Η διακειμενικότητα μέσα από παραδείγματα
Η διακειμενικότητα είναι ένας σχετικά νέος όρος στη θεωρία του κειμένου. Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό ρήμα intertexto, το οποίο έχει τη σημασία του “υφαίνω”. Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά η Julia Kristeva στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ουσιαστικά εισήγαγε την έννοια της διακειμενικότητας στη θεωρία του λογοτεχνικού – και όχι μόνο – κειμένου. Η Kristeva υποστηρίζει ότι κάθε σημειωτικό σύστημα, είτε αυτό είναι ο τρόπος που στρώνουμε το τραπέζι, είτε ένα ποίημα, συγκροτούνται στη βάση κατά την οποία εξελίσσονται και μεταμορφώνουν προηγούμενα σημειωτικά συστήματα. Έχοντας αυτό ως οδηγό, κατανοούμε ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι απλά η δημιουργία ενός λογοτέχνη, αλλά είναι επίσης και το αποτέλεσμα της σχέσης με άλλα κείμενα και με την ίδια τη δομή της γλώσσας. Όπως σημειώνει: “Κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις. Κάθε κείμενο αφομοιώνει και μεταμορφώνει ένα άλλο”.
Η διακειμενικότητα αλλάζει την ανάγνωση
Η εισαγωγή και η μελέτη του όρου στα πλαίσια της κειμενικής θεωρίας άλλαξε κατά πολύ τον παραδοσιακό τρόπο ανάγνωσης. Καταρχάς, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η θεωρία των συστημάτων επηρέασε βαθύτατα και τον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Κανένα κείμενο δεν θεωρείται ξεκομμένο και αυθύπαρκτο. Αντίθετα, θεωρούμε πως εντάσσεται σε ένα σύστημα το οποίο όχι μόνο επηρεάζει τη συγγραφή του κειμένου, αλλά και επηρεάζεται από αυτό. Ας δούμε για παράδειγμα τον τρόπο που προσεγγίζουμε σήμερα τα κείμενα στο μάθημα της Έκθεσης. Σήμερα, ζητείται από τη μαθήτρια και τον μαθητή να γράψουν με βάση ένα επικοινωνιακό πλαίσιο. Ουσιαστικά τους ζητείται να προσαρμόσουν τη γραφή τους στις ανάγκες ενός ευρύτερου επικοινωνιακού πλαισίου.
Με την εισαγωγή της διακειμενικότητας το κείμενο παύει να αντιμετωπίζεται ως μια αυθύπαρκτη κλειστή οντότητα, κάτι ερμητικά κλειστό. Αντίθετα, τα κείμενα μεταξύ τους συγκροτούν ένα παλίμψηστο, το οποίο διαρκώς ανανεώνεται με κάθε λέξη, με κάθε κείμενο που προστίθεται και αλληλεπιδρά.
Ένα πρώτο επίπεδο διακειμενικότητας
Στην πιο απλή εκδοχή της η διακειμενικότητα εντοπίζεται στην άποψη ότι τα κείμενα δεν αναφέρονται μόνο σε μια πραγματικότητα αλλά και ότι πολλές φορές αναφέρονται άμεσα σε άλλα κείμενα. Κατά αυτόν τον τρόπο γεννιέται η έννοια του διακειμένου , η οποία αφορά τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε διάφορα κειμενικά στοιχεία σε περισσότερα από ένα έργα. Συχνή είναι και η ρήση ότι “τα κείμενα μιλούν για άλλα κείμενα”. Σε αυτή την περίπτωση δε μιλάμε απλά για την επίδραση που ασκείται ανάμεσα στους λογοτέχνες.
Η θεωρία της διακειμενικότητας πρεσβεύει ότι δύο κείμενα μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους, χωρίς αυτό να οφείλεται κατ’ ανάγκη σε μια συνειδητή προσπάθεια. Είναι πολύ πιθανόν οι δημιουργοί να αγνοούν την ύπαρξη ο ένας του άλλου ή τα κείμενά τους να έχουν γραφεί σε διαφορετικές εποχές.
