν φτάσει όπου και οι άλλες, η ακάθαρτη, αυτή που έπραξε κάτι μιαρό, άδικους φόνους ή άλλα τέτοια που μοιάζουν σαν αδέρφια μ᾽ αυτές τις πράξεις ή με πράξεις που κατεργάστηκαν αδερφές ψυχές- αυτή την ψυχή, όλοι την αποφεύγουν, όλοι αποτραβιούνται από κοντά της και κανείς δε θέλει να γίνει σύντροφος ή οδηγός της· κι αυτή περιπλανιέται ολωσδιόλου χαμένη, ώσπου να περάσουν κάποιοι καιροί, και τότε η ανάγκη τη φέρνει στην κατοικία που της πρέπει. Αλλά η ψυχή που πέρασε τη ζωή της καθαρά και μετρημένα και βρήκε θεούς για συντρόφους και οδηγούς στο δρόμο της, κατοικεί αμέσως στον τόπο που της πρέπει.”

Ο ίδιος ο Σωκράτης θα παρατηρήσει μετά την εξιστόρηση των μύθων τα εξής:

“Το να υποστηρίζει κανείς ότι αυτά είναι όντως έτσι όπως τα παρουσίασα εγώ, δεν ενδείκνυται για νοήμονα άνθρωπο. Όμως ή ότι τα πράγματα είναι έτσι ή κάπως έτσι σχετικά με τις ανθρώπινες ψυχές και τις μετοικίσεις τους, αφού η ψυχή φαίνεται ότι είναι αθάνατη, αυτό πιστεύω ότι είναι μια άποψη που θα πρέπει και αξίζει να διακινδυνεύσει να νομίζει κανείς ότι είναι έτσι. Γιατί είναι καλός ένας τέτοιος κίνδυνος. Και πρέπει να χρησιμοποιούμε τέτοιο λόγο για να γοητεύουμε τους εαυτούς μας, για τον λόγο αυτό και τραβώ σε μάκρος αυτόν τον μύθο.

Φαίδων 114d1-8

 

Τα όρια του Μύθου

Είναι σαφές λοιπόν ότι ο μύθος δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κυριολεκτικά, όπως η λογική επιχειρηματολογία, διότι ο μύθος δεν φιλοδοξεί να είναι ακριβής και σαφής, όπως η επιχειρηματολογία. Αυτή η έλλειψη στερεί από τον μύθο τη δυνατότητα να θεμελιώσει συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ωστόσο, και ο μύθος θα μας πει ο Σωκράτης μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα. Ο ακροατής του μύθου πρέπει ωστόσο, να είναι επιφυλακτικός. Ακόμα και η καλύτερη ερμηνεία του μύθου μπορεί να μας οδηγήσει μόνο στο πιθανό, όχι στο βέβαιο.

Κάθε ερμηνεία είναι αβέβαιη. Αυτό ακριβώς μας δείχνει και σε ποια σημεία είναι ταιριαστό να χρησιμοποιούμε τους μύθους. Ο Πλάτων αποδέχεται ότι υπάρχουν ζητήματα, όπως για παράδειγμα η αθανασία της ψυχής για τα οποία η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Εκεί ακριβώς έρχεται η κατάλληλη χρήση του μύθου. Παιδευτική, επισημαίνουσα…

 

Βιβλιογραφία και πηγές:

Βασίλης Κάλφας: Διαδικτυακά μαθήματα στο mathesis

Γιώργος Καραμανώλης: “Γιατί ο Πλάτων χρησιμοποιεί μύθους;”

Lambros Couloubaritsis, Histoire de la philosophie ancienne et médiévale.