Επομένως, τα κείμενα ενδέχεται να “συνομιλούν” μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δημιουργών τους.
Ο ρόλος του αναγνώστη
Καταλαβαίνουμε και την αλλαγή στον ρόλο του αναγνώστη. Ο αναγνώστης καλείται να εντοπίσει τη συνομιλία του κειμένου που διαβάζει με άλλα κείμενα. Αυτή η συνομιλία πραγματοποιείται σε ασυνείδητο κυρίως επίπεδο και η σύλληψη και ερμηνεία της έχουν να κάνουν με την ιστορία, τα βιώματα και τις προσλαμβάνουσες του κάθε αναγνώστη. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το γιατί στις σύγχρονες κειμενικές θεωρίες επιμένουμε ότι ο αναγνώστης είναι και συνδημιουργός του έργου.
Ο Roland Barthes εστιάζει στον θάνατο του συγγραφέα, με τη μορφή της αυθεντίας. Θεωρεί ότι η διακειμενικότητα είναι εκείνη ακριβώς η απαραίτητη συνθήκη, η οποία επιτρέπει στο έργο να αναδυθεί στην επιφάνεια. Στη “Θεωρία του κειμένου”, γράφει:
“Κάθε κείμενο είναι ένα υφαντό παλαιότερων αναφορών. Αποσπάσματα κώδικα, φόρμες, ρυθμικά πρότυπα, απομεινάρια κοινωνικών ιδιολέκτων, όλα περνούν στο κείμενο και διαχέονται μέσα σε αυτό, καθώς το κείμενο κολυμπά στη θάλασσα της γλώσσας. Η διακειμενικότητα, επομένως είναι ένα πεδίο, τόσο γενικό που η πηγή του είναι αδύνατον να εντοπιστεί. Η λειτουργία της είναι ασυνείδητη”.
Παραδείγματα από τον χώρο της λογοτεχνίας
Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία στα οποία η διακειμενικότητα εμφανίζεται στην πιο απλή μορφή της, η οποία είναι η αναφορά σε κάποιο άλλο λογοτεχνικό έργο:
- Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το έργο του James Joyce “Ulysses”. Γραμμένο σε μια εντελώς διαφορετική εποχή και μάλιστα με πολλά πειραματικά στοιχεία στη γραφή και τη σύνθεση, το αριστούργημα του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα συνομιλεί διαρκώς με την Οδύσσεια. Ο αναγνώστης παρακολουθεί το εικοσιτετράωρο του κυρίου Bloom, ο οποίος πόρρω απέχει από τη μορφή του Οδυσσέα. Εκεί ακριβώς έγκειται και η ιδιοφυΐα του Joyce καθώς αυτό το λεπτό νήμα διαπερνά την ανάγνωσή μας.
- Η μορφή της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό του Σολωμού: Κατά μια εκδοχή ο τρόπος που εμφανίζεται η φεγγαροντυμένη στην ποιητική σύνθεση του Σολωμού θυμίζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η ουράνια Μαργαρίτα στον Φάουστ του Goethe. Πρόκειται για την εξιδανικευμένη μορφή της ηρωίδας, η ψυχή της οποίας σώθηκε και κατοικεί στον ουρανό.
- Ο άρχοντας των μυγών του William Golding (Lord of the flies): Το βιβλίο “Ο άρχοντας των μυγών”, συνομιλεί με το κλασικό βιβλίο του Robert Louis Stevenson “Το νησί των θησαυρών”. Θα λέγαμε ότι ο Golding εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ενώ ο Stevenson μας προσφέρει ένα εξιδανικευμένο τοπίο της παιδικής ηλικίας.
- Για ποιον χτυπά η καμπάνα (For whom the bell tools): Ο τίτλος του κλασικού έργου του Hemingway, παραπέμπει σε ένα εξίσου κλασικό στίχο του John Donne: “No man is an island…and therefore never send to know for whom the bell tolls; it tolls for thee.”